Εκλογές : Πειρασμός το φθινοπώρο του 2021

Last updated on 14 Απριλίου, 2021 at 09:08 μμ

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!
Εκλογές : Πειρασμός το φθινοπώρο

Δέλεαρ για «διπλή προσφυγή» στις κάλπες τον Οκτώβριο η πρωθυπουργική κυριαρχία στις δημοσκοπήσεις, αλλά και η προοπτική να ανοίξουν η αγορά και ο τουρισμός το καλοκαίρι – Ο Κ. Μητσοτάκης προτιμά κάλπες στο τέλος του 2022, αλλά «όλα είναι ανοιχτά και στο τραπέζι» – Με τον εκλογικό νόμο του ΣΥΡΙΖΑ για αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα χρειάζεται 45% και με τον νόμο Μητσοτάκη 37%

Eνώπιον ενός μεγάλου πειρασμού βρίσκεται η κυβέρνηση τις πρώτες εβδομάδες του καινούριου χρόνου, καθώς η πολιτική κυριαρχία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας θεωρείται από φίλους και αντιπάλους ως ισχυρό δέλεαρ για να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές μόλις προεξοφληθεί το τέλος της πανδημίας.

Το Μέγαρο Μαξίμου διαψεύδει τη σεναριολογία που πυροδοτήθηκε την επομένη του ανασχηματισμού της 5ης Ιανουαρίου ωστόσο στο πολιτικό παρασκήνιο δεν λείπουν οι παρασκηνιακές ζυμώσεις και οι προπαρασκευαστικές πρωτοβουλίες και κινήσεις που δείχνουν ότι το ενδεχόμενο να στηθούν κάλπες εντός του 2021 περιλαμβάνεται λιγότερο ή περισσότερο στους σχεδιασμούς που γίνονται σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος.

Από το Mερα25 μέχρι και το ΣΥΡΙΖΑ όλοι οι μηχανισμοί βρίσκονται σε κατάσταση προεκλογικής προετοιμασίας. Ακόμα και οι βουλευτές της Κυβέρνησης ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο αυτό.


Η κινητικότητα που παρατηρείται στην αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βρίσκεται σε πολιτική δυσπραγία που γίνεται εντονότερη με τα κείμενα των τάσεων που δημοσιεύονται, η αναστάτωση που προκλήθηκε στο Κίνημα Αλλαγής με την αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του, όπως και η εγρήγορση στην οποία βρίσκονται οι κομματικοί μηχανισμοί καθώς και όσοι ετοιμάζονται να πολιτευτούν στις επόμενες εκλογές συνιστούν στοιχεία που μαρτυρούν ότι από πολλές πλευρές προετοιμάζεται το έδαφος «διά παν ενδεχόμενο».

Στο πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα, το οποίο ακολούθησε τις αποφάσεις του πρωθυπουργού για αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα, επιβεβαιώθηκε το άνετο προβάδισμα που διαθέτουν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ν.Δ. έναντι του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτοχρόνως, όμως, καταγράφηκε μια μοναδική στα μεταπολιτευτικά χρονικά πρωτιά που συνιστά το γεγονός ότι για πρώτη φορά ο εν ενεργεία πρωθυπουργός και η παράταξή του αυξάνουν την απήχησή τους στους πολίτες σε ποσοστά που είναι εμφανώς μεγαλύτερα από εκείνα που είχαν αποσπάσει στις τελευταίες εκλογές.

Μέχρι πρότινος όλοι ερμήνευαν την δημοσκοπική αυτή κυριαρχεία ως ‘μήνα του μέλιτος’ ωστόσο η χρονική διάρκειά του ήταν πολύ πιο περιορισμένη από τους 18 μήνες που μετράει ήδη στον πρωθυπουργικό θώκο ο κ. Μητσοτάκης. Επιπλέον, ο τελευταίος εμφανίζει μεγάλη διεισδυτικότητα στο τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος που δεν ψήφισε το κόμμα του στις εκλογές του Ιουλίου του 2019.

Συνεπώς δεν ευσταθεί η ερμηνεία αυτή των δημοσκοπήσεων, οπότε και τα κόμματα της αντιπολίτευσης ανασυντάσσονται με τα νέα δεδομένα.

Από τα πλέον αξιομνημόνευτα ευρήματα των μετρήσεων είναι ότι η δημοφιλία του πρωθυπουργού είναι πολύ υψηλή μεταξύ των ψηφοφόρων του Κινήματος Αλλαγής, που τον προτιμούν σε ποσοστά άνω του 60%, ενώ διόλου ευκαταφρόνητο είναι και το ποσοστό (κυμαίνεται μεταξύ 15%-20%) εξ όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι τον θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό έναντι του Αλέξη Τσίπρα. Σύμφωνα με πρόσφατη μέτρηση της Μarc, το ποσοστό των πολιτών που θεωρούν καλύτερο πρωθυπουργό τον κ. Μητσοτάκη φτάνει στο 52,7% και είναι υπερδιπλάσιο του 24%, που θεωρεί το ίδιο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι απόψεις και οι εκτιμήσεις για το κατά πόσο τα συγκεκριμένα δεδομένα μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς αφορμές για να προσφύγει ο πρωθυπουργός σε πρόωρες εκλογές διίστανται. Ο ίδιος όταν ερωτήθηκε πρόσφατα -στη συνέντευξη που παραχώρησε στον ANT1- έδωσε μια καταρχήν απάντηση που ήταν ανοιχτή σε περισσότερες ερμηνείες. «Μπορώ να σας επαναλαμβάνω, λοιπόν, αυτό το οποίο έχω πει σε πολλές συνεντεύξεις μου, ότι η πρόθεσή μου είναι η κυβέρνηση αυτή να εξαντλήσει την τετραετία», είπε.

