Το landmark Άγιος Νικόλαος: Το χτισμένο στα βράχια εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στην πλευρά του Λαιμού που κοιτάει τον κόλπο της Βουλιαγμένης.
Τι σου φωνάζει: Ότι σε αυτόν τον τόπο υπάρχουν κρυμμένοι μικροί θησαυροί ακριβώς σαν αυτό το εκκλησάκι. Το οποίο κανείς δεν θα γνώριζε αν δίπλα του δεν υπήρχε ένα εξαιρετικό μέρος για κολύμπι στα δροσερά νερά της Βουλιαγμένης, μακριά από την πολυκοσμία που κατακλύζει τα καλοκαίρια την πλαζ. Σου φωνάζει ότι με θέα τη θάλασσα ο Νότιος μπορεί να δημιουργήσει μικρά αριστουργήματα.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Γιατί θα το κληρονομήσουμε στα παιδιά μας: Γιατί η ιστορία αναφέρει ότι αυτό το εκκλησάκι το έχτισε ένας ψαράς, ο οποίος πήγαινε κάθε πρωί με το καΐκι του τα υλικά, ώστε να χτιστεί μετά από χρόνια αυτό το έργο τέχνης. Γιατί είναι ένα καλά κρυμμένο μυστικό για τους κατοίκους της περιοχής. Και γιατί όσο όμορφοι και να είναι οι υπόλοιποι ναοί που έχουν χτιστεί στα μέρη μας, κανένας δεν είναι τόσο κοντά στη θάλασσα, σε κανέναν δεν πηγαίνεις απλά για να ξεχαστείς (ή να προσευχηθείς) όπως πας στον Άγιο Νικόλαο.
Ι.Ν. Αγίου Νικολάου
Δίπλα στο ναυτικό όμιλο Βουλιαγμένης, σε μια πλαγιά του λαιμού βρίσκεται κρυμμένο το εντυπωσιακό εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Το μικρό ξωκλήσι επάνω στα βράχια, χτίστηκε το 1947 από τον γλύπτη Νικόλαο Ξένο ο οποίος μετέφερε με το καΐκι του κάθε πρωί τα υλικά ώστε να χτιστεί αυτό το πανέμορφο ξωκλήσι. Η αποπεράτωση της κατασκευής διήρκεσε πολλά χρόνια σύμφωνα με αναφορές κατοίκων της περιοχής. Ο ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης εργάστηκε μεθοδικά και αδιάκοπα για να μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο του.
Το ξωκλήσι είναι λαξεμένο στην πέτρα με προσθήκες από βότσαλα, μάρμαρο και άλλα υλικά. Στο μικρό εσωτερικό χώρο που έχει δημιουργηθεί από το βράχο και πέτρες έχει τοποθετηθεί πλήθος εικόνων καθώς και άλλα θρησκευτικά αντικείμενα. Σε μαρμάρινη πόρτα δίπλα στη μικρή πορτούλα υπάρχει επιγραφή όπου αναγράφεται: «Άγιος Νικόλαος. Κτήτωρ Νικ. Ξένος ζωγράφος γλύπτης 1947». Στα τέσσερα σημεία της κατασκευής υπάρχουν μαρμάρινες επιγραφές, το περιεχόμενο των οποίων φωτίζει την προσωπικότητα του καλλιτέχνη και τη φιλοσοφία που ήθελε να προβάλλει από το έργο του: «Η εργασία είναι προσευχή», «Η εργασία και η αγάπη προς τον πλησίον είναι το κήρυγμα του Χριστού», «Εις την αργία υπάρχει διαρκής απογοήτευσις» και «Μηδέν το κέρδος του μίσους και της αποκτήσεως, τα πάντα ματαιότης».
Ο «επίσημος» ιστορικός της Βουλιαγμένης, ο Δημήτριος Κουτσογιάννης στο βιβλίο του Παληά Βουλιαγμένη (εκδόθηκε το 1984), τοποθετεί το έργο αρκετά αόριστα στη δεκαετία 1950-60.
Γράφει συγκεκριμένα: «Υπήρξε ένας ζωγράφος αττικογράφος, καλλιτέχνης γενικότερα, που αφιέρωσε χρόνια και χρόνια της ζωής του απασχολούμενος χειμώνα καλοκαίρι για να δημιουργήσει ένα σύμπλεγμα κατασκευών και διαρρυθμίσεων σε μια παραθαλάσσια βραχώδη παραλία του Μικρού Καβουρίου […] Αποτελεί μια απόδειξη της επιμονής και υπομονής ενός καλλιτέχνη που χρόνια ολόκληρα διέθεσε για να μετασχηματίσει το άγριο αυτό μέρος σε ένα ήμερο αλλά τελείως ασυνήθιστο κατασκεύασμα».
Για να φτάσει κάποιος στο όμορφο ξωκλήσι θα πρέπει να ακολουθήσει το μονοπάτι που καταλήγει στην αυλή εκεί που σκάει το κύμα.