Αρκεί να διαβάσει ή ν’ ακούσει κανείς τις αφηγήσεις των γιατρών από την Ιταλία για να το καταλάβει. Θα αρκούσε η στατιστική: 18 νεκροί την ώρα. Ακόμη περισσότερο θα αρκούσε μια εικόνα μόνον: τα στρατιωτικά καμιόνια που μεταφέρουν πτώματα από το Μπέργκαμο. Η εικόνα θυμίζει πόλεμο. Όταν, λοιπόν, οι πολιτικοί χρησιμοποιούν την ρητορική των πολεμικών χρόνων- αυτή τη φορά, για μια φορά- δεν υπερβάλουν. Η πανδημία του κορονοϊού είναι ένας πραγματικός πόλεμος. Έχει ένα κεντρικό πεδίο μάχης- το σύστημα υγείας κάθε χώρας. Και εκατομμύρια αποκεντρωμένα πεδία- ο καθένας από εμάς, κάθε οικογένεια, κάθε σπίτι είναι και ένα μέτωπο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Αυτή τη στιγμή, άλλη προτεραιότητα δεν υπάρχει. Και κανένα μέτρο δεν είναι υπερβολικό. Είναι επείγον να ανοίξουν περισσότερα κρεβάτια ΜΕΘ. Και η HuffPost είχε δίκιο, χθες, να υποστηρίζει ότι αφού η γενική απαγόρευση κυκλοφορίας θα αποδειχθεί, τελικά, μάλλον αναπόφευκτη, καλύτερα να επιβληθεί μια ώρα αρχύτερα.
Μα, όπως συμβαίνει πάντα, στη μέση ενός πολέμου που δεν έχει ακόμη κριθεί, πρέπει να ετοιμάζεται κανείς για τον επόμενο πόλεμο. Και αυτός θα είναι ο πόλεμος με μια οικονομική ύφεση που όλα δείχνουν ότι θα είναι πολύ βαθύτερη (και με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά) από εκείνη που ζήσαμε την περασμένη δεκαετία.
Τα στοιχεία είναι εδώ: Η Κίνα υπολογίζεται ότι έχασε το 13% του ΑΕΠ της μέσα στους δύο πρώτους μήνες του 2020! Φαίνεται ότι καταφέρνει να θέσει τον ιό υπό έλεγχο. Μα ακόμη κι αν τα αισιόδοξα αυτά σημάδια επιβεβαιωθούν, κανείς δεν ξέρει πόσο γρήγορα θα αρθούν οι περιορισμοί, πόσο γρήγορα θα επανέλθει σε ομαλή λειτουργία μια οικονομία που έχει τεθεί σε τεχνητό κώμα, για να περιοριστεί η επιδημία, και κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο γρήγορα και με τι ρυθμό θα ανακάμψει, μετά το lockdown, η οικονομική μεγέθυνση στην Κίνα.
Πολύ μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα για την Ευρώπη. Μα, ακόμη κι αν το πιο αισιόδοξο σενάριο επιβεβαιωθεί, ακόμη κι αν δεν χρειαστούν περισσότεροι από δύο μήνες lockdown, ακόμη κι αν η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας σε αυτό το δίμηνο δεν ξεπεράσει το 50%, ακόμη κι αν η εμπιστοσύνη αποκατασταθεί σχετικά γρήγορα, πριν το τέλος της χρονιάς, και πάλι οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι οι απώλειες θα είναι της τάξης του 8-10% του ΑΕΠ στην καλύτερη, 20-25% του ΑΕΠ στην χειρότερη εκδοχή.
Πώς προετοιμάζεται κανείς, λοιπόν, για αυτόν, τον επόμενο πόλεμο;
Σε ενα πρώτο, άμεσο επίπεδο, με μια μεγάλη, πελώρια δημοσιονομική αιμοδότηση της οικονομίας. Το μάθημα από την προηγούμενη κρίση είναι απλό: Η Αμερική, όπου δόθηκε το πρώτο χτύπημα, με την πτώχευση της Λίμαν, αντέδρασε με μια πολιτική «ντοπέ κεϋνσιανισμού», με μια γενναία αιμοδοσία, με ρευστότητα της οικονομίας, χωρίς δισταγμούς και φόβους για «ηθικούς κινδύνους», ελλείμματα ή αύξηση του χρέους.
Η Ευρώπη, αντίθετα, αιχμάλωτη του γερμανικού «ορντο-φιλελευθερισμού» και της αλλεργίας του Βερολίνου στις μεταβιβάσεις, υπέστη μια (παρ όλίγο μοιραία) κρίση του νομίσματος και έχασε τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι να πει ο Μάριο Ντράγκι εκείνο το σωτήριο “whatever it takes” και να εγκαινιάσει το περίφημο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Κανείς δεν το πλήρωσε πιο ακριβά από ότι εμείς, στην Ελλάδα. Φαινεται, όμως, ότι το μάθημα δεν πήγε χαμένο. Δεν χρειάστηκαν, αυτή τη φορά, δεκάδες συνεδριάσεις του Eurogroup. Μία ήταν αρκετή για να πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων οι σιδερένιοι κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχείας.
Και η διάδοχος του Ντράγκι, η Κριστίν Λαγκάρντ, δεν χρειάστηκε τέσσερα χρόνια, αλλά μόλις 15 μέρες, για να πει το δικό της “whatever it takes”, με τα 750 δις. Και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες ακολουθούν τον κανόνα: Στο τέλος της χρονιάς, έγραφε ένας Γερμανός (!) αναλυτής, όποια χώρα έχει μονοψήφιο έλλειμμα θα σημαίνει ότι δεν έκανε καλά την δουλειά της.
Μα πέρα από αυτήν την άμεση αντίδραση, πρέπει να ανοίξει και μια δεύτερη γραμμή πολεμικής προετοιμασίας. Την περιέγραψε ο Πρόεδρος Μακρόν στο πρώτο διάγγελμά του: «Πρέπει», είπε, «να αντλήσουμε τα διδάγματα από αυτό που σήμερα ζούμε, να επανεξετάσουμε το μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο ο κόσμος μας έχει εδώ και δεκαετίες υιοθετήσει και το οποίο δείχνει τώρα τις αδυναμίες του, να επανεξετάσουμε τις αδυναμίες των δημοκρατιών μας».
Η κρίση να γίνει ευκαιρία για αλλαγές- είναι το γνωστό μάντρα. Διατυπώθηκε και το 2008. Αλλά δεν επαληθεύτηκε. Αυτή τη φορά;
το άρθρο έγραψε ο Παύλος Τσίμας στη HufPost