
Το ιδιαίτερο καθεστώς Επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα Δωδεκάνησα.
Οι εκκλησιαστικές επαρχίες της Δωδεκάνησου, δηλαδή οι πέντε μητροπόλεις (1. Ρόδου, 2. Σύμης-Τήλου-Χάλκης- Καστελόριζου, 3. Κω, 4. Καρπάθου-Κάσου, 5. Λέρου-Καλύμνου-Αστυπάλαιας) και η Εξαρχία της Πάτμου τεκμαίρονται μόνο κατ’ αναλογία με τα εκκλησιαστικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδας ως Ν.Π.Δ.Δ σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 142 του 1979 γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους («δέον είναι να θεωρηθούν»- εξαιρεί μόνο την Ιερά Μονή Πάτμου Αγίου Ιωάννη, που με έγκριση του καταστατικού οργανισμού της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο επικυρώθηκε ως Ν.Π.Ι.Δ.).[49][50]
Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, απολύτως τυπικά, δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη νομοθετική ξεκάθαρη ρύθμιση από την πλευρά της ελληνικής Πολιτείας, με τις όποιες επακόλουθες επιπτώσεις σε συναλλακτικό-φορολογικό και δικαϊικό επίπεδο. Ενώ αντίθετα, η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης που επίσης υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο με τον νόμο 4149/1961,εξασφάλισε ότι τα εκκλησιαστικά της νομικά πρόσωπα έχουν τον χαρακτήρα Ν.Π.Δ.Δ..
Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να υπάρξει αποφασιστική αποσαφήνιση και από την πλευρά του ελληνικού Κράτους και από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως προς τη νομική προσωπικότητα των εκκλησιαστικών προσώπων των περιοχών αυτών, καθώς από την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων με την Συνθήκη Ειρήνης του 1947 (10 Φεβρουαρίου-Παρίσι) ακόμα και η νομολογία των δικαστηρίων αμφιταλαντεύεται ως προς τη φύση τους (ΣτΕ 128/1983, 3237/2000, αντ. ΣυμβΠλημΡοδ 71/2012).
Ωστόσο, από την άλλη κατ’ αναλογία, έχουν εισαχθεί και στην περιοχή αυτή, μόνο με περιπτωσιολογικό τρόπο, ειδικοί νόμοι που αφορούν τα Ν.Π.Δ.Δ. της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως η μέριμνα για τις αποδοχές του εφημεριακού κλήρου (Β.Δ. 14/1950, Ν.Δ. 1399/1973), η υγειονομική περίθαλψη, συνταξιοδότηση, ασφάλισή τους (Β.Δ. 7/1950 και 5/1963), οι αποδοχές των Μητροπολιτών και των περιοχών αυτών (Ν.Δ. 295/1969 και Ν. 1168/1981).
Πρόταση-Θέση.
Με βάση τις παραπάνω προσεγγίσεις προτείνεται η διαπιστωτική αναγνώριση από πλευράς Πολιτείας της ίδρυσης, τόσο των Ιερών Μητροπόλεων όσο και των Ενοριών και Μονών που ανήκουν σε αυτές με αναλυτική καταγραφή τους, ως εκκλησιαστικών επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Επ’ αυτού πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι τα παραπάνω νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που υπάγονται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, λογίζονται ως τέτοια χωρίς να είναι αναγκαία προϋπόθεση η έκδοση ειδικής ιδρυτικής πράξης, από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας[51], και στην συνέχεια επί τουρκοκρατίας, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε χορηγήσει τα αντίστοιχα προνόμια κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες[52].
