Mέχρι το 1962 στον χάρτη της αγοράς λιανεμπορίου στην Ελλάδα απεικονίζονταν αποκλειστικά τα παντοπωλεία και τα μπακάλικα της γειτονιάς, με σήμα – κατατεθέν τα χύμα προϊόντα και την προσωπική σχέση μεταξύ του καταναλωτή και του μαγαζάτορα.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 άνοιξε ένα κατάστημα – με το όνομα Γίγας – που έκανε τη διαφορά στον αριθμό κωδικών προϊόντων και για αυτό το λόγο έμοιαζε με σούπερ μάρκετ. Ο λόγος που έμοιαζε και δεν ήταν είναι ότι δεν είχε την ιδιότητα της απρόσωπης επιχείρησης. Ο ΓΙΓΑΣ συνέχιζε να διαθέτει την προσωπική εξυπηρέτηση στα ψώνια. Το μοντέλο της αυτοεξυπηρέτησης, βάσει του οποίου ο πελάτης παίρνει το καλάθι, ψάχνει μόνος του τα ράφια, παίρνει ό,τι θέλει, πληρώνει και φεύγει, εγκαινιάστηκε στο ελληνικό λιανεμπόριο με αυτό που αναγνωρίζεται ως το πρώτο χρονικά σούπερ μάρκετ στη χώρα.
Ήταν το «Self Service Μαρινόπουλος» που άνοιξε το 1962 στην οδό Κανάρη 9 στο Κολωνάκι και έφερε τη νέα μόδα, αυτή του self service και στην Ελλάδα. To ότι διαφημίστηκε στον τίτλο του καταστήματος καταδεικνύει τη καινοτομία της εποχής για τα ελληνικά δεδομένα. Ασφαλώς το άνοιγμα του αποτέλεσε πλήγμα για τα παντοπωλεία της περιοχής και αυτό το φαινόμενο θα διογκωνόταν τα επόμενα χρόνια, οπότε και η μαζική έλευση των σούπερ μάρκετ θα τελείωνε την εποχή των παντοπωλείων.
Παράλληλα με τους αδελφούς Μαρινόπουλου πάντως, το 1962, δημιουργήθηκε το πρώτο πειραματικό self service στην Κυψέλη από την «Θανόπουλος», που εξελίχθηκε γρήγορα σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ, με 10 μικτού τύπου καταστήματα στη δεκαετία 1962 – 1972. Το brand «Θανόπουλος» ήταν «βαρύ» τότε στην αγορά τροφίμων, έχοντας σχεδόν 100 χρόνια ιστορία, με αφετηρία το παντοπωλείο που είχε ανοίξει ο Παναγιώτης Θανόπουλος το 1877 στην οδό Αιόλου.
Μετά το 1962 και εντός της δεκαετίας του ’70 ακολούθησαν πολλοί, εταιρίες που υπάρχουν – μεσουρανούν έως σήμερα ή κατέρρευσαν στην πορεία. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν βέβαια τα «Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος» και «Σκλαβενίτης», που εγκαινίασαν το πρώτο κατάστημά τους την ίδια χρονιά (1968), σε Ψυχικό και Περιστέρι αντίστοιχα. Πέραν της «Θανόπουλος», εταιρίες που δεν υπάρχουν πια είναι το «Καταναλωτής ΚΟΝΣΟΥΜ COOP», που άνοιξε το 1964 στη Θεσσαλονίκη και η αλυσίδα Καράογλου, που ξεκίνησε το 1966 στη Λάρισα.
Βέβαια στα ιστορικά σούπερ μάρκετ που έχουν βάλει λουκέτο, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον Μαρινόπουλο, από τη στιγμή που το brand δεν υπάρχει πια και η επιχείρηση πέρασε εξ ολοκλήρου στα χέρια της Σκλαβενίτης.
Σε αυτή τη μακρά διαδρομή, άνω του μισού αιώνα, ο Μαρινόπουλος έμεινε στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού ως συνώνυμο των Hypermarket, είτε ως Prisunic Μαρινόπουλος (1963-1991), είτε ως Carrefour Μαρινόπουλος, είτε ως Champion Μαρινόπουλος. Ο ομώνυμος γαλλικός όμιλος εισήλθε στην Ελλάδα το 1992 με τα καταστήματα Continent, ενώ οι Έλληνες κι οι Γάλλοι «συγκατοίκησαν» ως μέτοχοι υπό την Carrefour Μαρινόπουλος από το 2000.
Το 2012 όμως οι Γάλλοι αποφάσισαν να αποσυρθούν ως επενδυτές από τη δοκιμαζόμενη, λόγω οικονομικής κρίσης, ελληνική αγορά μετά από 20 χρόνια παρουσίας τους και η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τον όμιλο Μαρινόπουλου, ο οποίος ανέλαβε αποκλειστικός μέτοχος της Carrefour Μαρινόπουλος και ταυτόχρονα master franchise των γαλλικών σημάτων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Τα ανοίγματα που είχαν γίνει τις δεκαετίες του 90’ και του 2000 ήταν τεράστια. Έλληνες και Γάλλοι (είχαν από 50% συμμετοχή στην κοινοπραξία) εξαγόρασαν πολλές μικρότερες αλυσίδες λιανεμπορίου σε όλη την Ελλάδα, επενδύοντας διαρκώς μέσω υπερδανεισμού.
Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης στην Ελλάδα, όσον αφορά τόσο τον κύκλο εργασιών και τον αριθμό των καταστημάτων, μέχρι το 2017. Την περίοδο 2008-2017, η εταιρεία λειτουργούσε με περισσότερα από 300 καταστήματα, αξίας περίπου 1 δισ. ευρώ).
Ως γνωστόν, η κρίση γονάτισε τη «Μαρινόπουλος», που από κάποιο χρονικό σημείο κι έπειτα δεν είχε χρήματα να πληρώσει τους προμηθευτές της. Τα προβλήματα επιδεινώθηκαν στα τέλη Αυγούστου του 2015, με σημαντική πλέον έλλειψη προϊόντων από τα καταστήματα. Ο γίγαντας του ελληνικού εμπορίου είχε γονατίσει, οι προμηθευτές έμεναν απλήρωτοι, τα χρέη συσσωρεύονταν, τα ράφια άδειασαν και οι καταναλωτές έφυγαν.
Η σανίδα σωτηρίας για τους εργαζόμενους ήρθε από τον όμιλο Σκλαβενίτη, που μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της εταιρείας και τις τράπεζες, ανακοίνωσε την εξαγορά του ομίλου, η οποία επισημοποιήθηκε τον Γενάρη του 2017.
Σούπερ μάρκετ | Ποιες είναι οι μάρκες που κυριαρχούν στην Ελλάδα
Οι Έλληνες καταναλωτές είναι από τους πλέον πιστούς στα επώνυμα προϊόντα όταν επισκέπτονται ένα σούπερ μάρκετ, όπως έχουν αποδείξει πανευρωπαϊκές έρευνες. Μάλιστα όπως έδειξε η πρόσφατη έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπάρχουν συγκεκριμένες μάρκες όπου τα μερίδια τους θα τα ζήλευε και «κυβέρνηση Τσαουσέσκου» καθώς ξεπερνούν το 80% σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς με πολλούς ανταγωνιστές.
Καφές η πιο συγκεντρωμένη αγορά
Ένα προϊόν που έχει γίνει συνώνυμο της κατηγορίας του είναι ο Nescafe της Nestle. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού ο Nescafe κατέχει σταθερά την τελευταία δεκαετία μερίδιο που κυμαίνεται από 75-85% σε αξία στο οργανωμένο λιανικό εμπόριο αφήνοντας τον Jacobs, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τους μικρότερους παίκτες να μοιράζονται ένα μερίδιο της τάξης του 20%.
Η Nestle είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής και στην κατηγορία του ελληνικού καφέ καθώς ο Παπαγάλος Λουμίδη δεν έχει πέσει κάτω από το 65% της συνολικής αγοράς ενώ τα μερίδια του στα σούπερ μάρκετ φθάνουν και έως το 75%. Μάλιστα έχει καταφέρει να αυξήσει σε αξία την διαφορά του από τον δεύτερο παίκτη, τον καφέ Bravo, ο οποίος ενώ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας κατείχε μερίδια 15-25% στο τέλος της κατέγραφε ποσοστά από 5-10%.
Αντίθετα ο καφές εσπρέσο ο οποίος είναι ο πλέον ανερχόμενος δείχνει στοιχεία αποσυγκέντρωσης. Συγκεκριμένα στις αρχές της περασμένης δεκαετίας οι εταιρείες που διένειμαν τα σήματα Illy και Lavazza είχαν μερίδια που έφθαναν έως και το 90% στο κανάλι των σούπερ μάρκετ. Σήμερα τα μερίδια τους υπολογίζονται κάτω από 40% καθώς νέοι παίκτες εισέρχονται και λαμβάνουν κομμάτι από μία πίτα όπου είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.
Η κυριαρχία της Coca Cola
Μπορεί τα σήματα της Coca Cola να κατέχουν μερίδιο έως 65% στο σύνολο των μη αλκοολούχων ποτών που διακινούνται από τα σούπερ μάρκετ όμως όταν μιλάμε για την κατηγορία των αναψυκτικών τύπου cola το ποσοστό αυτό ανεβαίνει σημαντικά. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει στην διάθεση του το powergame.gr το 2020 το μερίδιο της Coca Cola σε όγκο ήταν της τάξης τους 81,7% ενώ σε αξία έφθανε ακόμη σε υψηλότερα επίπεδα.
Σε μεγάλη απόσταση ακολουθούν η Pepsico με μερίδια που κυμαίνονται στο 7% σε όγκο και η Βίκος με 4,2% και πιο κάτω η Green Cola και η Λουξ.
Η άνοδος του Καραμολέγκου
Η περίπτωση της Καραμολέγκος είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις παικτών που μπήκαν τελευταίοι στην αγορά αλλά κατάφεραν να κυριαρχήσουν. «Παιδί» της δεκαετίας του ’90 κατάφερε να αφήσει πίσω εταιρείες πίσω όπως ο Κατσέλης – που κυριαρχούσε στην αγορά – και την Elbisco της οικογένειας Φιλίππου καθώς και την Παπαδόπουλος που είχε όλα τα στοιχεία να καταλάβει ένα σημαντικό μερίδιο στην αγορά του ψωμιού για τοστ.
Σήμερα υπολογίζεται ότι τα μερίδια του ανέρχονται μεταξύ 45% – 55% σε αξία κάτω από μία μεγάλη γκάμα σημάτων μεταξύ των οποίων και αυτό της Κατσέλης το οποίο εξαγόρασε. Elbisco και Παπαδόπουλος κοντράρονται για την δεύτερη θέση ενώ τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας καταλαμβάνουν μερίδιο μεταξύ 10-15%.