Η εξαγγελία κατασκευής της «Διώρυγας της Κωνσταντινούπολης» (ISTANBUL CANAL) από τον Ερντογάν σημαίνει ότι η Άγκυρα αυξάνει την γεωπολιτική επιρροή της έναντι των μεγάλων δυνάμεων και φέρνει στο προσκήνιο την Συνθήκη του Μοντρέ, η οποία θεωρείται από την Τουρκία ως ασύμβατη με τις στρατηγικές φιλοδοξίες της στην Μαύρη Θάλασσα και Ανατολική Μεσόγειο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Το έργο προϋπολογισμού 25 δισ. ευρώ και μήκους 45 χιλιομέτρων, παραλληλίζεται με τις διώρυγες του Σουέζ και του Παναμά, καθώς προβλέπεται να συνδέσει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, παρακάμπτοντας τον Βόσπορο και τα Δαρδανέλια. Οι επικριτές του σχεδίου κάνουν λόγο για κατασκευαστική τρέλα και περιβαλλοντικό έγκλημα, αλλά ο Ερντογάν επιμένει, προσδοκώντας τεράστιο οικονομικό όφελος.
Πέραν αυτών, η διαμάχη απέκτησε γεωπολιτική διάσταση: ο έλεγχος των Δαρδανελίων από την Τουρκία διέπεται από τους περιορισμούς της Συνθήκης του Μοντρέ (1936), οι οποίοι δεν είναι αυτονόητο ότι θα ισχύσουν για τη νέα διώρυγα. Μιλώντας στο HaberTurk λίγες ώρες μετά την επικύρωση του σχετικού νομοσχεδίου, ο πρόεδρος της βουλής Μουσταφά Σεντόπ υποστήριξε ότι το θέμα είναι ανοιχτό και ότι, σε κάθε περίπτωση, ο Ταγίπ Ερντογάν έχει τη δυνατότητα να αποσύρει τη χώρα του από τη Συνθήκη του Μοντρέ με απλό προεδρικό διάταγμα.
Θυμίζουμε πως με τη Συνθήκη του Μοντρέ της 20ης Ιουλίου 1936 η Τουρκία έχει τον έλεγχο των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων και ρυθμίζει τις διελεύσεις των πλοίων. Η Τουρκία μπορεί να περιορίσει ή να αποκλείσει αυτές τις διελεύσεις μόνο όταν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση.
Η Συνθήκη του Μοντρέ αντικατέστησε την Συνθήκη των Σεβρών (1920) και αναφορικά με τα Στενά την Συνθήκη της Λοζάνης (1923), υπεγράφη δε από την Σοβιετική Ένωση, Βουλγαρία, Ρουμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα και Τουρκία.
Η Συνθήκη της Λοζάνης που προηγήθηκε αυτής του Μοντρέ είχε απαγορεύσει την τουρκική στρατιωτική ανάπτυξη κατά μήκος του Βοσπόρου και εγκατέστησε διεθνή επιτροπή για τη ρύθμιση της θαλάσσιας κυκλοφορίας. Η Συνθήκη του Μοντρέ αναιρεί αυτές τις διατάξεις και έδωσε στην Τουρκία το δικαίωμα να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διέλευση ξένων στρατιωτικών πλοίων κατά τη διάρκεια του πολέμου, επιβάλλοντας παράλληλα αυστηρά όρια στη διέλευσή τους σε περιόδους ειρήνης.
Η Συνθήκη ίσχυσε απρόσκοπτα έως σήμερα, ακόμη και κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν εν ισχύ λόγω της ουδετερότητας της Τουρκίας. Η Συνθήκη εγγυάται την ελεύθερη ναυσιπλοΐα από τα μη στρατιωτικά πλοία σε καιρό ειρήνης. Επιτρέπει στην Τουρκία την στρατιωτικοποίηση των Στενών. Επιτρέπει τη διέλευση πολεμικών πλοίων των παρευξείνιων χωρών με ειδοποίηση μιας εβδομάδας και υπό κάποιους όρους εκτοπίσματος, μεγέθους, οπλισμού. Περιορίζει όμως σημαντικά το πέρασμα των πολεμικών πλοίων που δεν ανήκουν σε κράτη της Μαύρης Θάλασσας (προειδοποίηση διέλευσης, όριο εκτοπίσματος πλοίων, περιορισμός οπλισμού, μη διέλευση αεροπλανοφόρων κλπ).