Επίσης, για τον ίδιο λόγο, χαρακτηριστική είναι και η μη παρέμβαση ακόμα και του ιταλικού καθεστώτος στα Δωδεκάνησα που διατήρησε το ειδικό καθεστώς με βάση ρυθμίσεις της ιταλικής νομοθεσίας περί νομικών προσώπων του εκκλησιαστικού χώρου[53]. Την παραπάνω διαδρομή σεβάστηκε και διατήρησε βέβαια και η ελληνική έννομη τάξη με την ειδική πρόβλεψη στην ίδια τη διάταξη του Συντάγματος μέχρι και σήμερα.[54]
Ακόμα πιο ειδικά, όσο αφορά στη νομική φύση των συγκεκριμένων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων ως Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, προκειμένου να εκδοθεί η παραπάνω διαπιστωτικού χαρακτήρα πράξη της ελληνικής Πολιτείας πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εξής :
α) Η θρησκευτική ισότητα (άρθ. 13 παρ. 2 – ίση αντιμετώπιση όμοιων καταστάσεων, συνεπώς η ελληνορθόδοξη επικρατούσα θρησκεία πρέπει να έχει στην ελληνική Επικράτεια ίδια δομή) και η αναλογική εφαρμογή του Καταστατικού Χάρτη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας, Ν. 590/1977, άρθρο 1 παρ. 4, αλλά και της Ημιαυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης, Ν. 4149/1961, άρθρο 131, αλλά πλέον και τα άρθρα 21 και 22 του Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α223/14) που αναφέρονται στη δυνατότητα σύστασης ιδρυμάτων μη κερδοσκοπικών εταιρειών, όπου υπάρχει για πρώτη φορά ρητή μνεία, έστω με γενικό τρόπο, στα «Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου των Μητροπόλεων Δωδεκανήσου και της Εξαρχίας Πάτμου».
β) Η υπ’ αριθμ. 142/1979 Γνωμοδότηση της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έγινε αποδεκτή και από την εκτελεστική εξουσία της χώρας με την υπ’ αρ. Φ.030.1/285/Α/673/17-3-1979 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σύμφωνα με την οποία χαρακτηρίζονται αναλογικά οι Επαρχίες του Πατριαρχείου στα Δωδεκάνησα, ως Ν.Π.Δ.Δ.
Προς ενίσχυση των παραπάνω, για την τυπική και μόνο- διαπιστωτική, λόγω της ομοταξίας, αναγνώριση παρατίθεται το εξής παράδειγμα: Ενώ οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδας ιδρύονται με νόμο που ψηφίζει η Βουλή και οι Μητροπολίτες αυτής ορίζονται με Προεδρικό Διάταγμα, μετά από πρόταση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, αντίθετα, ως Επαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου η Ιερά Μητρόπολη Σύμης, Τήλου, Χάλκης και Καστελόριζου ιδρύθηκε το 2004, με μόνη απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον υπ. αρ. 478/28-4-2004 Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο, όπως επίσης με τον ίδιο τρόπο ορίσθηκε και ο πρώτος Μητροπολίτης αυτής κ.κ. Χρυσόστομος Δημητριάδης.
Για αυτές τις πράξεις, επακολούθησε απλώς η έκδοση σχετικής όχι εγκριτικής, αλλά απλώς διαπιστωτικής αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, της υπ. αρ. 115730/Α1/2011/2004, η οποία και δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β’ 1713), ως στοιχείο ακριβώς και μόνο δημοσιοποιήσεως της ισχύος (νομιμότητα-εκτελεστότητα) της απόφασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
H αναγκαιότητα για τη συγκεκριμένη αναγνώριση προκύπτει διότι και σε εφαρμοστικό επίπεδο πρακτικής καθημερινής συναλλαγής με την ελληνική διοίκηση (Αρμόδιες Δ.Ο.Υ., Υπουργεία Ο.Τ.Α. κ.λπ.), με τον ισχυρισμό ότι απουσιάζουν αναγνωριστικές πράξεις ίδρυσης δημοσιευμένες στο Φ.Ε.Κ. για τα παραπάνω νομικά εκκλησιαστικά πρόσωπα, αυτά αντιμετωπίζονται εν έτη 2017, 70 χρόνια μετά από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στο Ελληνικό Κράτος ως οντότητες «ακαθορίστου» νομικού χαρακτήρα!
