Ανατολικά του 25ου μεσημβρινού

Ανατολικά του 25ου μεσημβρινού
Με κόκκινο χρώμα, ο 25ος Μεσημβρινός. Η Άγκυρα γκριζάρει και αμφισβητεί έμπρακτα οτιδήποτε βρίσκεται στα ανατολικά του.

Ανατολικά του 25ου μεσημβρινού.

                                I heart! I heart! […] the crash as of an empire falling

                                                      Percyn Bysshen Shelley (1/11/1821) «Hellas»

Μτφ. «Ακούω! Ακούω! […] Τον πάταγο σαν από μια αυτοκρατορία που καταρρέει».

Σε καθημερινή ραδιοφωνική εκπομπή γνωστός δημοσιογράφος, πολύπειρος και ειδήμον σχετικά με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, ακολουθώντας τη γνωστή γραμμή κατευνασμού και αφού τους τελευταίους δύο μήνες αναρωτιόνταν κάθε φορά που έβγαινε στον αέρα των ερτζιανών, αν η Τουρκία και ο πρόεδρός της κινούνται πλέον σε μια πιο ήπια γραμμή, μετά την ανακοίνωση του απόπλου του ερευνητικού πλοίου Τσεσμέ με προορισμό την περιοχή ανατολικά του 25ου μεσημβρινού στο Ανατολικό Αιγαίο και εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αλλά και τις εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν που προηγήθηκαν άλλαξε τροπάρι και κατέληξε στο βαρυσήμαντο και λογικοφανές (για εκείνον), συμπέρασμα: η μέχρι τώρα επιθετική στάση της γείτονος ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της παρουσίας Τράμπ στον Λευκό Οίκο!

κείμενο Κωνσταντίνος Μούσσας,

Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριξε ο εν λόγω μεγαλόσχημος δημοσιογράφος αρχισυντάκτης πολλών εφημερίδων και συντονιστής φόρουμ και συνεδρίων,  ότι η Τουρκία είχε αποθρασυνθεί την τελευταία τετραετία-ξεχνώντας τα Ίμια αλλά και άλλες σοβαρές προκλήσεις σε Αιγαίο και Έβρο- ακριβώς λόγω της καλής σχέσης του  πρώην Αμερικανού προέδρου με τον Τούρκο ομόλογό του. Κάτι που ως ένα βαθμό είναι προφανώς, σωστό.

Ποιος άλλωστε μπορεί να προσπεράσει δηλώσεις του Τράμπ όπου αποκαλούσε τον Ερντογάν «σκακιστή παγκόσμιας κλάσης»[1]. Όμως η άποψη αυτή  απηχεί μέρος και όχι όλη την πραγματικότητα και σχετική απόδειξη αποτελούν ακριβώς οι πρόσφατες προκλητικές κινήσεις της τουρκικής προεδρίας, που μόνο χαμηλών τόνων δεν μπορούν να θεωρηθούν, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες των γνωστών εγχώριων «κατευναστών» του θηρίου, να μας πείσουν ότι απλώς πρόκειται για τις «γνωστές και συνηθισμένες» εκρήξεις Ερντογάν[2].

Βλέπετε τους «τελείωσε» το αφήγημα που ήθελε όλες τις επιθετικές κινήσεις της άλλης πλευράς να τις δικαιολογεί ως μια προσπάθεια του καθεστώτος να αντιμετωπίσει διάφορα εσωτερικά ζητήματα (η γνωστή θεωρεία περί «εξαγωγής της κρίσης) και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να κοιμόμαστε έτοιμοι με το όπλο παρά πόδα, αλλά να συνεχίσουμε τον βαθύ και βολικό λήθαργο της απραξίας, της υποχωρητικότητας, του «δε βαριέσαι τίποτα δεν θα γίνει» και του επίσης γελοίου «βούτυρο αντί κανόνια».

Είναι απορίας άξιο, με πόση επιμονή και ύποπτη προσήλωση σε θέσεις ξεπερασμένες από τα ίδια τα γεγονότα, προσπαθούν κάποιοι εθελοτυφλώντας, να εξηγήσουν και να υποβαθμίσουν τους καθόλου τυχαίους ελιγμούς και την επιθετικότητα της Τουρκίας ως αν αυτά να μην προέρχονται, καθορίζονται και τελικώς αποφασίζονται από την ηγεσία της, αλλά πότε από τις Η.Π.Α, την άλλη από τη Ρωσία και την τρίτη από τη Γερμανία.