Κόντρα Ρωσίας – ΗΠΑ
Η Ρωσία ουδόλως επιθυμεί η Διώρυγα να επηρεάσει τους κανόνες του Μοντρέ και θα θεωρήσει το έργο τουρκικό ζήτημα εφόσον δεν αλλάξει αυτό το καθεστώς, το οποίο όχι μόνο θέτει κανόνες διέλευσης μέσω του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, αλλά ρυθμίζει επίσης την συνολική χωρητικότητα των πλοίων παράκτιων και μη παράκτιων χωρών της Μαύρης Θάλασσας. Τουτέστιν θέτει σαφέστατα την άποψη ότι η Διώρυγα δεν μπορεί να αλλάξει το καθεστώς διέλευσης πολεμικών πλοίων.
Οι ΗΠΑ στο παρελθόν έχουν συχνά συμβουλεύσει την Τουρκία να αψηφήσει το Μοντρέ καθώς περιορίζει τη διέλευση στρατιωτικών πλοίων, με τους αυστηρότερους κανόνες να ισχύουν για τις χώρες που δεν ανήκουν στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η σύμβαση απέκλειε τις προσπάθειες των ΗΠΑ να αναπτύξουν αεροπλανοφόρα, υποβρύχια και πλοία βαριάς χωρητικότητας στη Μαύρη Θάλασσα για να κρατήσουν τη Σοβιετική Ένωση υπό πίεση.
Το 2008, η Τουρκία αρνήθηκε άδεια σε μεγάλα αμερικανικά πολεμικά πλοία να εισέλθουν στη Μαύρη Θάλασσα, επικαλούμενη την Συνθήκη, μετά τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας εναντίον της Γεωργίας στη σύγκρουση της Νότιας Οσετίας και Αμπχαζίας.
Στην επανευθυγράμμιση, ανασημασιοδότηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής το «Istanbul Canal» αναδύεται ως ένας μοχλός ενδυνάμωσης της Τουρκίας στο διεθνές γεωπολιτικό στερέωμα. Το ζήτημα έχει εκτεταμένες διεθνείς προεκτάσεις, τις οποίες θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί ο Ερντογάν για την διασφάλιση των συμφερόντων της χώρας του.
Καθόσον η Τουρκία κείται σε γεωγραφικό χώρο γεωπολιτικής διεπαφής μεταξύ Ευρώπης, Βόρειας Αφρικής και Κεντρικής Ασίας επηρεάζει σημαντικά τον αστερισμό εξουσιών στην Ευρασία και ως εκ τούτου η Γεωπολιτική της χώρας αυτής είναι ένα σημαντικό κριτήριο για την εκτίμηση της κατάστασης των τουρκικών συμφερόντων, συμφέροντα που σχετίζονται και με τον ελλαδικό χώρο σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο.
O ρόλος της Κίνας
Η Κίνα έχει βρει πρόσφορο έδαφος και με γοργά και μεγάλα βήματα μπαίνει όλο και βαθιά στην τουρκική οικονομία, βάζοντας στο μάτι υποδομές και γενικώς ό,τι είναι διατεθειμένος ο σουλτάνος να της παραχωρήσει.
Για παράδειγμα υπάρχει η κινεζική πρωτοβουλία Belt and Road (BRI). Το BRI συνδέει την Ευρώπη και την Ασία μέσω ενός τεράστιου δικτύου σιδηροδρομικών και θαλάσσιων διαδρομών. Δεδομένης της γεωγραφικής της θέσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η Τουρκία είναι σε θέση να διαδραματίσει ρόλο, και μερικά από τα δικά της σχέδια υποδομής ευθυγραμμίζονται με το μεγάλο όραμα της Κίνας για τη δια-ευρασιατική συνδεσιμότητα. Το πρότζεκτ μεταφορών, “Μεσαίος Διάδρομος” για παράδειγμα, συνδέει την Τουρκία με την Κεντρική Ασία, με τρένο και πλοίο.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Το 2015, κινεζική κοινοπραξία αγόρασε το Kumport, τον τρίτο μεγαλύτερο τερματικό σταθμό εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, και καλοβλέπει τρία λιμάνια στη Μερσίνα, στο Τσανταρλί (νότια της Σμύρνης) και το Φιλιός στον Πόντο, στο Ζονγκουλντάκ. Σύμφωνα με πληροφορίες, κινεζικές εταιρείες επιθυμούν να συμμετάσχουν στη Διώρυγα της Κωνσταντινούπολης του Ερντογάν.