
Το κράτος είναι η βασική πολιτειακή οντότητα, εντός της οποίας εμφανίστηκε ιστορικά το πολιτικό κίνημα
του συνταγματισμού. Το κίνημα αυτό είχε ως αίτημα τον περιορισμό και δημοκρατικό έλεγχο της πολιτικής
εξουσίας και απαύγασμά του τη θέσπιση Συντάγματος.
Κεντρική στο σχήμα αυτό είναι και η έννοια της «κυριαρχίας», καθώς αυτή λογίζεται ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του κράτους, ως πολιτειακής οντότητας της νεωτερικής εποχής.
Το χαρακτηριστικό της «κυριαρχίας» που αποδίδεται στο κράτος διαφοροποιεί το τελευταίο από άλλες πολιτειακές ή πολιτικές συσσωματώσεις ή διοικητικές μονάδες.
Το Σύνταγμα έρχεται ιστορικά να τιθασεύσει την απόλυτη κυριαρχία του κράτους, τόσο προς τα έξω,
στη σχέση του με άλλα κράτη (οπότε μιλούμε για εξωτερική κυριαρχία), όσο και προς τα μέσα, απέναντι
στους πολίτες του (εσωτερική κυριαρχία), και να το μετατρέψει σε «συνταγματικό κράτος».
Έτσι, κράτoς και
κυριαρχία νοούνται ως οι βασικές έννοιες που διαπλέκονται με εκείνη του Συντάγματος. Επί της ουσίας, είναι
οι δύο κύριες έννοιες, τις οποίες το Σύνταγμα επιχειρεί να ρυθμίσει και να μεταρρυθμίσει προσδίδοντάς τους
νόημα διαφορετικό από αυτό που είχαν μέχρι την εμφάνισή του.
Έτσι, η σχέση μεταξύ Κράτους και
Συντάγματος είναι διαλεκτική: αφενός το κράτος υπήρξε ιστορικά το πολιτειακό κέλυφος, εντός του οποίου
εμφανίστηκε και υιοθετήθηκε το Σύνταγμα, αφετέρου το τελευταίο μετασχημάτισε το κράτος από
απολυταρχικό σε συνταγματικό, την κυριαρχία από απόλυτη σε περιορισμένη και την εξουσία από ανέλεγκτη
σε κανονιστικά οριοθετημένη και ορθολογικά δομημένη.
Διαβάστε επίσης : Μεγάλη Βρετανία – Ηνωμένο Βασίλειο – Αγγλία | Ποιες οι διαφορές

Κράτος και πολιτεία: δύο τεμνόμενες έννοιες
Εκκινώντας από την έννοια του κράτους, θα επιχειρήσουμε να ορίσουμε τι συνιστά κράτος και να δώσουμε
έναν ορισμό του. Ετυμολογικά, η λέξη «κράτος» προέρχεται από το ρήμα «κρατέω» (ή «κρατύνω») που
σημαίνει εξουσιάζω. Αν και στη λέξη «κράτος» αποδίδονται, ανάλογα με τα συμφραζόμενα, πολλά και
διαφορετικά νοήματα, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια, ο πυρήνας της έννοιας «κράτος» συνίσταται στην
ασκούμενη πρωτογενή εξουσία.
Κράτος = μια απρόσωπη και αυτοδύναμη μορφή εξουσίας που ασκείται σε καθορισμένη χώρα.
Η εξουσία αυτή νοείται ως πρωτογενής, δηλαδή μη προερχόμενη ή παραγόμενη από κάπου αλλού, και
ονομάζεται «κυριαρχία», για να διαφοροποιείται από την εξουσία που ασκείται από άλλους θεσμούς ή
πρόσωπα. Για παράδειγμα, οι οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ, δηλαδή Δήμοι, Περιφέρειες) ή η
Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλοι διεθνείς οργανισμοί ασκούν και αυτοί εξουσία, αλλά αυτή είναι παράγωγη,
καθώς τους δίδεται, παραχωρείται, από το κράτος.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς σε τι διαφοροποιείται το «κράτoς» από την «Πολιτεία».