Στη συνέχεια επανέλαβε τα τρία επιχειρήματα που του δίνουν την άνεση να τοποθετήσει τις επόμενες εκλογές τέλη του 2022. Το πρώτο είναι ότι η κυβέρνηση απολαμβάνει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφού έχει 158 βουλευτές. Το δεύτερο ότι διαθέτει μια συμπαγή και αποτελεσματική Κοινοβουλευτική Ομάδα. Και το τρίτο ότι, παρά τις δυσκολίες και τις πρωτοφανείς κρίσεις που αντιμετώπισαν, οι πολίτες πιστώνουν στον ίδιο και στην κυβέρνησή του «απόθεμα εμπιστοσύνης».

Η πεποίθηση που εκφράζει ο κ. Μητσοτάκης είναι ότι «η Ελλάδα θα είναι στις χώρες που θα βγουν κερδισμένες μετά την πανδημία».

Και το επόμενο μεγάλο «εθνικό πρόταγμα», μετά την αντιμετώπιση της πανδημίας, θα είναι «οι μεγάλες αλλαγές οι οποίες πρέπει να γίνουν στη χώρα για να ξαναμπούμε σε τροχιά ανάπτυξης και ανάκαμψης».
Τα ίδια, πάντως, επιχειρήματα που επιστράτευσε ο κ. Μητσοτάκης για να διασκεδάσει την εκλογολογία χρησιμοποιούν όσοι υποστηρίζουν την άποψη ότι «δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία που δίνεται στην κυβέρνηση για να μηδενίσει το κοντέρ».

Επισημαίνοντας ότι «οι πρόωρες εκλογές σχεδόν ποτέ δεν προαναγγέλλονται», τονίζουν ότι «οι κάλπες στήνονται όταν οι εκάστοτε κυβερνώντες θεωρούν ότι θα πείσουν τους πολίτες αφενός ότι μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα από τους αντιπάλους τους τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα και αφετέρου ότι έχουν να προσδοκούν καλύτερες μέρες».

Κατά αυτή την εκδοχή των πραγμάτων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους επόμενους μήνες πιστεύει ότι οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας θα είναι ευοίωνες και η πρόοδος του εμβολιαστικού προγράμματος θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα πολύ καλύτερο καλοκαίρι από εκείνο του 2020, οπότε το δίλημμα της προσφυγής σε κάλπες στις αρχές του φθινοπώρου θα τεθεί μετ’ επιτάσεως.

Ο λόγος για τον οποίο θα συμβεί αυτό είναι, όπως λένε οι θιασώτες των εκλογικών σεναρίων, διότι έτσι η κυβέρνηση μπορεί να έχει μπροστά της «μια αδιατάρακτη τετραετή θητεία για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της αξιοποιώντας τον πακτωλό των 72 δισ. ευρώ που θα έχει στη διάθεσή της από το Ταμείο Ανάκαμψης και τον κοινοτικό προϋπολογισμό».

Τι είναι η απλή αναλογική και πώς επηρεάζει τις αποφάσεις

Ενα από τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι θιασώτες της εκλογικής προοπτικής είναι το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση και θα ισχύσει για πρώτη φορά στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση.

Η μέθοδος της απλής αναλογικής είναι ένα εκλογικό σύστημα (ή εκλογικός νόμος) σύμφωνα με το οποίο υπολογίζεται η εκπροσώπηση των κομμάτων στη βουλή.

Για την ακρίβεια το εκλογικό σύστημα που ισχύει κάθε φορά είναι αυτό που καθορίζει τις έδρες που λαμβάνουν τα κόμματα ή οι συνασπισμοί κομμάτων που μετέχουν στις εκλογές. Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες καθορίζονται από τον ισχύοντα εκλογικό νόμο.

Η απλή αναλογική είναι το σύστημα κατά το οποίο κάθε κόμμα παίρνει σχεδόν (υπάρχουν οι βουλευτές επικρατείας) ακριβώς όσες έδρες αναλογούν στο ποσοστό που πήρε στις εκλογές. Το σύστημα αυτό είναι η λεγόμενη καθαρή απλή αναλογική.

