Μετά τη σούπερ Τρίτη (super Tuesday) οι δύο τάσεις των ψηφοφόρων του Κόμματος βρίσκονται αντιμέτωπες πριν το δραματικό φίνις.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Μπάιντεν ή Σάντερς; Κέντρο ή αριστερά; Το ζήτημα είναι ποιος μπορεί να νικήσει τον Τραμπ.
Για το Δημοκρατικό Κόμμα, η φετινή super Tuesday στάθηκε αδιαμφισβήτητα επάξια του ονόματός της. Μετριοπαθείς, σοσιαλδημοκράτες και λοιποί στράφηκαν στις δεκατέσσερις πολιτειακές κάλπες ώστε να εκφράσουν την προτίμηση σε έναν από τους εναπομείναντες υποψηφίους, με τον πρώην Αντιπρόεδρο και μέχρι προσφάτως σχεδόν ξεγραμμένο πολιτικά, Τζο Μπάιντεν, να αναδεικνύεται ξεκάθαρος νικητής.
Αντίθετα, ο πρώην πλέον επικεφαλής της κούρσας, Μπέρνι Σάντερς, όχι μόνο δεν κατάφερε να φέρει τα ποσοστά που θα τον έθεταν ακλόνητο φαβορί για το χρίσμα, αλλά είδε τη φόρα του να ανακόπτεται σημαντικά, ακόμα κι αν κατόρθωσε να κερδίσει άνετα στην Καλιφόρνια, την πλουσιότερη πολιτεία σε αριθμό εκλεκτόρων.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους διεκδικητές, Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μάικλ Μπλούμπεργκ, η super Tuesday μάλλον έφερε το τέλος στις Προεδρικές τους φιλοδοξίες. Η προσοχή πλέον στρέφεται στην υπαρξιακή μάχη που δίνει το Δημοκρατικό Κόμμα. Ας το δούμε λίγο πιο αναλυτικά.
Η φετινή super Tuesday σε αριθμούς
Ο μετριοπαθής Τζο Μπάιντεν μπήκε στη μάχη των δεκατεσσάρων πολιτειών έχοντας κερδίσει μόνο τη Νότια Καρολίνα, ενώ πολλοί αναλυτές αναρωτιόνταν πόσο θα αργούσε η ημερομηνία λήξης της εκστρατείας του. Όμως, κάνοντας μια ιστορική ανατροπή —ως άλλο comeback kid όπως αυτοχαρακτηριζόταν ο Μπιλ Κλίντον το 1992— ο Μπάιντεν νίκησε σε εννιά πολιτείες, ενώ κατέκτησε τη δεύτερη θέση σε όλες τις υπόλοιπες πλην της μικρής εκλεκτορικά Γιούτα.
Το σημαντικότερο για τον Μπάιντεν είναι πως επικράτησε σε γεωγραφικά και δημογραφικά ανομοιογενείς πολιτείες, δημιουργώντας ένα εθνικό μομέντουμ. Ενδεικτικά, ο Μπάιντεν σάρωσε στο Νότο, συμπεριλαμβανομένου του τερατώδους εκλεκτορικά και πληθυσμιακά Τέξας, αλλά κέρδισε παράλληλα στις μεσοπολιτείες όπως επίσης και σε όλες τις πολιτείες της Νέας Αγγλίας στη Βορειοανατολική ακτή της χώρας, πλην του Βερμόντ, όπου εδρεύει ο Μπέρνι Σάντερς—αλλά και όπου κατάφερε να περάσει το όριο του 15% και να του πάρει μερικούς εκλέκτορες.
Αντίθετα, ο Σάντερς θριάμβευσε στη Δύση. Πέραν την «προοδευτικής» Καλιφόρνια, ο σοσιαλδημοκράτης Γερουσιαστής κέρδισε το Κολοράντο και τη Γιούτα. Κι αν ο Σάντερς δεν υπολόγιζε ιδιαίτερα στον ούτως ή άλλως «συντηρητικό» Νότο, η αδυναμία του να επικρατήσει στην Ανατολή, όπου οι Δημοκρατικοί είναι παραδοσιακά πανίσχυροι, καθορίζει ουσιαστικά την ήττα του σε αυτή την αναμέτρηση.