Ευτυχώς ή δυστυχώς τα γεγονότα τους διαψεύδουν οικτρά και επιβεβαιώνουν όσους χρόνια τώρα υποστηρίζουν το βάθος και το εύρος της τουρκικής διπλωματίας, το οποίο έχει έναν σταθερό πυρήνα και μια συγκεκριμένη στόχευση, εδώ και δεκαετίες.

Απλώς τώρα κακή τη τύχη, βρέθηκε ένας μεγαλομανής ηγέτης με πασιφανές ναπολεόντειο σύνδρομο, να την υλοποιήσει σε μια ευνοϊκή  συγκυρία (εντεινόμενη αστάθεια στην περιοχή, απομάκρυνση των Η.Π.Α επί προεδρίας Τραμπ από την παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα, τη Ρωσική -έστω και πρόσκαιρη και με αρκετούς αστερίσκους- εύνοια και φυσικά τη συνηθισμένη απροσχημάτιστη υποστήριξη και όχι απλώς ανοχή της Γερμανίας. (Κατά την περίοδο προεδρίας της  στην Ε.Ε, σημειώθηκε και η μεγαλύτερη έξαρση των προκλήσεων με αποκορύφωμα τη σύγκρουση της φρεγάτα Λήμνος με την τουρκική Κεμάλ Ρέις[3] γεγονός που σύμφωνα με δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού σε συνέντευξή του στον Αλέξη Παπαχελά, ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην κρίση μεταξύ των δύο χωρών, τους τελευταίους έξι μήνες).

Δε θα κουραστώ να υποστηρίζω την άποψη που προκύπτει από τις δηλώσεις, αλλά το κυριότερο από τις ενέργειες της άλλης πλευράς την τελευταία -τουλάχιστον-δεκαετία, αν όχι εικοσαετία: η τουρκική εξωτερική πολιτική, ακολουθεί μια σταθερή στρατηγική μακράς πνοής αμφισβήτησης και αναθεώρησης συνθηκών και συνόρων σε όλη την περιοχή που κάλυπτε η πάλαι ποτέ Οθωμανική Αυτοκρατορία- από την Β. Αφρική έως την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν η οποία σχεδιάζεται εν μέρη από το τουρκικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο και εν μέρη από την εγχώρια οικονομική ελίτ, με την υποστήριξη κάθε φόρα πρόθυμων συμμάχων, (χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου αμφιλεγόμενου παράγοντα είναι το Ισραήλ, το οποίο μόνο την τελευταία πενταετία είχε απομακρυνθεί από τη σφαίρα επιρροής της Άγκυρας, ειδικά μετά τη στάση της τελευταίας αναφορικά στο παλαιστινιακό ζήτημα και στον πόλεμο με τη Συρία, αλλά και σε ό,τι αφορά την επικείμενη σύγκρουση με το Ιράν, το οποίο είναι και ο τελικός στόχος για το Τελ Αβίβ, πολύ πριν την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματός του, γεγονός που απλώς λειτουργεί ως άλλοθι και βολική αφορμή).

Από την άλλη πλευρά όμως και το τουρκικό κατεστημένο δεν εννοεί να αποδεχθεί, αυτό που για το Βρετανικό Στέμμα συνειδητοποίησε εγκαίρως, είτε μετατρέποντας το καθεστώς μιας πλήρους υποταγμένης αποικίας σε εκείνο της ελεγχόμενης ανεξαρτησίας, είτε δημιουργώντας εκείνες τις οικονομικές κυρίως συνθήκες αλληλεξάρτησης, οι οποίες θα διατηρούσαν τις πρώην κτίσεις σε έναν χαλαρό άξονα υποτέλειας για να δώσουμε ένα παράδειγμα. 

Το ίδιο-αν και σε μικρότερο βαθμό και μεταχειριζόμενη άλλα μέσα (κυρίως τη μετανάστευση και την πολιτιστική αφομοίωση)- πέτυχε και η Γαλλία στις πρώην αποικίες της Β. Αφρικής).

Καμία από τις δύο μεγάλες δυνάμεις του «παλιού κόσμου», δεν προσπάθησε βίαια- με εξαίρεση την επέμβαση στα νησιά Φώκλαντ[4]– να συντηρήσει το προηγούμενο αποικιακό καθεστώς σε χώρες όπως ή Ινδία και η Ταιβάν. Αντιθέτως μετά την εποχή του ψυχρού πολέμου και ειδικά στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, προβλέποντας την αλλαγή στον παγκόσμιο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και στον τρόπο επιβολής της ηγεμονίας τους, μεταχειρίστηκαν έξυπνα και εναλλακτικά μέσα ελέγχου, αποφεύγοντας τις αιματηρές συμπλοκές που θα προέκυπταν από την αναπόφευκτη ανάπτυξη εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, αλλά και επιτυγχάνοντας προνομιακές διμερείς συμφωνίες σε οικονομικό αλλά και στρατιωτικό επίπεδο με τις «ανεξάρτητες» πλέον χώρες, μεταβάλλοντάς τες σε στην ουσία σε προτεκτοράτα.

Το δόγμα αυτό- του ήπιου ελέγχου- υιοθετήθηκε πρώτα από τις κατεξοχήν δυο ψυχροπολεμικές υπερδυνάμεις Η.Π.Α και Σοβιετική Ένωση στις περιπτώσεις του Βιετνάμ και του Αφγανιστάν[5] αντίστοιχα. Και στις δύο αυτές χώρες με το τόσο διαφορετικό κοινωνικό κυρίως υπόβαθρο, η οικονομική αλλά και ως ένα βαθμό η πολιτική διείσδυση, επετεύχθη αποτελεσματικότερα κα πιο άμεσα όταν χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό, μη στρατιωτικές μορφές επιβολής οι οποίες αποδίδουν περισσότερο όταν δεν συνδυάζονται με ανατροπές καθεστώτων, αλλά αντίθετα όταν νομιμοποιούνται από μια κατ’ επίφαση δημοκρατία η οποία όμως προέρχεται από μια ελεγχόμενη κατά το πλείστων κυβέρνηση, αντιπολίτευση και πνευματικό κόσμο.

Η σταθερότητα παρόμοιων καθεστώτων διασφαλίζεται για μεγαλύτερο διάστημα, (πάντα προς όφελος της μίας πλευράς), αφού αφενός υποστηρίζονται οικονομικά από τις δυνάμεις που τα ανέδειξαν και αφετέρου από τον λαό ο οποίος ζει με την ψευδαίσθηση της δημοκρατικής συμμετοχής, της λαϊκής κυριαρχίας και μιας κάποιας πλασματικής ευμάρειας.

Σε επόμενη φάση και εφόσον αυτή υβριδική κατάσταση δεν εξυπηρετεί πλέον τα συμφέροντα των δυνάμεων επιρροής, με τρόπους και πάλι μη-βίας και εμπλοκής, σχεδιάζεται και υλοποιείται μια ομαλή μετάβαση σε μια διάδοχη κατάσταση η οποία επίσης όμως ουσιαστικά ελέγχεται. Σε αντίθετη περίπτωση αντί της άμεσης στρατιωτικής παρέμβασης, επιλέγεται η ενθάρρυνση είτε ριζοσπαστικών εγχώριων δυνάμεων αποσταθεροποίησης (εφόσον υφίσταται) είτε ενισχύονται εκπρόσωποι λαϊκιστικών και δημαγωγικών πολιτικών άκρων (που όμως συνήθως κολακεύουν τις μάζες και γίνονται αρεστά στο πλατύ κοινό) τα οποία θα λειτουργήσουν επικουρικά σε κυβερνήσεις συνασπισμού και συνεργασίας.

Και αυτά σταδιακά θα αποδυναμωθούν από τα ίδια κέντρα εξουσίας και θα καταρρεύσουν, σε ένα ατέρμονο κύκλο ελέγχου και χειραγώγησης της εξουσίας, κατά τον οποίο όμως οι χώρες που δρουν ρυθμιστικά ως προστάτιδες, απομυζούν πλούτο, φυσικούς πόρους και παραγωγικά μέσα, εκμεταλλευόμενες το κράτος που υποτίθεται έχουν παραχωρήσει αυτονομία, γεωστρατηγικά, πολιτικά, οικονομικά, χωρίς να απασχολούνται και να αναλώνονται σε μακροχρόνιες, αιματηρές, και συχνά δαπανηρές συγκρούσεις.

Για παράδειγμα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Μαρία Στιούαρτ[6] θα κατέληγε κάτω από το τσεκούρι του δήμιου σήμερα. Ίσως απλώς η Ελισάβετ Α’ και προς θεού όχι η «καλοκάγαθη» σημερινή Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου- να είχε ελέγξει απλώς την άτακτη εξαδέλφη, δίνοντάς της τόση εξουσία όση θα αρκούσε ώστε κατόπιν να τη χειραγωγεί προς όφελος του στέμματος, μέχρι να την αποδυναμώσει ενσπείροντας εμφυλιακές τάσεις ριζοσπαστικοποίησης, διαφθείροντας το περιβάλλον της και δημιουργώντας τριγμούς εκ των έσω.

Δυστυχώς ή ευτυχώς η Τουρκία, οδηγούμενη σε μια αμετροεπή και παράλογη επιθετική στρατηγική όχι τόσο σύγκρουσης- διότι δεν είναι αυτό που επιδιώκει αντιθέτως γνωρίζοντας τις αντικειμενικές αδυναμίες της, την πολυμέτωπη άρα και εξαντλητική δράση της σε διάφορα πεδία συγκρούσεων,( κάτι που όμως της εξασφαλίζει κύρος, συμμαχίες, και διατηρεί σε διαρκή εγρήγορση την πολεμική της μηχανή), προσπαθεί να επιβάλει  μια ατζέντα κατ’ αρχήν ευνοϊκών για την ίδια ζητημάτων προς διαπραγμάτευση και κατόπιν ενός οδυνηρού συμβιβασμού από την πλευρά μας, σε όλα τα μέτωπα και θέματα: ενεργειακό, μειονοτήτων, συνόρων.

Αυτή η διπλωματική και στρατιωτική στρατηγική αποτελεί τη σταθερή και μόνιμη επιδίωξη και επιλογή της τουρκικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, ανεξάρτητα από τις εσωτερικές συγκρούσεις και διαγκωνισμούς. Ας μην ελπίζουμε λοιπόν σε κάποια αλλαγή ή διαλλακτικότητα με αφορμή την αλλαγή στον ένοικο του Λευκού Οίκου, ο οποίος ναι μεν έδειξε από τις πρώτες κιόλας ημέρες της διακυβέρνησής του τις προθέσεις του ειδικά ως αναφορά το ακανθώδες θέμα των S400 (η οποίοι εκτός των προφανών επιχειρησιακών πλεονεκτημάτων τους μπορούν να λειτουργήσουν και ως ισχυρό διπλωματικό αντιστάθμισμα), αλλά και αυτό της επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος.

Ούτε φυσικά και σε κάποια ουσιαστική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον στην κατεύθυνση των ξεκάθαρων και αυστηρών κυρώσεων, όχι μόνο διότι το ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων αποτελεί ήσσονος σημασίας περιφερειακό ζήτημα για τα ισχυρά μέλη της Ένωσης και παρότι η διχοτομημένη Κύπρος είναι πλήρες μέλος της Ένωσης και της Ο.Ν.Ε, αλλά και διότι η τουρκική πλευρά ευφυώς κατάφερε να ενισχύσει στο μεσοδιάστημα έτι περαιτέρω τις οικονομικές σχέσεις με αρκετές μέλη της Ένωσης, εκτός φυσικά από τη Γερμανία, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, κ.α. από τη μια και από την άλλη φρόντισε να «προλάβει» να διεισδύσει οικονομικά και στρατιωτικά σε χώρες που συνορεύουν με την Ελλάδα και με τις οποίες μάλιστα έχουμε γεωπολιτικές διαφορές και σημεία τριβής: τρανά παραδείγματα η Αλβανία και τα Σκόπια, τα οποία δεν λειτουργούν απλώς ως μέρος του λεγόμενου μουσουλμανικού τόξου, αλλά ως δορυφόροι και εργαλεία ανασύστασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Παρά ταύτα ο σημαντικότερος κίνδυνος δεν είναι αυτή καθαυτή η ασταθής Τουρκία, αλλά η υιοθέτηση μιας συμβιβαστικής πολιτικής κατευνασμού, μόνιμης και με κάθε κόστος άμυνας και υπαναχώρησης όχι μόνο πλέον από την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και από άλλες χώρες που σύντομα θα βρεθούν -αν δεν έχουν ήδη βρεθεί (π.χ. Αρμενία) στο βαρυτικό πεδίο της αφού η ίδια προσδοκά και οραματίζεται έναν νέο αναβαθμισμένο ρόλο, αν όχι μιας αυτοκρατορικής υπερδύναμης, πάντως σίγουρα μιας κεντρικής μεγάλης χώρας με περιφερειακούς δορυφόρους τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και ασιατικό έδαφος, κυρίως με βάση τα θρησκευτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά τους.


[1] «Αντιμετωπίζεις (εννοεί στην προεδρία) ανθρώπους που είναι πολύ έξυπνοι. Αντιμετωπίζεις σκακιστές παγκόσμιας κλάσης ανάμεσα στους ηγέτες αυτών των χωρών. Τα ξέρω όλα. Τα πάμε πολύ καλά με όλους αυτούς, τον Ερντογάν της Τουρκίας. Δεν μου αρέσει να το λέω δημοσίως … ταιριάζω μαζί του. Ακούει». Ντόναλντ Τραμπ, Fox News, Αύγουστος 2020.

[2] Σχετική δήλωση είχε κάνει η Ντόρα Μπακογιάννη στη ραδιοφωνική εκπομπή του Παύλου Τσίμα στον ΣΚΑΙ στις 12/2/2021.

[3] Στις 12/08 /2020, λίγο έλειψε να ξεσπάσει θερμό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όταν η τουρκική φρεγάτα «Κεμάλ Ρέις», που συνόδευε το ερευνητικό πλοίο «Oruc Reis», προσέκρουσε στην ελληνική φρεγάτα «Λήμνος» που παρακολουθούσε στενά τις κινήσεις των τουρκικών πλοίων εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθούν ζημιές στο τουρκικό πολεμικό πλοίο, σε αντίθεση με την ελληνική φρεγάτα. Μάλιστα, η φρεγάτα «Λήμνος», μετά το περιστατικό, ήταν απόλυτα αξιόπλοη και συμμετείχε κανονικά στην κοινή ναυτική άσκηση Ελλάδας-Γαλλίας.

Πηγή: iefimerida.gr

[4] Πόλεμος των Φώκλαντς. Ξεκίνησε την Παρασκευή 2 Απριλίου 1982 όταν κατέλαβε τις Νήσους Φώκλαντ (και την επόμενη ημέρα τις Νήσους Νότια Γεωργία και Νότιες Σάντουιτς) σε μια προσπάθεια να αποδείξει την κυριαρχία της σε αυτά. Στις 5 Απριλίου, η Βρετανική κυβέρνηση απέστειλε ναυτική δύναμη για να εμπλακεί με το Ναυτικό της Αργεντινής. Η σύγκρουση διάρκεσε 74 ημέρες και έληξε με την παράδοση της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1982, επιστρέφοντας τα νησιά σε Βρετανικό έλεγχο. Και οι δύο πλεύρες είχαν σημαντικές απώλειες, με βαρύτερες αυτές της Αργεντινής.

[5]  Bernkopf Tucker, Nancy (June 2005). Taiwan Expendable? Nixon and Kissinger Go to China. The Journal of American History. 92 (1): 117.

 Dommen, Arthur (2002). The Indochinese Experience of the French and the Americans: Nationalism and Communism in Cambodia, Laos, and Vietnam. Indiana University Press. p. 878.

[6] Μαρία Α΄ (Mary, Queen of Scots,  1542 – 1587) από τον Οίκο των Στιούαρτ ήταν βασίλισσα της Σκωτίας (14 Δεκεμβρίου 1542 – 24 Ιουλίου 1567) . Μετά την λεγόμενη «Επανάσταση του Βορρά» η Ελισάβετ Α΄ βασίλισσα της Αγγλίας (στην οποία η Μαρία Στιούαρτ είχε καταφύγει μετά την ανατροπή της από τον θρόνο της Σκωτίας ), κατάσχεσε όλα τα κάστρα της και την κράτησε φυλακισμένη για 19 χρόνια. Η Μαρία της Σκωτίας τελικά κρίθηκε ένοχη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας εναντίον της Ελισάβετ ύστερα από δίκη, με την κατηγορία ότι σχεδίαζε την δολοφονία της βασίλισσας(1586), και αποκεφαλίστηκε.

Fraser, Antonia (1994) [1969]. Mary Queen of Scots. London: Weidenfeld and Nicolson.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κωνσταντίνος Μούσσας, γεννήθηκε στον Πειραιά, σπούδασε ιατρική και
έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές και τρεις μεταφράσεις Ιταλών ποιητών
και διηγηματογράφων. Είναι μέλος πολλών λογοτεχνικών συλλόγων στην
Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις, ενώ
ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά. Ποιήματά του έχουν
απαγγείλει οι :Στέφανος Ληναίος, Γιώργης Χριστοδούλου, Αιμίλιος Χειλάκης,
Τάσος Νούσιας, Ρένος Χαραλαμπίδης, και ο Γρηγόρης Βαλτινός.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *