Η συνάντηση Μπάϊντεν – Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου G20 στην Ρώμη και το σχετικό κείμενο του Λευκού Οίκου έχουν πολύ λίγα να προσθέσουν σε αυτά που ξέραμε. Οι εν πολλοίς αναμενόμενες και επαναλαμβανόμενες παραινέσεις προς την Άγκυρα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το γεγονός ότι, όπως εξηγούσαμε από καιρό, η ιδιότυπη συνεργασία ΗΠΑ – Τουρκίας με τις εντάσεις και τα προβλήματα θα συνεχιστεί. Ούτε λόγω του ζητήματος με τους πρέσβεις ούτε λόγω των βαθύτερων προβλημάτων που βεβαίως υπάρχουν έρχεται η οριστική ρήξη των ΗΠΑ με την Τουρκία. Η οριστική ρήξη που πολλοί βιάστηκαν να προαναγγείλουν.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Σε αυτό το πλαίσιο, ο απόηχος των πρόσφατων επισκέψεων της κυρίας Μέρκελ σε Ελλάδα και Τουρκία, μεταξύ άλλων χωρών, έρχεται να αναδείξει το ζήτημα της έλλειψης μιας σαφούς ευρωπαϊκής φωνής για τα κρίσιμα γεωπολιτικά διλήμματα της δύσκολης γειτονιάς μας. Αλλά έρχεται να επαναφέρει στην μνήμη και την αμφιθυμία με την οποία προσεγγίστηκαν από διαφορετικές πρωτεύουσες, στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, τα περίφημα προγράμματα οικονομικής «διάσωσης» χωρών της Ευρωζώνης όπως η Ελλάδα.
Πράγματι, οι εντατικές ασκήσεις κτισίματος της υστεροφημίας της απερχόμενης Γερμανίδας καγκελαρίου και οι αναμενόμενες αντιδράσεις απέναντι σε αυτές τις ασκήσεις δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίσουν από τρεις σημαντικές αλήθειες.
Πρώτον, δεν ευθύνεται η κα Μέρκελ για την ελληνική κρίση. Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έπρατταν λιγότερα από αυτά που όφειλαν να πράξουν, με αποτέλεσμα η συμμετοχή στο ευρώ να αποτελέσει, τελικά, επιταχυντή εκδήλωσης των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας αντί να γίνει παράθυρο ευκαιρίας για τις δυνατότητές της. Με τα γνωστά αποτελέσματα που προέκυψαν, όταν η χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε στις ΗΠΑ χτύπησε, τελικά, και τις χώρες του ευρώ.
Όμως, δεύτερον, ο ρόλος της κας Μέρκελ στην αντιμετώπιση της κρίσης υπήρξε, για τα ελληνικά συμφέροντα, από προβληματικός έως καθαρά αρνητικός. Η πρόθυμη και σχεδόν καθολική αναγόρευση του Σόϊμπλε σε κακό λύκο του παραμυθιού αγνοεί ορισμένες βασικές παραμέτρους. Αρχικά ο Σόϊμπλε έβλεπε -λογικά- ως συζητήσιμη λύση το κούρεμα του χρέους, όταν η Μέρκελ εστιαζόταν στο ότι δεν θα μπορούσε να το υποστηρίξει στη γερμανική κοινή γνώμη και θα υπέφερε στις δημοσκοπήσεις.
Αυτή η προσέγγιση -πολιτική μέσω προσεκτικών κινήσεων με το μάτι διαρκώς καρφωμένο στις δημοσκοπήσεις- αποτέλεσε γενικά βασικό χαρακτηριστικό της πολυετούς θητείας της, σε σχέση με τα περισσότερα εσωτερικά αλλά και πολλά από τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Και -στα περισσότερα πεδία- έκανε τεράστια ζημιά, ίσως ανεπανόρθωτη, στην ιδέα της Ευρώπης.