Ουσιαστικά, η super Tuesday επιβεβαίωσε την εκτίμηση που είχαν κάνει οι περισσότεροι αναλυτές, πριν καν ξεκινήσει η κούρσα, σύμφωνα με την οποία ο κεντρώος Μπάιντεν μπορεί να «μιλήσει» πολύ πιο εύκολα στους μετριοπαθείς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους που αποτελούν την πλειοψηφία στις περισσότερες πολιτείες πλην της Δύσης.
Τα τελευταία αποτελέσματα όχι μόνο επιβεβαιώνουν αυτή την τάση, αλλά ενισχύουν και το αφήγημα του Μπάιντεν πως μόνο εκείνος μπορεί να κερδίσει τον Τραμπ, καθώς είναι πολύ πιο ικανός να κερδίσει και τους αναποφάσιστους Ρεπουμπλικάνους, οι οποίοι ενώ μεν δεν ταυτίζονται με τον νυν Πρόεδρο, θα δυσκολευόντουσαν πάρα πολύ να ψηφίσουν τον Σάντερς, ο οποίος δε λέει να σταματήσει να χρησιμοποιεί ιδεολογικά υπερφορτισμένες λέξεις όπως «επανάσταση» και «σοσιαλισμός.»
Το «τέλος» των υπόλοιπων υποψηφιοτήτων
Είναι δύσκολο να επιλέξει κανείς ποιος εκ των Ελίζαμπεθ Γουόρεν και Μάικλ Μπλούμπεργκ απέτυχε περισσότερο στη super Tuesday. Η Γουόρεν δεν κατόρθωσε να κερδίσει ούτε τη «δικιά της» Μασαχουσέτη την οποία εκπροσωπεί για χρόνια στη Γερουσία, ενώ ο Μπλούμπεργκ —ο οποίος επένδυσε περίπου εξακόσια εκατομμύρια δολάρια— επικράτησε μόνο στην Αμερικανική Σαμόα, μια πολιτεία που δίνει μόνο 4 εκλέκτορες, συγκεντρώνοντας επίσης άλλους 40 εδώ κι εκεί.
Το απόγευμα της Τετάρτης, ο πρώην Δήμαρχος της Νέας Υόρκης αναγνώρισε την προσωπική του συντριβή και έδωσε τέλος στην προεκλογική του εκστρατεία, στηρίζοντας για τη συνέχεια τον Μπάιντεν, με τον οποίο άλλωστε διεκδικούσαν τον ίδιο πολιτικό χώρο. Είναι μάλλον θέμα χρόνου για τη Γουόρεν να παραιτηθεί επίσης, καθώς έχοντας κερδίσει μόνο 50 εκλέκτορες μέχρι σήμερα, δεν έχει ουσιαστική πιθανότητα να επικρατήσει. Υπενθυμίζουμε πως ο μαγικός αριθμός για τη νίκη είναι οι 1991 εκλέκτορες, με τον Μπάιντεν αυτή τη στιγμή να έχει 453 και τον Σάντερς 382.
Πέραν όμως από τους αριθμούς, πώς ακριβώς συνέβη αυτή η ανατροπή;
Η αντεπίθεση του μεσαίου χώρου.
Από τη μια άκρη των ΗΠΑ ως την άλλη, οι μετριοπαθείς ψηφοφόροι εξέφρασαν ξεκάθαρα την προτίμηση τους στο πρόσωπο του Μπάιντεν έναντι του παθιασμένου μεν αλλά έντονα διχαστικού Σάντερς. Ο λόγος όμως για τον οποίο η επιστροφή του Μπάιντεν κατέστη δυνατή ήταν η πρόωρη αποχώρηση από την κούρσα των επίσης κεντρώων Πιτ Μπούτιτζατζ και Άμι Κλομπουσάρ.
Τόσο ο πρώην Δήμαρχος του Σάουθ Μπέντ όσο και η Γερουσιαστής από τη Μινεσότα έπαιζαν στο ίδιο γήπεδο με τον Μπάιντεν, κόβοντας του ψήφους, αφήνοντας τον Σάντερς προ κενής εστίας. Όμως, το εντυπωσιακό στοιχείο είναι πως και οι δύο ανταγωνίζονταν τον Μπάιντεν στα ίσια, με τον Μπούτιτζατζ μάλιστα να κερδίζει την Αϊόβα και να χάνει οριακά στο Νιού Χάμσαϊρ, τη στιγμή που ο Μπάιντεν περιοριζόταν σε πέμπτο-έκτες θέσεις. Ακόμα κι αν οι Μπούτιτζατζ και Κλομπουσάρ δεν είχαν καθαρές ελπίδες για τη νίκη, η λογική θα επέτασσε να κατέβουν στη super Tuesday και ν’ αποχωρήσουν από την κούρσα μετά το πέρας της, όπως έκανε ο Μπλούμπεργκ.