Το γεγονός αυτό δημιουργεί σοβαρά λειτουργικά και φορολογικά ιδιαίτερα ζητήματα, με δυσμενέστατες και εξοντωτικές επιπτώσεις, ιδιαιτέρως άνισες όχι μόνο σε σχέση με τα επακριβώς όμοια νομικά πρόσωπα της Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας στην υπόλοιπη χώρα, αλλά και σε σχέση με άλλες θρησκείες και δόγματα, πράγμα που αποτελεί κατάφορη αντισυνταγματική μεταχείριση (Σύνταγμα, άρθρα 4 και 13 παρ. 2).
Πρέπει πλέον αυτούς τους χαλεπούς δημοσιονομικούς καιρούς να καταστεί σαφές στο ευρύ κοινό, πως η εκκλησία για τις όποιες εμπορικές, μισθωτικές κ.λπ. συναλλαγές φορολογείται νομότυπα, ενώ καταβάλλει παράλληλα ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ και σε ορισμένες περιπτώσεις έχει τις φορολογικές ελαφρύνσεις μη κερδοσκοπικών προσώπων.
Ταυτόχρονα, όμως για παράδειγμα η Εκκλησία της Ελλάδος, η ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης αλλά και η Εβραϊκή Κοινότητα ως Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου έχουν και τις αντίστοιχες αυτής της ιδιότητάς τους φοροαπαλλαγές, όπως για παράδειγμα η απαλλαγή από ΕΝΦΙΑ των ακινήτων που τα Ν.Π.Δ.Δ. αποδίδουν στο Δημόσιο ως δωρεάν παραχώρηση χρήσεως. Αυτά τα ακίνητα μάλιστα είναι κατά κανόνα μεγάλες εκτάσεις εντός σχεδίου πόλεως όπου λειτουργούν σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.
Σε αυτά τα ακίνητα λοιπόν τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα της Δωδεκανήσου ως μη Ν.Π.Δ.Δ. κατά τη διοίκηση, δεν απαλλάσσονται από την καταβολή του δυσβάσταχτου πολλές φορές ΕΝΦΙΑ, με αποτέλεσμα να τους βεβαιώνονται ποσά από ανεκμετάλλευτες για αυτά εκτάσεις που αξιοποιούνται από το Δημόσιο, και να περιορίζονται οι υπόλοιπες κοινωφελείς και φιλανθρωπικές δράσεις τους, ώστε να ανταπεξέλθουν στην πληρωμή τους.
Η αντίθετη αυτή ερμηνεία και πρακτική καταστρατηγεί τη φορολογική ισότητα του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος σε σχέση με τα υπόλοιπα Ν.Π.Δ.Δ. της υπόλοιπης ελληνικής επικράτειας. Η κατάφορη και προδήλως αντίθετη εφαρμογή της υπό εξέταση διάταξης, μας οδηγεί στο παράλογο συμπέρασμα ότι άλλα μη θρησκευτικά Ν.Π.Δ.Δ. απαλλάσσονται, ενώ αντίθετα τα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα της Δωδεκανήσου, δεν απαλλάσσονται μόνο και μόνο επειδή χαρακτηρίζονται αποκλειστικά ως θρησκευτικά (έχοντας απαλλαγές μόνο για τις λατρευτικούς χώρους τους, απλώς ως γνωστή θρησκεία).
Παραβλέπεται έτσι η ειδική διάταξη της περίπτωσης δ’ της παραγρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 4223/2013 για τα Ν.Π.Δ.Δ. και καθίσταται με αυτό τον τρόπο κενό γράμμα η δωρεάν παραχώρηση στο Δημόσιο ακινήτων που εξυπηρετούν μάλιστα εκπαιδευτικούς-κοινωφελείς κ.λπ. δημοσίου συμφέροντος σκοπούς.
Με βάση συνεπώς, τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καθώς και της φορολογικής- αναλογικής- ισότητας σε μία ευνομούμενη Πολιτεία, καθίσταται σαφές πως η διοίκηση οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της, με βάση το περί δικαίου αίσθημα και την αναλογικότητα, στο πλαίσιο της αρχής της νομιμότητας της δημόσιας διοίκησης.
Μετά την μακραίωνη λειτουργία και εθνική-πολιτισμική-κοινωνική προσφορά της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας στην παραμεθόρια νησιωτική περιοχή της Δωδεκανήσου, μέσω της εξειδικευμένης -έστω καθυστερημένης- τυπικής αναγνώρισής της ως νομικής προσωπικότητας δημοσίου δικαίου, θα επιτευχθεί η πλήρης αποκατάσταση ενός «δικαϊικού αυτονόητου».
Είναι ξεκάθαρο, ότι οι εν Δωδεκανήσω Εκκλησιαστικές Επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιβάλλεται αυτονόητα, να έχουν την ενδεδειγμένη εκείνη νομική και λειτουργική θωράκιση και ειδική αντιμετώπιση που θα είναι ικανή να κατοχυρώνει προς αυτές το από Σύνταγμα προνόμιο της ομοταξίας, ως αυτοδιοικούμενες δηλαδή, από την Πολιτεία, οντότητες που υπάγονται σε διοικητικό και λειτουργικό καθεστώς συγκροτούμενο από Κανόνες που θεσπίζει η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Επίλογος.
Με όλα τα παραπάνω καθίσταται σαφές, σε γενικότερο πλαίσιο, πως η συζήτηση γύρω από το θέμα της διάκρισης κράτους-εκκλησίας τόσο σε συνταγματικό όσο και σε κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο είναι ένα ευαίσθητο και πολύπλευρο ζήτημα. Η κάθε προσέγγιση έχει διαστάσεις που ακόμα και μια αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να σταθμίσει και να λάβει υπόψη της, τόσο τα όρια στα οποία μπορεί να κινηθεί όσο και τις επιπτώσεις που μπορεί να διαμορφωθούν.
Η Εκκλησία της Ελλάδας, με την κατά το Σύνταγμα σχέση της νόμω κρατούσης πολιτείας και την πολιτειοκρατική δομή από την οποία διέπεται, έχει καταστεί στην ουσία «γρανάζι» του κρατικού μηχανισμού, ώστε μπορεί μεν να φαίνεται ως περισσότερο «παρεμβατική» στο κρατικό γίγνεσθαι, ωστόσο βρίσκεται κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της Πολιτείας με συνεχή αναφορά προς αυτήν.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την άλλη, ως αυτόνομος διεθνούς διάστασης θεσμός που συμβάλλεται συνταγματικά με τη μορφή συμφωνιών-ομοταξίας με το Κράτος, χρήζει λεπτής και ειδικής μεταχείρισης.
Ειδικότερα, στις μέρες μας, λόγω των περίπλοκων διεθνών και διμερών συσχετισμών που έχει να αντιμετωπίσει, πρέπει και του οφείλεται να τύχει στο εσωτερικό της χώρας της δέουσας νομικής συνδρομής και στήριξης για την ανάδειξη του κύρους του, όπως εν προκειμένω ως προς τη δεσμευτικότητα των πράξεών του και τη συναλλαγή του με την ελληνική Πολιτεία, ως ισότιμο συμβαλλόμενο μέρος. Στο πλαίσιο αυτό εξάλλου, εντάσσονται και τα ζητήματα των νομοθετικών και κανονιστικών κενών στις Επαρχίες του στη Δωδεκάνησο.
Σε κάθε περίπτωση, η Εκκλησία ως οργανισμός-θεσμός με επιρροή και αντίκτυπο στον κοινωνικό, πολιτιστικό, εθνικό και οικονομικό ιστό της χώρας, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα σημαντικός παράγοντας που επιβάλλεται να αξιοποιηθεί από την Πολιτεία θετικά, με δυναμικό επανακαθορισμό του σύγχρονου ρόλου της με όρους διαφάνειας, νομιμότητας και χρηστής διοίκησης, όπως επιβάλλει ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, ειδικά σε περιστάσεις δημοσιονομικής και «κοινωνικής» ύφεσης, αποστασιοποιημένα και πέρα από εκάστοτε ιδεολογικές-«εύκολες» προσεγγίσεις αλλά και πελατειακές πρακτικές δεξαμενής ψήφων του κυρίαρχου λαού.