Σύμφωνα με τον Τσάτσο, στην έννοια της «Πολιτείας» αποτυπώνεται η διαλεκτική σχέση μεταξύ του
κρατικού και του κοινωνικού φαινομένου, δηλαδή της κοινωνία.
Η έννοια «Πολιτεία»:
- • εκφράζει τόσο το εξουσιαστικό όσο και το κοινωνικό φαινόμενο στην κάθε φορα συγκεκριμένη σχέση τους (Τσάτσος),
- συνιστά εξιδανικευμένη μορφή πολιτικής κοινωνίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη του κοινού καλού ανεξάρτητα από τις σχέσεις εξουσίασης και καταναγκασμού πουη ίδια εμπεριέχει.
Η βασική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο εννοιών (κράτος – πολιτεία) συνίσταται στο ότι η Πολιτεία
αναφέρεται στην κοινή συμβίωση των πολιτών που διέπεται από το δίκαιο και εμφανίζει κάποια ενοποιητικά
χαρακτηριστικά, χωρίς να δίδεται η έμφαση στο εξουσιαστικό φαινόμενο. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η
επιδίωξη του κοινού καλού, ανεξάρτητα από τις σχέσεις εξουσίας και τους καταναγκασμούς που η ίδια η
έννοια εμπεριέχει και, κατά τους επικριτές της, συσκοτίζει.
Στο ελληνικό Σύνταγμα οι δύο όροι «κράτος» και «πολιτεία» χρησιμοποιούνται σχεδόν εναλλακτικά, αλλά ο
όρος «κράτος» χρησιμοποιείται 65 φορές, ενώ ο όρος «Πολιτεία» μόνον επτά, χωρίς να προσδιορίζεται η
ειδικότερη διάκρισή τους. Εξάλλου και ο όρος «κράτος» προσλαμβάνει διαφορετικές σημασίες.
Τα συστατικά στοιχεία του κράτους
Η πρωτογενής εξουσία του κράτους ασκείται εντός ή επί μίας καθορισμένης χώρας, της επικράτειας, και ενός
συνόλου ανθρώπων που διαβιούν εντός αυτής. Κάποιοι από τους κατοίκους αυτούς ενώνονται με το κράτος
με νομικό δεσμό που ονομάζεται ιθαγένεια ή υπηκοότητα ή πολιτότητα (ιδιότητα του πολίτη), και
συγκροτούν το λαό του κράτους.
Συνεπώς, τα στοιχεία του κράτους είναι: η κυριαρχία, η επικράτεια και ο λαός
Σύμφωνα με τον νομικό ορισμό του γερμανού δημοσιολόγου Georg Jellinek (Γιέλινεκ), που είναι πλέον
κλασικός στη διδασκαλία του συνταγματικού δικαίου:
Κράτος είναι το με πρωτογενή εξουσιαστική ισχύ εξοπλισμένο νομικό πρόσωπο ενός λαού, ο οποίος
είναι εγκατεστημένος σε ορισμένη χώρα.
Στον εν λόγω ορισμό παρατηρείται ότι ο λαός προσωποποιείται ως ένα ενιαίο και μοναδικό πρόσωπο, αποκτά
νομική προσωπικότητα . Το κράτος, λοιπόν, γίνεται υποκείμενο και συνδέεται με το
δίκαιο, ενώ, επιπλέον, σύμφωνα με τον ορισμό φαίνεται να έχει τρία κυρίαρχα χαρακτηριστικά: την
πρωτογενή εξουσία (κυριαρχία), τον λαό και την επικράτεια.
Κατάλογος χωρών με περιορισμένη αναγνώριση
Ένας αριθμός γεωπολιτικών οντοτήτων έχουν ανακηρυχτεί σε κράτος και έχουν επιχειρήσει de jure αναγνώριση ως κυρίαρχα κράτη, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας. Στο παρελθόν, έχουν υπάρξει παρόμοιες οντότητες, και σήμερα υπάρχουν οντότητες που διεκδικούν ανεξαρτησία, συχνά ελέγχοντας de facto τα εδάφη που διεκδικούν, με αναγνώριση από εντελώς μηδέν, μέχρι πλήρη αναγνώριση από όλα τα κράτη.

