Πρώτοι οι Βρετανοί “εξάδελφοι”. Κατόπιν οι λοιποί εταίροι της “συλλογικής Δύσης”, με τη σύνοδο Κορυφής της G7 στην Κορνουάλη. Ακολούθως οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ και οι ιθύνοντες της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες. Και στο τέλος ο συμπρωταγωνιστής του νέου ψυχρού πολέμου, Βλαντίμιρ Πούτιν, στη Γενεύη. Με τον νου στραμμένο, όμως, πάντοτε στον μεγάλο απόντα: τον Σι Τζινπίνγκ, ηγέτη της μόνης χώρας που μπορεί μεσοπρόθεσμα να ανταγωνιστεί την αμερικανική ηγεμονία.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Του Κώστα Ράπτη
Αυτά υπήρξαν τα διαδοχικά βήματα της οκταήμερης ευρωπαϊκής περιοδείας με την οποία ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, εικονογράφησε το αγαπημένο του σύνθημα ότι “η Αμερική επέστρεψε”. Ωστόσο, η πραγματική εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη από την απλή επιβεβαίωση της διατλαντικής σχέσης και την τυφλή δρομολόγηση ενός νέου ψυχρού πολέμου με τις ευρασιατικές δυνάμεις.
Ασφαλώς, ακόμα και μεταξύ των ανταγωνιστών των ΗΠΑ επικρατεί μια κάποια ανακούφιση που η τετραετία Τραμπ ανήκει στο παρελθόν και το πρόσταγμα στον Λευκό Οίκο έχει αναλάβει ένας πεπειραμένος θιασώτης της “ρεαλιστικής σχολής” στις διεθνείς σχέσεις, για τον οποίο προέχει η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα στις σχέσεις μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, η γνώση των εκατέρωθεν “κόκκινων γραμμών” και η διατήρηση απευθείας επικοινωνίας μεταξύ των ηγετών.
Προτεραιότητα η ανασυγκρότηση
Όμως η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε το πρόγραμμα του Τραμπ να τεθεί σε εφαρμογή (ασφαλώς με περισσότερο επαγγελματισμό) ακριβώς τώρα που έχει εκπαραθυρωθεί ο εμπνευστής του. Η Αμερική του Τζο Μπάιντεν θέτει στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής της την ανάσχεση της κινεζικής ανάδυσης, επιχειρώντας να πειθαρχήσει επ’ αυτού τους Ευρωπαίους συμμάχους και καταβάλλοντας προς εξυπηρέτηση του γενικότερου σχεδίου το τίμημα του χαμηλώματος των τόνων με τη Ρωσία – ή, ακριβέστερα, της οριοθέτησης της αντιπαράθεσης με τη χώρα του Πούτιν κατά τρόπο τέτοιον ώστε να μην αποκλείεται η επιλεκτική συνεργασία σε πεδία κοινού ενδιαφέροντος.
(Άλλωστε και κατά τον παλαιό Ψυχρό Πόλεμο η υπόγεια συνεννόηση των δύο πόλων υπερίσχυε των δημόσιων αντιπαραθέσεων, οι οποίες πρωτίστως χρησίμευαν στην εξασφάλιση της εσωτερικής συνοχής των αντίστοιχων στρατοπέδων).
Πρόκειται για μια κατεύθυνση συμβατή με τις ανάγκες της μεταπανδημικής εσωτερικής ανασυγκρότησης της Αμερικής (και της “θεραπείας” του πολιτικού τραύματος που ήρθε θεαματικά στην επιφάνεια με την εισβολή στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο), αλλά και της διαφύλαξης του αμερικανικού προβαδίσματος, το οποίο υπονομεύει η κινεζική τεχνολογική πρόοδος και η ρωσική εξοπλιστική υπεροχή.
Οι απρόθυμοι σύμμαχοι
Ωστόσο, το εγχείρημα του Μπάιντεν είναι αμφίβολο κατά πόσον θα επιτύχει. Αφενός διότι είναι πιθανότατα ήδη πολύ αργά για να διαρραγεί η ρωσοκινεζική συνεργασία − με μια αντιγραφή από την ανάποδη, λ.χ., του ανοίγματος των Νίξον και Κίσινγκερ στην Κίνα του Μάο τη δεκαετία του ’70, που ολοκλήρωσε την “περικύκλωση” της Σοβιετικής Ένωσης. Αφετέρου διότι ο Αμερικανός πρόεδρος προορίζεται να έρθει αντιμέτωπος με σοβαρές αντιστάσεις στο εσωτερικό του “δυτικού στρατοπέδου” και της χώρας του.