Η εκκλησία θεσμικά και λειτουργικά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συμπληρώσει ή να θεραπεύσει, όπως από πολλούς επιφανειακά υποστηρίζεται, τη συνταγματική επιταγή του κράτους, ως «κοινωνικού κράτους», ούτε μπορεί απλοϊκά να εξισωθεί με μία μη κυβερνητική φιλανθρωπική ένωση.
Απαιτείται ωστόσο, με βάση τις ιστορικές καταβολές της και την αντίστοιχη σύγχρονη νομική θεμελίωση, να διαδραματίσει έναν πολυδιάστατο και αποτελεσματικό ρόλο με αυθύπαρκτη δράση, έχοντας ως άξονα την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου.
Πηγές
[1] Ε. Κωνσταντινιδης, Ιωάννης Καποδίστριας και η εκκλησιαστική του πολιτική, 1977, σελ. 11.
[2] Κ. Παπαγεωργιου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο (Θεωρία-Νομολογία), 2013, σελ. 58.
[3] Ch. Frazee, Ορθόδοξος Εκκλησία και Ελληνική Ανεξαρτησία (1821-1852), σελ. 161, από Κ. Παπαγεωργιου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο (Θεωρία-Νομολογία), 2013, σελ. 59-60.
[4] Θ. Τσιρωνης, Εκκλησία Πολιτευόμενη: O πολιτικός λόγος και ρόλος της Εκκλησίας της Ελλάδος 1913-1941, 2010, σελ. 67-70.
[5] D. Close, Ελλάδα 1945-2004, Πολιτική-Κοινωνία-Οικονομία, 2006, σελ. 336 από Κ. Παπαγεωργίου, Εκκλησιαστικό Δίκαιο (Θεωρία- Νομολογία), 2013, σελ. 65.
[6] Ε. Βενιζελος, Οι Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 16-19.
[7] Μ. Σταθοπουλος, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, 1993, σελ. 12.
[8] Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005, σελ. 817-818, 824-825.
[9] Ε. Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 55.
[10] Π. Δημητροπουλος, Κράτος-Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση, 2001, σελ. 32.
[11] Μ. Σταθοπουλος, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, 1993, σελ. 13.
[12] Ε. Βενιζελος, Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 55.
[13] Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005, σελ. 807 και 816-817.
[14] Α. Δερβιτσιωτης, Το Σύνταγμα της Ελλάδας, 2008, σελ. 2.
[15] Π. Δημητρόπουλος, Κράτος-Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση, 2001, σελ. 66-70, Ε. Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 60.
[16] Π. Δημητρόπουλος, Κράτος-Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση, 2001, σελ. 70, Ε. Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας, 2000, σελ. 60.
[17] Μ. Σταθοπουλος, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, 1993, σελ. 34.
[18] Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005, σελ. 813-815.
[19] Ε. Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 145.
[20] Π. Δημητροπουλος, Κράτος- Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση, 2001, σελ. 72.
[21] Ε. Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 114.
[22] Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, σελ. 336-338.
[23] Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2005, σελ. 819.
[24] Π. Δημητρόπουλος, Κράτος- Εκκλησία: Μια δύσκολη σχέση, 2001, σελ. 72.
[25] Π. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2012, σελ. 316.
[26] Φ. Σπυρόπουλος, Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, in: Η Πρόκληση της Αναθεώρησης του Συντάγματος, Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών, 2013, σελ. 195 επ. (196).
[27] Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.
[28] Μ. Σταθοπουλος, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, 1993, σελ. 51.
[29] Ε. Βενιζελος, Οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 23-26.
[30] Ε. Βενιζέλος, Οι Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, 2000, σελ. 73 και 187.
[31] Γ. Ιατρου, Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην εκκλησιαστική, την ελληνική και τη διεθνή έννομη τάξη, 2010, σελ. 626.
[32] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο-Τεύχος 1ο, 2004, σελ. 51.
[33] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο-Τεύχος 1ο, 2004, σελ. 59.
[34] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο-Τεύχος 1ο, 2004, σελ. 58.
[35] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο-Τεύχος 1ο, 2004, σελ. 49 επ.
[36] Γ. Ιατρού, Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην εκκλησιαστική, την ελληνική και τη διεθνή έννομη τάξη, 2010, σελ. 628.
[37] Κρ. Ιωαννου, Κ. Οικονομιδης, Χρ. Ροζακης, Α. Φατουρος, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 1988, σελ. 97.
[38] Κρ. Ιωαννου, Κ. Οικονομιδης, Χρ. Ροζακης, Α. Φατουρος, Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, 1988, σελ. 99.
[39] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο-Τεύχος 1ο, 2004, σελ. 58-63.
[40] Μ. Βαλάκου-Θεοδωρούδη, Το Νομικό περίγραμμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα πλαίσια της Διεθνούς Κοινότητας, 2001, σελ. 29 και 97.
[41] Ε. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο- Τεύχος 1ο, 2004, σελ. 125-145.
[42] Μ. Βαλάκου-Θεοδωρούδη, Το Νομικό περίγραμμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα πλαίσια της Διεθνούς Κοινότητας, 2001, σελ. 94.
[43] Γ. Ιατρου, Η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην εκκλησιαστική, την ελληνική και τη διεθνή έννομη τάξη, 2010, σελ. 631.
[44] Μ. Βαλακου- Θεοδωρουδη, Το Νομικό περίγραμμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα πλαίσια της Διεθνούς Κοινότητας, 2001, σελ. 354.
[45] Φ. Μάλαμας, Φορολογία Νομικών Προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, 2012, σελ. 60.
[46] Κ. Παπαγεωργίου, Το Φορολογικό Καθεστώς των Θρησκευμάτων, 2005, σελ. 74-75.
[47] Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ.
[48] Μ. Σταθόπουλος, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, 1993, σελ. 28, Π. Νικολόπουλος, Χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας; Νομικοί προβληματισμοί και προτάσεις, 2006, σελ. 19.
[49] Ι. Κονιδαρης, Ιδιαίτερα Εκκλησιαστικά Καθεστώτα στην Ελληνική Επικράτεια, 2012, σελ. 51-52.
[50] Φ. Μάλαμας, Φορολογία Νομικών Προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, 2012, σελ. 59-61.
[51] Π. Καλλιγάς, Σύστημα Ρωμαϊκού Δικαίου, τ. Α΄, 1858, σελ. 201, Γ. Μομφεράτος, Γενικαί Ἀρχαί 1914, παρ. 72, σελ. 207, σημ. 6 και σελ. 208 σημ. 5 , Γνμδ. 142/1979 Ολομ. Ν.Σ.Κ.
[52] Γνμδ. 142/1979 Ολομ. Ν.Σ.Κ αναφορά σε Θεοτοκά, Νομολογία Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, 1897, σελ. 26.
[53] Codice Civile commentario 1940 A, 114-115 από Γνμδ. 142/1979 Ολομ. Ν.Σ.Κ.
[54] Συντ. 1952 αρ. 1, Σύντ. 1975 αρ. 3 παρ. 1 και 2, Ν.Δ. 126/1969 άρ. 1, Ν. 590/1977 αρ. 1 παρ. 5.
Βιογραφικό
Ο Μιχάλης Θ. Παπαγεωργίου είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ της Νομικής Αθηνών και VScholar/VResearch Fellow στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (Faculty of Law/ Wolfson College).
Διατηρεί δικηγορικό γραφείο στη Ρόδο με παρουσία στα Διοικητικά Δικαστήρια της Αθήνας και Πειραιά καθώς και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο.
Το επιστημονικό του ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη σύγχρονη λειτουργία του Συνταγματισμού, στα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο Διοικητικό, στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και στο Δίκαιο Περιβάλλοντος.
Κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών στη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης (Δ.Π.Θ.) έχει λάβει τρία βραβεία Επίδοσης Πρωτεύσαντα από το Ι.Κ.Υ.., είναι κάτοχος Μ.Δ.Ε. (LLM) στο Δημόσιο Δίκαιο και την Πολιτική Επιστήμη (Άριστα).