Η απόφαση των δύο πρώην υποψηφίων να λήξουν πρόωρα τις εκστρατείες τους και να στηρίξουν δημόσια τον Μπάιντεν δε μπορεί παρά να θεωρηθεί ως πλήρης ταύτιση των εκφραστών του μεσαίου χώρου στην πεποίθηση πως ο Μπέρνι Σάντερς και δε μπορεί —αλλά κυρίως δεν πρέπει— να είναι εκείνος ο υποψήφιος των Δημοκρατικών το 2020, κάτι που αποδεδειγμένα πλέον συμμερίζονται πάρα πολλοί Δημοκρατικοί ψηφοφόροι.
Έχει δίκιο ο Μπέρνι όταν δηλώνει πως οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι συνασπίζονται εναντίον του; Ναι, ξεκάθαρα. Είναι όμως εκείνος ο αδικημένος των εσωκομματικών ισορροπιών; Μάλλον όχι. Πέραν του βάσιμου επιχειρήματος πως ο Μπάιντεν θα πάει πολύ καλύτερα με τους πολυπληθείς μετριοπαθείς αλλά και τους έγχρωμους—και μαζικά Δημοκρατικούς—ψηφοφόρους όπου είναι πανίσχυρος, ο Σάντερς έχει διαπράξει το μοιραίο λάθος να κηρύξει τον πόλεμο στο «Δημοκρατικό κατεστημένο», συσπειρώνοντας μεν το δικό του ακροατήριο— ή «κίνημα» όπως λατρεύει να το αποκαλεί —αποθαρρύνοντας όμως όλους τους υπόλοιπους να δουλέψουν μαζί του ή έστω να μην εναντιωθούν στην υποψηφιότητα του. Μάλιστα, η επιθετικότητα του λόγου του έναντι του «Δημοκρατικού κατεστημένου» μπορεί συχνά να συγκριθεί με εκείνη που χαρακτηρίζει τη ρητορική του απέναντι στον Τραμπ.
Είναι λοιπόν εύλογο —και όχι κατακριτέο— ότι οι κομματικοί μηχανισμοί θα προτιμήσουν έναν υποψήφιο-τοτέμ για τους Δημοκρατικούς που μπορεί να κυριαρχήσει στον χώρο του κέντρου έναντί ενός υπερβολικά αριστερού και ίσως κουραστικά ιδεαλιστή Γερουσιαστή. Όχι μόνο επειδή παραδοσιακά εκεί κρίνονται οι εκλογές, αλλά και επειδή ένας Πρόεδρος με αυτό το πολιτικό προφίλ θα μπορέσει να δουλέψει καλύτερα τόσο εσωκομματικά όσο και διακομματικά με τη Γερουσία και το Κογκρέσο.
Η κομματική ανεξαρτησία στη Γερουσία, για την οποία ο Σάντερς δίκαια είναι περήφανος, έρχεται με κάποιο κόστος, το οποίο ίσως αποδειχθεί ανυπολόγιστο για τον ίδιο, όπως και το 2016. Προφανώς επίσης θα παιχτούν εσωκομματικά παιχνίδια και συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες, αλλά “this is politics” όπως λένε και ο Σάντερς θα έπρεπε να το ξέρει καλύτερα απ’ όλους μετά από τόσα χρόνια στην Ουάσιγκτον.
Όμως και ιδεολογικά μιλώντας, ο Μπάιντεν αποτελεί μια υποψηφιότητα με λιγότερες γωνίες για την πλειοψηφία σε σχέση με τον Σάντερς. Ενδεικτικά, αν και ο Σάντερς καυτηρίασε τις πρακτικές του καθεστώτος Κάστρο σε πρόσφατη ερώτηση, αρνήθηκε να το καταδικάσει πλήρως, αναφερόμενος σε «κοινωνικές» πτυχές του.
Σε περίπτωση που πάρει το χρίσμα, αυτή και μόνο η ιδεολογική του ακροβασία θα χρησιμοποιηθεί από τον Τραμπ κατά κόρον στη Φλόριντα —την «πατρίδα» των Κουβανό-Αμερικανών— η οποία αποτελεί και την πιο ξακουστή «μεταβαλλόμενη» πολιτεία και που συχνά-πυκνά καθορίζει τον ένοικο του Λευκού Οίκου. Άλλωστε, ο Τραμπ γνωρίζει πως ο Σάντερς θεωρητικά θα αποτελέσει ευκολότερο αντίπαλο, καθώς θα του αρκέσει να τον αποκαλέσει «ακραίο σοσιαλιστή» για να του κόψει τις πρώτες μονάδες στη μεταξύ τους διαφορά.
Μάλιστα, ο Τραμπ δε διστάζει να τουιτάρει υπέρ του Μπέρνι, όπως έκανε και στον απόηχο της super Tuesday, καταδικάζοντας κι εκείνος το «Δημοκρατικό Κατεστημένο» αλλά και την Ελίζαμπεθ Γουόρεν, γράφοντας πως η υποψηφιότητα της κόβει ψήφους από τον Σάντερς. Τροφή για σκέψη, θα έλεγε κανείς.
Η επόμενη μέρα της κούρσας
Η πραγματικότητα έχει την τάση να είναι αδυσώπητη και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι παράμετροι της είναι ξεκάθαρες. Οι εκλογές δεν πρόκειται να κερδηθούν ούτε στην Καλιφόρνια και τη Μασαχουσέτη, ούτε στην Αλαμπάμα και τη Βόρεια Ντακότα. Για όσο ακόμα θα υπάρχει το Κολέγιο των Εκλεκτόρων, οι Αμερικανικές εκλογές θα κρίνονται από τις λίγες εκείνες πολιτείες όπου η ισορροπία ανάμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους θα μεταβάλλεται ανά τετραετία, κυρίως επειδή στις εν λόγω πολιτείες κατοικούν μετριοπαθείς ψηφοφόροι που ανήκουν στην ευρύτερη «μεσαία» αμερικάνικη τάξη.
Σε πολιτείες όπως το Οχάιο, η Φλόριντα, η Πενσυλβάνια, το Γουϊσκόνσιν και το Μίσιγκαν ένας μετριοπαθής υποψήφιος δε μπορεί παρά να έχει —στα χαρτιά τουλάχιστον— μεγαλύτερη τύχη απέναντι στον ήδη πολωτικό Ντόναλντ Τραμπ έναντι ενός «αριστερού» υποψηφίου.
Επίσης, οι Αμερικάνοι ψηφίζουν με βασικό γνώμονα την πορεία της οικονομίας, η οποία μπορεί να μη βρίσκεται στην καλύτερη φάση της ιστορίας της όπως υποστηρίζει ο νυν Πρόεδρος —καθώς είναι μάλλον αδύνατον να αγνοήσει κανείς την αύξηση του εθνικού χρέους που ανέρχεται στα 23 τρισεκατομμύρια δολάρια— σίγουρα όμως βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα κάνει τα πάντα για να εκμεταλλευτεί αυτή την πραγματικότητα, ακόμα κι αν παραμένει ανοιχτό πόσο την έχει καθορίσει ο ίδιος. Σίγουρα όμως, το πρώτο που θα ήθελε είναι έναν αντίπαλο να τάσσεται υπέρ ενός διαφορετικού οικονομικού μοντέλου, εμπνευσμένο από κάποια άγνωστα στους περισσότερους ευρωπαϊκά κράτη, χωρίς μάλιστα να δίνει και τις πιο ξεκάθαρες μακροοικονομικές απαντήσεις —διατηρώντας όμως μια οξύτατη ρητορική εναντίον σχεδόν όλων.
Για τους Δημοκρατικούς είναι πλέον μια κούρσα για δύο, ξεκινώντας ξανά στις 10/3. Ένας μετριοπαθής ετών 77 και ένας σοσιαλδημοκράτης ετών 78, εκφραστές δύο συγγενών μεν αλλά διαφορετικών ιδεολογικών κόσμων, καλούνται να αναμετρηθούν ως προς το ποιος θα δώσει στο Δημοκρατικό κόμμα όχι μόνο το αφήγημα των εκλογών του 2020 αλλά και των επόμενων ετών. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα της κούρσας για το Δημοκρατικό Κόμμα.
To άρθρο είναι του Άγη Παπαγεωργίου και το διαβάσαμε στην Athens Voice