Στη συνέχεια, μέσω της καταστροφικής ελληνικής διαπραγμάτευσης του 2015 και ενώ ο Σόιμπλε υιοθετούσε σταδιακά την στρατηγική της εργαλειοποίησης της ελληνικής κρίσης ως παραδείγματος προς αποφυγήν, ευνοώντας το σενάριο του Grexit, η καγκελάριος, πιεζόμενη αφόρητα από την Γαλλία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις ΗΠΑ, αποδέχθηκε να παίξει, αυτή τη φορά, τον γνώριμο ρόλο της Mutti.
Τόσο ο Ομπάμα όσο και ο αρμόδιος υπουργός του, ο Tim Geithner, είχαν εξαρχής αντιρρήσεις για τη δογματική προσήλωση στην λιτότητα και την εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκαν ως «λύση», αλλά – όπως έχουν εξηγήσει και οι δυο σε κείμενά τους – η ελληνική κρίση τους ανάγκασε να ασχοληθούν σε σχεδόν καθημερινή βάση με τα ζητήματα της Ευρωζώνης.
Τα ίδια, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν για την γαλλική κυβέρνηση και (από διαφορετική σκοπιά) την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και κυρίως τον πρόεδρό της, τον αειθαλή Γιουνκέρ, έναν πραγματικό Ευρωπαίο που η Ελλάδα θα πρέπει να τιμά.
Αλλά και γενικότερα, η Γερμανία της κας Μέρκελ έδειχνε συχνά να αγνοεί την ευρωπαϊκή διάσταση. Την άνοιξη του 2020, πριν την υιοθέτηση μιας ευρωπαϊκής απάντησης στην πανδημία, το Βερολίνο έδειχνε να βρίσκεται πολύ πίσω από τις θέσεις όχι μόνον χωρών όπως η Γαλλία αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών.
Ενώ η ΕΚΤ με το έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και την άρση των περιορισμών που της δίνει τη δυνατότητα να κατέχει πάνω από το ένα τρίτο του χρέους μιας χώρας αναλάμβανε πρωτοβουλίες και η Επιτροπή συζητούσε την έκδοση ειδικού ευρωομολόγου για την αντιμετώπιση της πανδημίας, η Γερμανία επέμενε μέχρι τέλους για την μινιμαλιστική εκδοχή του κάθε σχεδίου και την αυστηρά προσωρινή υπόστασή του.
Τέλος, η τρίτη αλήθεια είναι ότι το μέλλον των ελληνογερμανικών σχέσεων θα κινηθεί περίπου στο ίδιο πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε το παρελθόν, με μια όμως σημαντική υποσημείωση για το μετεκλογικό γερμανικό τοπίο, ως προς το οποίο θα επανέλθω πιο κάτω.
Το υπόβαθρο
Η ελληνική απογοήτευση από το Βερολίνο είναι από μια σκοπιά δικαιολογημένη, από μιαν άλλη όμως σκοπιά μάλλον ακατανόητη. Η Γερμανία υπήρξε επί δεκαετίες κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας και εξακολουθεί να αποτελεί κρίσιμο διμερή παράγοντα για την οικονομία μας, πέρα από τον ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει τίποτε -με την εξαίρεση του ιστορικού φιλελληνισμού σε εξαιρετικά εκλεπτυσμένους θύλακες του γερμανικού πολιτισμικού έθνους κατά τον 19ο αιώνα- που να δικαιολογεί όσους και όσες ενθάρρυναν την αντίληψη ότι με τη νεώτερη και σύγχρονη Γερμανία μας συνδέουν πολλά.
Ως αναπτυσσόμενη χερσαία δύναμη, η Γερμανία από ιστορική άποψη πάντοτε ευνόησε τις καλές σχέσεις με την Τουρκία. Σήμερα, οι σημαντικές διμερείς εμπορικές σχέσεις και ο μεγάλος αριθμός Γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής, έχουν προστεθεί στους παράγοντες που διαμόρφωσαν την «ειδική σχέση» Τουρκίας – Γερμανίας. Με δεδομένη την ιστορία αλλά και τις πιο πρόσφατες εξελίξεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κριτικές αναλύσεις πολλών και διαφόρων, σχετικών και άσχετων, για το Βερολίνο, αρχίζουν να θυμίζουν περισσότερο γκρίνιες απογοητευμένων πελατών και λιγότερο προσπάθεια συμβολής σε μια σοβαρή στρατηγική αντιμετώπιση.
Το Βερολίνο έχει τις προτεραιότητές του (οι βασικοί λόγοι που τις εξηγούν βραχυπρόθεσμα έχουν κατά καιρούς αναλυθεί επαρκέστατα) και η Αθήνα θα έπρεπε να έχει τις δικές της, αντί να περιπλέκει τις ουσιαστικά προβληματικές διμερείς σχέσεις στο γεωπολιτικό πεδίο με διαμαρτυρίες και άλλες επικοινωνιακές ασκήσεις.
Η σημερινή Γερμανία είναι μια χώρα με αξιοζήλευτη ήπια ισχύ, εντυπωσιακό εξαγωγικό εμπόριο, υπό εξέλιξη εσωτερικά προβλήματα εντεινόμενων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, εξόφθαλμη ανάγκη αναθεώρησης των πολιτικών συνεχούς συσσώρευσης πλεονασμάτων, σύνθετη αλλά τελικώς προβληματική αντίληψη για τον ρόλο της στην ΕΕ, φρικτά ιστορικά βαρίδια αλλά και πραγματικά αξιοθαύμαστο παρελθόν (εν μέρει και παρόν) στις τέχνες, την φιλοσοφία, τις επιστήμες και την τεχνολογία.
Έχουμε πολλά να κερδίσουμε από μια καλή σχέση, στο μέτρο όμως που γνωρίζουμε από χρόνια ότι σε κάποια πεδία -το γεωπολιτικό θεμελιώδες ανάμεσά τους- δεν συγκλίνουν ούτε πρόκειται να συγκλίνουν τα ενδιαφέροντά μας. Και με την απαραίτητη επισήμανση ότι «γνωρίζουμε» σημαίνει αναλύουμε, σχεδιάζουμε και πράττουμε ανάλογα, δεν σημαίνει γκρινιάζουμε διαμαρτυρόμενοι συνεχίζοντας παράλληλα τα λάθη και τις εξαρτήσεις του παρελθόντος.
Το μέλλον, οι συνέχειες και τα επίπεδα πίεσης
Με την έκβαση της κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης της 26ης Σεπτεμβρίου 2021, η Γερμανία οδηγήθηκε σε διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης. Η Χριστιανοδημοκρατία εισέπραξε μια εξαιρετικά σημαντική μείωση της εκλογικής ισχύος της και η επάνοδος της Σοσιαλδημοκρατίας στο προσκήνιο αποτέλεσε την μεγάλη είδηση των εκλογών.
Η Σοσιαλδημοκρατία προσέλκυσε σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων και από την Μέρκελ, έχασε όμως παράλληλα κάποιους υποστηρικτές της προς τους Πράσινους. Οι οποίοι πήγαν πολύ καλά, ιδιαίτερα στους ψηφοφόρους κάτω των 30 ετών, χωρίς όμως να πετύχουν τα ποσοστά που ήλπιζαν.
Μετά την αναμενόμενη αποτυχία των συζητήσεων μεταξύ CDU/CSU, Πράσινων και Φιλελεύθερων, ο νέος γύρος φαίνεται ότι θα οδηγηθεί σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Σοσιαλδημοκράτη Όλαφ Σολτς (γνώριμο ως αντικαγκελάριο και υπουργό οικονομικών στην κυβέρνηση Μέρκελ) πριν το τέλος του έτους.
Σε κάθε περίπτωση, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες κρατούν το κλειδί για το σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης, στο μέτρο που και τα δυο μεγάλα κόμματα (CDU/CSU – SPD) έχουν δηλώσει (προεκλογικά ότι ένας νέος «Μεγάλος Συνασπισμός» μεταξύ τους δεν είναι επιθυμητός.
Οι διαφορές στην κυβερνητική πολιτική του Βερολίνου θα είναι τελικά μικρές στην πράξη ως προς τα ζητήματα που μας ενδιαφέρουν. Ενδέχεται να παρατηρηθεί κάποια βελτίωση στις γερμανικές θέσεις σε τέτοια ζητήματα, όμως (α) αυτή θα είναι οριακή και (β) η όποια οριακή βελτίωση προϋποθέτει πολύ δουλειά και από την ελληνική πλευρά.
Σε αυτό το πλαίσιο, καταθέτω εξαρχής μια επισήμανση. Προσοχή: η δική μας κατεύθυνση δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στις γνωστές εξαρτήσεις από το Βερολίνο, από το οποίο δυσκολευτήκαμε τόσο να αρχίσουμε να απογαλακτιζόμαστε.
Η δική μας δουλειά είναι αφενός να εντείνουμε τις προσπάθειες απέναντι τόσο στη νέα κυβέρνηση και τους εταίρους της (κυρίως τους Πράσινους, όπως έγραψα από την επομένη των εκλογών) και, αφετέρου, να αναδείξουμε τις ελληνικές θέσεις και την τουρκική επιθετικότητα στη γερμανική κοινωνία των πολιτών.
Άρα οι προσπάθειες θα πρέπει να ενταθούν σε τρία επίπεδα, αναφορικά με τη νέα γερμανική εξωτερική πολιτική: ευρωπαϊκό (πίεση και μέσω άλλων), διεθνές (πίεση από Αθήνα προς Βερολίνο) και διεθνικό (ανάδειξη των ζητημάτων στην γερμανική κοινωνία με αξιοποίηση κρατικών αλλά και κατάλληλων, προσεκτικά επιλεγμένων ελληνικών μη κρατικών οντοτήτων).
Σε κάθε περίπτωση, με την Γαλλία στο πηδάλιο της ΕΕ από τον Ιανουάριο 2022 και τις κρισιμότατες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία να έρχονται τον Απρίλιο 2022, τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη θα επηρεαστούν καθοριστικά από τις εξελίξεις στο Παρίσι. Και αυτό γιατί, με απλά λόγια, όποια και αν είναι η σύνθεση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο, οι αλλαγές στο μείγμα πολιτικών της Γερμανίας θα είναι σχετικά λίγες και σαφώς εστιασμένες. Σε αυτό το γενικό πλαίσιο, τέσσερα είναι τα μείζονος σημασίας ζητήματα που αφορούν και την Ελλάδα και, σε σχέση με αυτά, προκύπτουν και δυο πραγματικά κρίσιμες επιλογές.
Το πρώτο είναι άμεσο και αφορά τη διαχείριση, την εξειδίκευση και τον πιθανό μερικό αναπροσανατολισμό στοιχείων από τα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Είναι γεγονός ότι ο συνδυασμός του έκτακτου ταμείου ανάκαμψης («Next Generation EU»), του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ (2021-2027) και των κονδυλίων για τα λεγόμενα τρία δίχτυα ασφαλείας (για τους εργαζόμενους, τις επιχειρήσεις και τα κράτη μέλη), μπορεί να οδηγήσει σε μια ιστορική ευκαιρία για την ΕΕ.
Η δε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παρέχει 1 350 δισ. ευρώ επιπλέον στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς ομολόγων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όμως οι εξελίξεις με την πανδημία που παρατείνεται αλλά και με τις δυσκολίες που προκύπτουν καθώς οι οικονομίες επανέρχονται ασύμμετρα σε μια σχετική κανονικότητα θα απαιτήσουν νέες διαπραγματεύσεις και εξειδίκευση.
Το δεύτερο ζήτημα είναι μεσοπρόθεσμο αλλά πραγματικά κρίσιμο. Αφορά το μέλλον της σχετικής χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αφού λόγω της πανδημίας οι κανόνες για τη δημοσιονομική πειθαρχία βρίσκονται σε αναστολή μέχρι το 2023. Σε αυτό το πεδίο-κλειδί θα αποφασιστεί εν πολλοίς το ουσιαστικό μέλλον της Ένωσης και ιδιαίτερα της Ευρωζώνης. Η Αυστρία ήδη ξεκίνησε εκστρατεία αναζήτησης συμμάχων εναντίον των φωνών που ζητούν την συνέχιση της χαλάρωσης των κανόνων για το έλλειμμα στην ΕΕ.
Το μέτωπο για τις «υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές και τη δημοσιονομική βιωσιμότητα» θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό από τη στάση της νέας κυβέρνησης στο Βερολίνο. Εάν οι κανόνες επανέλθουν (ορίζοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο 3% και το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ), θα υπάρξουν μέλη της ευρωζώνης που αργά ή γρήγορα θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο. Ήδη η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα έχουν τεθεί υπέρ μιας επανεξέτασης του όλου πλαισίου.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα αναφέρεται στην κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και, γενικότερα, προσπαθεί να ανιχνεύσει τις παραμέτρους που θα μπορέσουν να αναδείξουν τον γεωπολιτικό ρόλο της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο, ανεξαρτήτως χρώματος, είναι απίθανο να κάνει σημαντικά βήματα σε αυτή την κατεύθυνση, πέρα από κάποιες επιμέρους κινήσεις καλής θέλησης προς όσους υποστηρίζουν τον ευρωπαϊκό διακριτό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις.
Η καλή συνεργασία Γερμανίας – Τουρκίας αναμφίβολα θα συνεχιστεί ανεξαρτήτως κυβερνητικού χρώματος, παρότι ως προς το σημείο αυτό μια κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινων – Φιλελεύθερων θα αναδείξει περισσότερο και τα προβληματικά στοιχεία των τουρκικών θέσεων. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ιδιαίτερα η σημασία της εντυπωσιακής δυναμικής των Πράσινων με την Annalena Baerbock και ο πολιτικός λόγος τους για την εξωτερική πολιτική.
Τέλος, τέταρτον, υπάρχει το επίσης κρίσιμο ζήτημα της μετανάστευσης και των πολιτικών ασύλου. Ούτε σε αυτό το πεδίο μπορούμε εύκολα να δούμε άμεσα βήματα προς ουσιαστικές αλλαγές, όπως θα ήταν ο ενταφιασμός -επιτέλους- του πνεύματος του Δουβλίνου ή η υιοθέτηση μια κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασύλου.
Αλλά για την Ελλάδα, δυο είναι σε τελική ανάλυση οι απολύτως κρίσιμες επιλογές αναφορικά με το Βερολίνο κατά το αμέσως επόμενο διάστημα. Η επιλογή του συνεχιζόμενου εξοπλισμού μιας Τουρκίας που εμμένει στην αναζήτηση ζωτικού χώρου και στην αναθεωρητική της στρατηγική, δηλώνοντας ανοικτά ότι αυτή περιλαμβάνει και τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποτελεί επιλογή καθαρά αρνητική για τα ελληνικά συμφέροντα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και το αμερικανικό πρόγραμμα για τα F-35 έχει μακρά προϊστορία, αλλά οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, βοηθούμενες και από τις σχέσεις Πούτιν – Ερντογάν. Τι θα κάνει το Βερολίνο με τα υποβρύχια τύπου 214;
Η δεύτερη αφορά την επιλογή του Βερολίνου αναφορικά με τις συμμαχίες για τους δημοσιονομικούς κανόνες. Εάν η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο επιλέξει να διαδραματίσει ένα περισσότερο εξισορροπητικό ρόλο αντί να ενταχθεί στη συμμαχία της Αυστρίας και άλλων για την επιστροφή στο αυστηρό πλαίσιο, θα έχει επιτελέσει ταυτόχρονα δυο λειτουργίες. Θα έχει βελτιώσει τις πιθανότητες για ένα βιώσιμο συμβιβασμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα έχει, παράλληλα, τιμήσει μια από τις παραδόσεις της Μέρκελ, της οποίας η τάση για συμβιβασμούς ενίοτε υπερίσχυε έναντι άλλων σχεδιασμών της.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy στη Μασαχουσέτη