τι είναι καθαρή απλή αναλογική
Το πρόβλημα του συστήματος αυτού είναι ότι είναι πιο δύσκολο να σχηματιστεί κυβέρνηση, καθώς απαιτείται συνεργασία πολλών κομμάτων εκτός αν κάποιο κόμμα καταφέρει να πάρει το 50,1% των ψήφων, που είναι γενικά δύσκολο.

Από την άλλη πλευρά το καλό της απλής αναλογικής είναι ότι τα κόμματα (και άρα οι ψήφοι των πολιτών) εκπροσωπούνται με δίκαιο τρόπο, ειδικότερα όσον αφορά στα μικρότερα κόμματα.

Με βάση τις προβλέψεις του συγκεκριμένου νόμου, ο πήχης της αυτοδυναμίας ανεβαίνει στο 45% από το 37% που ήταν μέχρι τις προηγούμενες εκλογές και στο οποίο θα επανέλθει στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση κατά την οποία θα εφαρμοστεί το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους, το οποίο ψήφισε πριν από έναν χρόνο η σημερινή κυβέρνηση.

Με το νέο σύστημα το πρώτο κόμμα που παίρνει στην κάλπη ποσοστό άνω του 25% εξασφαλίζει σε πρώτη φάση μπόνους 20 εδρών, οι οποίες αυξάνονται κατά μία για 0,5% ψήφων που παίρνει επιπλέον, με μάξιμουμ τις 50 έδρες τις οποίες εξασφαλίζει εάν φτάσει στο 40%.

Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι, αν τα κόμματα διατηρήσουν τα ποσοστά που συγκέντρωσαν στις προηγούμενες εκλογές, η Ν.Δ. με το 39,9% θα βρεθεί να διαθέτει 130 έδρες από 158 βουλευτές που εξέλεξε με το προηγούμενο σύστημα που ίσχυε μέχρι το 2019. Αντίστοιχο αριθμό εδρών, δηλαδή 130, θα έχουν αθροιστικά ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής, εφόσον διατηρήσουν τα προηγούμενα ποσοστά τους.

Σε μια τέτοια περίπτωση, το πλειοψηφούν κόμμα θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων αφού θα είναι σχεδόν αδύνατο να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή του, κάτι που για να συμβεί προϋποθέτει απαραιτήτως τη σύμπραξη του ΚΚΕ.

pinakas
Στους πίνακες φαίνονται οι έδρες που παίρνουν τα κόμματα στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις με τα 3 διαφορετικά εκλογικά συστήματα: αυτό το οποίο έβγαλε την παρούσα Βουλή, το σύστημα της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές, όποτε γίνουν αυτές, και το νέο σύστημα που θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές, όποτε γίνουν αυτές . Πηγή ΘΕΜΑ

Εφόσον επιβεβαιωθούν οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις και η Νέα Δημοκρατία αυξήσει την εκλογική της δύναμη, μπορεί να μην πετύχει την αυτοδυναμία για την οποία, υπό συνθήκες απλής αναλογικής, χρειάζεται επίδοση κοντά στο 45%, θα είναι εκείνη όμως που θα καθορίσει τις εξελίξεις προς δύο εναλλακτικές κατευθύνσεις:


Πρώτον, συγκροτώντας κυβέρνηση συνεργασίας με μια πολιτική δύναμη που θα αρκεί να είναι κοντά στο 10%.

Δεν είναι λίγοι όσοι βλέπουν συγκυβέρνηση με το ΚΙΝΑΛ ή ακόμα και με την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ του Κυριάκου Βελόπουλου. Από την άλλη δεν αποκλείουν (ιδιαίτερα στην αντιπολίτευση) έναν μεγάλο συνασπισμό Νέας Δημοκρατίας – ΣΥΡΙΖΑ ειδικά εάν υπάρξουν εξελίξεις στα Εθνικά Θέματα.

Δεύτερον, οδηγώντας τη χώρα σε νέες εκλογές-εξπρές που θα γίνουν με το νέο εκλογικό σύστημα το οποίο διευκολύνει την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος.

Αυτό φαίνεται πως είναι το σενάριο που βλέπει η πλειοψηφία ως το πιο πιθανό. Πλειοψηφία αναλυτών και πολιτικών.

Οσοι αντιμάχονται τα εκλογικά σενάρια επικαλούνται τις μετρήσεις που δείχνουν ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν προκρίνει την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, κάτι, πάντως, που πρέπει να επισημανθεί ότι ισχύει σχεδόν παγίως. Οι θιασώτες των εκλογών αντιτείνουν ότι η διάθεση αυτή των πολιτών θα αλλάξει όταν τεθούν στο εκλογικό σώμα τα διακυβεύματα για τα οποία οι ψηφοφόροι πρέπει να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.

Σε κάθε περίπτωση, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά και η μόνη βεβαιότητα που προκύπτει από τις συζητήσεις, οι οποίες σε αυτή τη φάση γίνονται μόνο παρασκηνιακά, είναι ότι δεν υπάρχουν ειλημμένες αποφάσεις.

Με πληροφορίες από ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ και το άρθρο του Γρηγόρη Τζιοβάρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *