Διπλό πλήγμα δέχτηκε τις τελευταίες ημέρες η εθνική ενεργειακή στρατηγική και ο στόχος να αναδειχθεί η Ελλάδα ως ενεργειακός κόμβος διαμετακόμισης και παραγωγής ενέργειας. Δύο εμβληματικά projects αυτής της προσπάθειας, ο υποθαλάσσιος αγωγός φυσικού αερίου East Med και οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Κρήτη, φαίνεται να οδηγούνται σε αδιέξοδο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η αρχή έγινε με την απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να άρουν την υποστήριξή τους στον αγωγό φυσικού αερίου, ένα έργο με πολλαπλή οικονομική, πολιτική και γεωστρατηγική σημασία. Ακολούθησε η απόφαση της κοινοπραξίας που εκμεταλλεύεται τα δύο θαλάσσια οικόπεδα της Κρήτης, συνολικής έκτασης 40.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, να παγώσει τις σεισμικές έρευνες, που ήταν προγραμματισμένες για φέτος τον χειμώνα. Και οι δύο εξελίξεις συνιστούν οπισθοχώρηση σε σχέση με τους πάγιους στόχους της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής.
“Πάγος” στον East Med
Όταν στα τέλη του 2019 υπογραφόταν από την Ελλάδα, την Κύπρο και το Ισραήλ η συμφωνία για την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού φυσικού αερίου East Med, το έργο απολάμβανε την ισχυρή στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλωστε, είχε προηγηθεί η υπερψήφιση τον Δεκέμβριο του 2019 του περίφημου East Med Act, δηλαδή της νομοθεσίας που δήλωνε την υποστήριξη της Ουάσινγκτον στις περιφερειακές συνεργασίες της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και στα κοινά ενεργειακά projects, όπως ο συγκεκριμένος αγωγός.
Η αμερικανική στήριξη στο έργο εδραζόταν στο γεγονός ότι ο συγκεκριμένος υποθαλάσσιος αγωγός δημιουργεί συνθήκες ενίσχυσης της ενεργειακής ασφάλειας και διαφοροποιεί τις πηγές προμήθειας της εξαρτώμενης από εισαγωγές αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, ο East Med δημιουργεί έναν νέο διάδρομο ενεργειακής τροφοδοσίας, τον περίφημο East Mediterranean Energy Corridor, ενώνοντας την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου έχουν ανακαλυφθεί σημαντικά κοιτάσματα, με τη “διψασμένη” για ενέργεια αγορά της Ευρώπης.
Τρία χρόνια μετά, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, πραγματοποιώντας στροφή 180 μοιρών, αρχικά μέσω ενός non paper και στη συνέχεια με διευκρινιστικές δηλώσεις, γνωστοποίησε την άρση της υποστήριξης στον αγωγό. Οι τρεις λόγοι που επικαλέστηκε το State Department είναι οι οικονομοτεχνικές δυσκολίες του έργου, η στροφή στα έργα που στηρίζουν την ενεργειακή μετάβαση στις ΑΠΕ και η ανάγκη να μην προκαλούνται εντάσεις.
Ωστόσο, είναι προφανές ότι για την αμερικανική στροφή βάρυνε περισσότερο ο τρίτος λόγος, που ερμηνεύεται και ως κίνηση κατευνασμού της Τουρκίας, για την οποία ο αγωγός αποτέλεσε εξαρχής “κόκκινο πανί”. Και αυτό διότι ο αγωγός έχει μεγάλη γεωπολιτική σημασία για τη χώρα μας, καθώς η όδευσή του δημιουργεί de facto συνθήκες για την ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη διευκρινιστική αμερικανική δήλωση, οι ΗΠΑ συνεχίζουν να στηρίζουν άλλα περιφερειακά έργα ενεργειακών υποδομών, όπως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις Euroasia (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ) και Euroafrica (Αίγυπτος – Κύπρος – Ελλάδα), που επίσης δημιουργούν συνθήκες ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου, αλλά και το project του FSRU της Αλεξανδρούπολης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει πύλη εισόδου για το αέριο της Μεσογείου προς τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη μεταστροφή των ΗΠΑ, η κοινοπραξία IGI Poseidon (50% ΔΕΠΑ – 50% Edison) ξεκαθαρίζει ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσει και να προχωρά την ωρίμανση του έργου, το οποίο στην αρχική του μορφή έχει σχεδιαστεί να έχει χωρητικότητα 10 δισ. κυβικά μέτρα και μήκος 1.900 χιλιόμετρα και, ξεκινώντας από την Κύπρο, να κατευθύνεται στην Κρήτη και στη συνέχεια στην ηπειρωτική Ελλάδα, φτάνοντας σε υποθαλάσσιο βάθος έως 3 χιλιόμετρα.
“Στοπ” στην Κρήτη
Εκτός από τον East Med, αρνητικές εξελίξεις σημειώθηκαν και γύρω από ακόμα ένα εμβληματικό ενεργειακό project, την υπόθεση της έρευνας για υδρογονάνθρακες στην περιοχή της Κρήτης. Συγκεκριμένα, η κοινοπραξία στην οποία έχουν παραχωρηθεί τα δύο θαλάσσια οικόπεδα νοτίως και δυτικά της Κρήτης, που αποτελείται από την Total, την ExxonMobil και τα Ελληνικά Πετρέλαια, ενημέρωσε την ΕΔΕΥ για την απόφασή της να μην προχωρήσει φέτος στη διενέργεια σεισμικών ερευνών. Σύμφωνα με το workplan που επιδόθηκε στη διαχειριστική αρχή, δεν περιλαμβάνεται η διενέργεια σεισμικών ερευνών φέτος τον χειμώνα, παρά το γεγονός ότι ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε αυτές να γίνονταν στο διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου.
Με δεδομένο ότι οι σεισμικές καταγραφές πραγματοποιούνται για περιβαλλοντικούς λόγους προστασίας των θαλάσσιων θηλαστικών στο διάστημα Νοεμβρίου-Απριλίου, καθίσταται σαφές ότι μέχρι τον Οκτώβριο, οπότε και λήγει το προβλεπόμενο από τη σύμβαση χρονικό περιθώριο, δεν θα πραγματοποιηθούν έρευνες. Βεβαίως, το μεγάλο ερώτημα είναι εάν η κοινοπραξία θα αιτηθεί τη χορήγηση χρονικής παράτασης, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί.
Η απόφαση της κοινοπραξίας, πάντως, δεν θα πρέπει να θεωρείται ως έκπληξη, υπό την έννοια ότι η αρνητική συγκυρία στη διεθνή αγορά υδρογονανθράκων οδηγεί τις εταιρείες να στρέφονται σε πιο ώριμα projects, με μικρότερες τεχνικές δυσκολίες και πιο περιορισμένο ρίσκο. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι για την απόφαση της κοινοπραξίας ρόλο έπαιξαν και οι καθυστερήσεις της ελληνικής γραφειοκρατίας, αλλά και το ασαφές πολιτικό στίγμα απέναντι στην έρευνα και παραγωγή υδρογονανθράκων.
Χαρακτηριστικά, η ελληνική κυβέρνηση το τελευταίο διάστημα δεν έχει κρύψει την επιφύλαξη με την οποία αντιμετωπίζει την υπόθεση των εξορύξεων. Μάλιστα, κάποια κυβερνητικά στελέχη έχουν τοποθετηθεί ανοιχτά εναντίον των εξορύξεων, στο πλαίσιο της στρατηγικής για την ενεργειακή μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αντίθετα με την Ελλάδα, οι δύο ξένες εταιρείες της κοινοπραξίας συμμετέχουν κανονικά και προχωρούν την ανάπτυξη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην περιοχή της Κύπρου, η οποία στο πρόσφατο παρελθόν εκμεταλλεύτηκε το θετικό momentum της αγοράς, προχωρώντας ταχύτατα τις διαδικασίες.
Έτσι, σήμερα η κυπριακή αγορά θεωρείται πιο ώριμη, το ρίσκο είναι μικρότερο, ενώ υπάρχουν και απτά ερευνητικά αποτελέσματα που βοηθούν τις εταιρείες να ανάψουν το πράσινο φως για νέες έρευνες