
Δύο χώρες κυριαρχούν στον παγκόσμιο γεωπολιτικό ανταγωνισμό: οι Ηνωμένες Πολιτείες, μια καθιερωμένη υπερδύναμη, και η Κίνα, μια ταχέως αναπτυσσόμενη υπερδύναμη που οδηγείται από μια ισχυρή οικονομία. Μια τρίτη χώρα, πρώην υπερδύναμη του 20ού αιώνα, προσπαθεί να διατηρήσει τη θέση της στο βάθρο στηριζόμενη στην ενεργειακή, πυρηνική και στρατιωτική ισχύ: η Ρωσία. Μια τέταρτη χώρα, η Ινδία, η οποία εδώ και πολύ καιρό στηρίζεται στους ενεργειακούς πόρους και εν μέρει, στη στρατιωτική τεχνογνωσία της Ρωσίας, έχει τώρα τη δυνατότητα να μπει σε αυτόν τον ανταγωνισμό, στη πρώτη γραμμή.

Την εποχή που οι μεσαίες δυνάμεις κλονίζονται από περιφερειακές ανασυνθέσεις σε όλο τον κόσμο, μια μικρή ομάδα κρατών εμπλέκεται σε έναν εντελώς διαφορετικό ανταγωνισμό, που καθορίζει το πλαίσιο του παγκόσμιου παιχνιδιού. Ο 21ος αιώνας έχει γίνει το σκηνικό μιας αντιπαράθεσης μεταξύ μεγάλων δυνάμεων που ξεπερνούν τις άλλες ως προς τις δυνατότητες και τις φιλοδοξίες τους.
Η ισχύς, δηλαδή η «ικανότητα μιας πολιτικής οντότητας να επιβάλλει τη βούλησή της σε άλλες οντότητες», μπορεί να χαρακτηριστεί από μερικά βασικά χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα να κατέχει κανείς σε ένα ορισμένο επίπεδο: οικονομικός πλούτος, μέγεθος πληθυσμού, ικανότητα επιρροής και στρατιωτική δύναμη, με έμφαση στη πυρηνική ισχύ. Πέρα από αυτά τα ποσοτικά κριτήρια, η επιθυμία να επιβάλλεις τη παρουσία και τα συμφέροντα σου στο παγκόσμιο παιχνίδι, είναι μια άλλη προϋπόθεση, απαραίτητη για να είσαι μέρος αυτής της πολύ κλειστής ομάδας. Η γεωπολιτική φιλοδοξία, τα εσωτερικά συμφέροντα και η επιθυμία για κυριαρχία παραμένουν καθοριστικά για τα κράτη αυτά, στο βαθμό που προέρχονται από το κυρίαρχο οικονομικοκοινωνικό σύστημα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εξακολουθούν να είναι μια καθιερωμένη υπερδύναμη, αλλά η Κίνα δείχνει μια οικονομική ισχύ σχεδόν ισοδύναμη με αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών και η ικανότητά της για επιρροή προσεγγίζει σταδιακά την ήπια ισχύ του αντιπάλου της. Κατά τα άλλα, οι δύο χώρες είναι αντινομικές και οι ανωτερότητες είναι ξεκάθαρες και κατανεμημένες: κυρίως δημογραφικές από τη μια πλευρά, τη Κίνα και στρατιωτικές από την άλλη, τις ΗΠΑ.
Η πρώην υπερδύναμη του 20ου αιώνα, η Ρωσία, βγήκε πολύ αποδυναμωμένη από την ήττα της στην ιδεολογική, οικονομική και πολιτική μάχη που έδωσε με τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η μόνη δύναμη της σήμερα έγκειται στη στρατιωτική της ικανότητα συμπεριλαμβανομένου του γιγαντιαίου πυρηνικού οπλοστασίου της, αντίστοιχου με αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στους ενεργειακούς πόρους.
Για την Ινδία μέχρι τώρα, οι εσωτερικές δυσκολίες της ήταν πολύ μεγάλες και η βούληση της για διεκδίκηση παγκόσμιου ρόλου, ήταν περιορισμένη. Ο Ναρέντρα Μόντι όμως, αποφάσισε ότι είναι καιρός η χώρα του να υιοθετήσει μια παγκόσμια στρατηγική ισχύος, εάν δεν επιθυμεί να υποταχθεί στην κινεζική ηγεμονία.
Το παιχνίδι είναι πολύπλοκο: οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι αμφισβητούν ο ένας τον άλλον, προσπαθούν να αποδυναμώσουν ο ένας τον άλλον μέσω ενός παιχνιδιού συμμαχιών και κυρώσεων, αλλά και συνεργάζονται οικονομικά. Με τη διακυβέρνηση Τραμπ, οι ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει έναν στρατηγικό εξορθολογισμό της πρωτοκαθεδρίας τους στο διεθνές σύστημα, μια στρατηγική σύμπτυξη. Σε μια προηγούμενη φάση στρατηγικής σύμπτυξης, το 1972, την περίοδο διακυβέρνησης Νίξον και Κίσινγκερ, οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να προσεταιριστούν τη Κίνα, στοχοποιώντας την τότε ΕΣΣΔ. Στη παρούσα φάση, η Ουάσιγκτον φαίνεται να προσπαθεί να προσεταιριστεί, έστω εν μέρει τη Ρωσία, αποδυναμώνοντας τη ρωσοκινεζική σχέση και κατ΄ επέκταση, τους BRICS.
Η Ρωσία παίζει πάνω στην αντίθεση ΗΠΑ-Κίνας, ελπίζοντας να επωφεληθεί από τα απροσδόκητα αποτελέσματα μιας πιθανής σινο-αμερικανικής αντιπαράθεσης. Παράλληλα, προσπαθεί να επωφεληθεί από το στρατηγικό σοκ στα μέσα Φεβρουαρίου, στη Διάσκεψη του Μονάχου, που αποδυναμώνει σημαντικά τη διατλαντική σχέση. Η Ινδία προτιμά να διαμορφώνει μια ισορροπημένη στάση, ακολουθώντας συχνά αντιφατικές ευθυγραμμίσεις, για να γίνει απαραίτητη και να αποκτήσει – στο τέλος – τη θέση του μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που θεωρεί ότι δικαιούται.
Σε αυτό το κάδρο των μεγάλων δυνάμεων, δεν περιλαμβάνεται η ΕΕ, στο βαθμό που αποτελεί μόνο μια ισχυρή οικονομική οντότητα και οπωσδήποτε, όχι μεγάλη δύναμη. Η απουσία πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, καθώς και η διαφαινόμενη αποδυνάμωση της διατλαντικής σχέσης, περιορίζουν σημαντικά το αποτύπωμα της ΕΕ στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Αναδημοσίευση από το facebook του κου Χωραφά