Υπάρχουν δύο παραδοσιακά δόγματα που παρέχουν κριτήρια για το πότε ένα de jure κυρίαρχο κράτος θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως μέλος της διεθνούς κοινότητας. Η θεωρία της ανακήρυξης (declarative theory ) ορίζει ότι ένα κράτος ως πρόσωπο του διεθνούς δικαίου αν πληροί τα παρακάτω κριτήρια: 1. προσδιορισμένη επικράτεια 2. μόνιμο πληθυσμό 3. κυβέρνηση 4. δυνατότητα να συνάψει σχέσεις με άλλα κράτη.
Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η κρατική οντότητα είναι ανεξάρτητη από την αναγνώριση από τα άλλα κράτη. Σε αντίθεση, η θεωρία της σύστασης (constitutive theory) ορίζει ένα κράτος ως μέλος της διεθνούς κοινότητας αν αναγνωρίζεται ως τέτοιο από ένα άλλο κράτος που είναι ήδη μέλος της διεθνούς κοινότητας.
Αρκετές οντότητες επικαλούνται κάποια από ή και τις δύο θεωρίες για να νομιμοποιήσουνε την διεκδίκησή τους ως κράτη. Υπάρχουν για παράδειγμα οντότητες που έχουν τα κριτήρια της θεωρίας της ανακήρυξης (με de facto πλήρη ή μερικό έλεγχο της περιοχής που διεκδικούν, κυβέρνηση και μόνιμο πληθυσμό), αλλά δεν έχουν αναγνωριστεί από κάποιο ή περισσότερα κράτη.
Η μη αναγνώριση είναι συχνά αποτέλεσμα διαμάχης με άλλες χώρες, οι οποίες διεκδικούν τις οντότητες που θέλουν να γίνουν κράτος ως αναπόσπαστο μέρος της επικράτειάς τους. Σε άλλες περιπτώσεις, δύο ή περισσότερες μερικώς αναγνωρισμένες οντότητες μπορεί να διεκδικούν την ίδια εδαφική περιοχή, με την κάθε μία από αυτές να έχει τον de facto έλεγχο ενός μέρους από αυτήν την περιοχή (όπως οι περιπτώσεις της Ταϊβάν και της Κίνας, και της Βόρειας και Νότιας Κορέας). Οντότητες που αναγνωρίζονται ως κράτη από μόνο κάποια κράτη, συνήθως αναφέρουν τη θεωρία της ανακήρυξης για να νομιμοποιήσουν την διεκδίκησή τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, η μη διεθνής αναγνώριση επηρεάζεται από την παρουσία ξένων στρατευμάτων στην περιοχή του επίδοξου κράτους, έτσι ώστε να κάνει προβληματική την de facto περιγραφή του στάτους. Η διεθνής κοινότητα μπορεί να κρίνει ότι αυτή η στρατιωτική παρουσία περιορίζει την οντότητα σε κράτος- “μαριονέτα”, με τον πραγματικό έλεγχο της κυριαρχίας να είναι στα χέρια της ξένης δύναμης.
Ιστορικά παραδείγματα αυτής της περίπτωσης είναι το «Κράτος της Μαντζουρίας», κράτος- “μαριονέτα” της Ιαπωνίας, ή τα δημιουργημένα από την Γερμανία κράτη της Σλοβακικής Δημοκρατίας (1939-1945), και του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας. Επίσης, το 1996 στην υπόθεση Λοϊζίδου εναντίον Τουρκίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι η Τουρκία έχει ασκήσει εξουσία στην περιοχή της Βόρειας Κύπρου.
Υπάρχουν επίσης οντότητες οι οποίες δεν ελέγχουν καμία επικράτεια ούτε πληρούν αναμφισβήτητα τα κριτήρια της θεωρίας της ανακήρυξης, αλλά έχουν αναγνωριστεί de jure σαν κυρίαρχες οντότητες από τουλάχιστον ένα κράτος. Ιστορικά παραδείγματα αυτού είναι η περίπτωση της Αγίας Έδρας για την περίοδο 1870–1929, και της Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας κατά την περίοδο της Σοβιετικής προσάρτηση