Ο Ψυχρός Πόλεμος που κηρύχθηκε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ως στήριγμά του την επιλογή της Αμερικής να επιτρέψει την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας των ηττημένων (Γερμανίας και Ιαπωνίας) και να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση της Ευρώπης με το Σχέδιο Μάρσαλ. Δεν βρισκόμαστε σε καιρούς κατά τους οποίους μπορεί να επαναληφθεί κάτι παρόμοιο, όταν μάλιστα, για δεύτερη φορά σε μία δεκαετία, εναπόκειται στην Κίνα να “σύρει το κάρο” της διεθνούς οικονομίας.
Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι οι οποίοι προσυπέγραψαν τη διακήρυξη του ΝΑΤΟ, κατονομάζοντας το Πεκίνο ως στρατηγική απειλή, κάθε άλλο παρά είναι έτοιμοι να αποσυρθούν από την κινεζική αγορά ή να γυρίσουν την πλάτη στον “νέο δρόμο του μεταξιού”. Οι δικές τους φιλοδοξίες για “στρατηγική αυτονομία” προϋποθέτουν, βέβαια, αμοιβαία σεβαστούς κανόνες στη σχέση με την Κίνα, αλλά όχι ψυχροπολεμικές ιαχές.
Οι εσωτερικές αντιστάσεις
Από την άλλη πλευρά, τα όποια ανοίγματα του Μπάιντεν προς τη Ρωσία αποδεικνύεται δύσκολο να “μεταβολισθούν” από το σύμπλεγμα αμερικανικού βαθέος κράτους, Δημοκρατικών και μέσων ενημέρωσης, που στήριξε την τετραετή αντίθεση προς τον Τραμπ σε ρωσοφοβικά ιδεολογήματα. Ο σχεδόν επιθετικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο ένοικος του Λευκού Οίκου από αμερικανικά μέσα ενημέρωσης κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνάντηση με τον Πούτιν στη Γενεύη υπήρξε χαρακτηριστικός.
Τα μέτρα επικοινωνιακής προφύλαξης που είχαν ληφθεί (μη διοργάνωση κοινών δηλώσεων, προσεκτική παρακολούθηση της συνέντευξη Πούτιν, ώστε αυτή να απαντηθεί καταλλήλως μετά από τον Μπάιντεν κ.ο.κ.) αποδεικνύεται ότι αφορούσαν τη λάθος “απειλή”…
Ο “διμέτωπος” δεν είναι εφικτός
Ο ρεαλισμός που επιδεικνύει ο Μπάιντεν αποτελεί ασφαλώς καταστάλαγμα της μακράς εμπειρίας του, συνιστά όμως και το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης μιας δυσάρεστης πραγματικότητας: ότι δηλαδή οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να διεξαγάγουν έναν “διμέτωπο” νέο Ψυχρό Πόλεμο − στοχοποιώντας εξίσου τη Ρωσία και την Κίνα, μολονότι η αλαζονεία των “πολεμάρχων” των think tanks και η αδυναμία εξεύρεσης μιας εσωτερικής ισορροπίας στην Ουάσινγκτον κατά την προηγούμενη τετραετία οδήγησαν ακριβώς σε αυτό το σημείο.
Κάπως έτσι, ο ίδιος ο Μπάιντεν, ο οποίος στο ξεκίνημα της προεδρίας του έδωσε τρόπον τινά το σινιάλο της “επίθεσης” αποκαλώντας τον Πούτιν “δολοφόνο χωρίς ψυχή”, βρέθηκε, μετά τη συγκέντρωση εντός δεκαημέρου πέντε ετοιμοπόλεμων μεραρχιών, συνολικής δυνάμεως 75.000 ανδρών, από τη ρωσική πλευρά των συνόρων με την Ουκρανία, να παίρνει την πρωτοβουλία τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον Ρώσο ομόλογό του, ανοίγοντας τον δρόμο στην προχθεσινή τους συνάντηση.
Την ίδια ώρα σημειωνόταν τριπλή αποκλιμάκωση: τερματιζόταν η ανάπτυξη ουκρανικών δυνάμεων στη γραμμή αντιπαράταξης του Ντονμπάς, ανακαλούνταν η είσοδος αμερικανικών πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα και χαλάρωναν οι πιέσεις προς το Βερολίνο ως προς τον αγωγό NordStream2.
Παρά τις χαμηλές προσδοκίες, η συνάντηση της Γενεύης αφήνει σημαντική παρακαταθήκη. Τα απτά αποτελέσματά της περιλαμβάνουν την επιστροφή των πρεσβευτών των δύο πλευρών, τη συνεργασία σε θέματα κρατουμένων υπηκόων τους και, κυρίως, τη σύσταση κοινής επιτροπής για το θέμα της κυβερνοασφάλειας και τη συνέχιση του διαλόγου για θέματα εξοπλισμών. Το τελευταίο αποτελεί προτεραιότητα για τον Μπάιντεν, καθώς η δρομολόγηση μιας κούρσας εξοπλισμών θα εκτροχίαζε το πρόγραμμά του για την εσωτερική ανόρθωση των ΗΠΑ.