UPD 30/11/2021
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου βγαίνει σε πλειστηριασμό το εργοστάσιο της «Χατζηιωάννου ΑΒΕΕ» στην Ξάνθη με τιμή πρώτης προσφοράς 2.580.000 ευρώ – Τα αδέλφια Σάκης και Σάββας που κυριάρχησαν στην αγορά ένδυσης και οι «φωτιές» των χρεών που οδήγησαν στην μεγάλη πτώση
Την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου θα χτυπήσει ένα σφυρί με… μεγάλη ιστορία. Και τούτο καθώς αφορά το εργοστάσιο της «Χατζηιωάννου ΑΒΕΕ» στην Ξάνθη, δηλαδή τη βασική παραγωγική μονάδα της κραταιάς κάποτε αλυσίδας ένδυσης Sprider Stores, των αδελφών Σάκη και Σάββα Χατζηιωάννου.
Υπό αυτό το πρίσμα η συγκεκριμένη εξέλιξη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως το «φινάλε» μιας μυθιστορηματικής διαδρομής για το δίδυμο που κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά έτοιμου ενδύματος για αρκετά χρόνια. Μιας διαδρομής που εξελίχθηκε σε success story, παρά τα αρκετά «σκοτεινά» σημεία του, αλλά κατέληξε σε ένα ηχηρό…disaster story, με πολλές πυρκαγιές και ακόμη περισσότερα χρέη…
Τι βγαίνει στο σφυρί
Ο πλειστηριασμός στρέφεται κατά της εταιρείας «Χατζηιωάννου Ανώνυμος Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρεία Καλσόν, Καλτσών, Εσωρούχων, Νημάτων, Υφασμάτων, Βαφείων, Φινιριστηρίων, Έτοιμων Ενδυμάτων-Συμμετοχών-Διαχείρισης Ακινήτων-Κτηματική», με την… μακρόσυρτη επωνυμία να προσπαθεί να χωρέσει τις πολυπλόκαμες επιχειρηματικές δραστηριότητες των δύο αδελφών.
Η εταιρεία «Χατζηιωάννου ΑΒΕΕ», παρά το ναυάγιο παραμένει έως σήμερα «ενεργή» στα χαρτιά, με τους δύο αδελφούς να έχουν αποστασιοποιηθεί από τη διοίκηση εδώ και χρόνια και με την τελευταία εταιρική πράξη που αφορούσε την εκλογή νέου Δ.Σ. να χρονολογείται από το Νοέμβριο του 2016.
Στις 8 Δεκεμβρίου έχει προγραμματιστεί να βγει στο σφυρί το εργοστάσιο της εταιρείας στην Ξάνθη, το οποίο είναι κλειστό και εγκαταλελειμμένο, με επισπεύδουσα την Τράπεζα Πειραιώς και με τιμή πρώτης προσφοράς 2.580.000 ευρώ.
Πρόκειται για «αυτοτελές και ανεξάρτητο αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Γενισέας, στην περιφέρεια της ∆ημοτικής Ενότητας Βιστωνίδος, του ∆ήμου Αβδήρων, της Περιφερειακής Ενότητας Ξάνθης, έκτασης αρχικά 64.900τ.μ., το οποίο πλέον και μετά τον αναδασμό των ετών 2003-2006 έχει έκταση 48.822,00τ.μ.».
Στο οικόπεδο υφίσταται βιομηχανικό κτίριο καλτσοποιϊας συνολικού εμβαδού 25.055,08 τ.μ., που περιλαμβάνει τους παρακάτω βοηθητικούς χώρους:
1) ένα φυλάκιο εισόδου, εμβαδού 18,00τ.μ.,
2) ένα χώρο γραφείων, εμβαδού 73,38τ.μ.,
3) μια ισόγεια αποθήκη δεξαμενής νερού, εμβαδού 206,85τ.μ.
4) ένα διώροφο βοηθητικό χώρο λεβητοστασίου (εγκατάσταση ατμολέβητα), εμβαδού 145,62τ.μ.,
5) μια κυλινδρική δεξαμενή υγραερίου, εμβαδού 12,39τ.μ.,
6) ένα οικίσκο, που αφορά τη δεξαμενή υγραερίου, εμβαδού 8,40τ.μ.,
7) μια υπαίθρια και υπόγεια δεξαμενή νερού, εμβαδού 99,27τ.μ.,
8) ένα οικίσκο, που αφορά τη δεξαμενή νερού, εμβαδού 15,10τ.μ.,
9) στέγαστρο στάθμευσης αυτοκινήτων, εμβαδού 4,66 τ.μ.
Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι το βιομηχανικό συγκρότημα είναι εκτός λειτουργίας, ενώ όσον αφορά την κατάστασή του αναφέρεται ότι «οι περιμετρικοί τοίχοι πλήρωσης και η επικάλυψη είναι από πάνελ. Από την μακροσκοπική παρατήρηση εκτιμάται ότι πρόκειται για βιομηχανικό συγκρότημα σύγχρονης αισθητικής, σχετικά καλής εξωτερικής κατάστασης αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αξιολογηθεί η κατάσταση συντήρησης εσωτερικά και η δυνατότητα άμεσης λειτουργίας του (κατάσταση ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων)». Αναφέρεται ακόμη ότι «παρόμοια κτήρια που βρίσκονται εκτός λειτουργίας απαξιώνονται γρήγορα λόγω της έλλειψης συντήρησης και των επιβαρύνσεων που επιδέχονται είτε από δυσμενή καιρικά φαινόμενα είτε από βανδαλισμούς».
Με βάση τα παραπάνω δεν υπάρχουν και πολλές προσδοκίες για την επιτυχή έκβαση αυτού του πλειστηριασμού καθώς, όπως καταγράφεται στην έκθεση εκτίμησης, «βρίσκεται σε περιοχή σε απόσταση περίπου 20 χλμ από την Ξάνθη που καλύπτεται κυρίως από καλλιεργήσιμες εκτάσεις ενώ υπάρχουν και ελάχιστα επαγγελματικά – βιοτεχνικά κτίρια τα οποία χωροθετούνται στα πρώτα ή δεύτερα από την επαρχιακή οδό αγροτεμάχια. Προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης δεν υπάρχουν λόγω της οικοδομικής κρίσης». Στα πλεονεκτήματα η πρόσβαση στο εθνικό οδικό δίκτυο μέσω κόμβου της Εγνατίας Οδού και στα μειονεκτήματα η απόσταση από τις υπηρεσίες. Κατά την έκθεση πάντως «δεν υπάρχει ούτε προσφορά αλλά ούτε και ζήτηση ανάλογων ακινήτων».
Όσο για τα βάρη που κουβαλάει το ακίνητο, καταμετρώνται 13 τουλάχιστον προσημειώσεις, υποθήκες και κατασχέσεις για χρέη δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ σε τράπεζες και το Δημόσιο. Αρκεί να αναφερθεί η αναγκαστική κατάσχεση υπέρ της Δ.Ο.Υ. Κέντρου Ελέγχου Μεγ. Επιχειρήσεων, για ποσό 50.874.431 ευρώ που έγινε τον Δεκέμβριο του 2016. Η τελευταία πάντως ήταν αυτή υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς στις 28 Απριλίου 2021.
Αδελφοί Χατζηιωάννου – Sprider: Το τελευταίο σφυρί για το… disaster story της «ελληνικής Zara» (pics)
Υπήρχε κάποτε – όχι παλιά – μία ελληνική επιχείρηση που μπορούσε να καμαρώνει για τη δυνατότητά της να θεωρεί εαυτόν σχεδόν ισότιμο με τις επιτυχημένες πολυεθνικές αλυσίδες καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης στην ελληνική αγορά.
Η αναφορά στην επίσημη ιστοσελίδα της ακουγόταν υπερβολική, αλλά ήταν πραγματικότητα. Επρόκειτο για τη «μεγαλύτερη ελληνική πολυεθνική αλυσίδα Οικονομικής Μόδας».
Ξεκινώντας από μια μικρή βιοτεχνία ρούχων στην Ξάνθη, ο Σάκης και ο Σάββας Χατζηιωάννου έβαλαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στο μάτι τη Sprider Stores, θέλοντας να δημιουργήσουν τα ελληνικά «Zara».
Η Sprider ιδρύθηκε το 1978 από τον Θανάση Αργυρό με κύριο αντικείμενο την εμπορία μαγιό και αθλητικών ειδών.
Η εταιρία ανελίχθηκε με ταχείς ρυθμούς, φτάνοντας το 1999 να διαθέτει 11 καταστήματα, τέσσερα εκ των οποίων στην επαρχία (Ηράκλειο, Πάτρα, Καλαμάτα, Χαλκίδα). Χαρακτηριστικό της φίρμας ήταν η πολύ καλή σχέση ποιότητας – τιμής. Ο ίδιος ο Σάκης Χατζηιωάννου, που μαζί με τον αδελφό του εξαγόρασαν το 80% της επιχείρησης το ’99, ήταν η ζωντανή διαφήμιση των προϊόντων της Sprider, καθώς δεν φορούσε ποτέ τίποτε άλλο. Συνήθιζε μάλιστα να καμαρώνει, χωρίς κανένα κόμπλεξ, ακόμα και σε κοινωνικά σουαρέ, λέγοντας ότι τα κοστούμια του κοστίζουν το πολύ 300 ευρώ.
Οι νέοι ιδιοκτήτες της εταιρίας ακολούθησαν πολύ επιθετική πολιτική, εδραιώνοντας το μύθο μιας κλασικής ελληνικής εκδοχής εταιρείας – «σταχτοπούτας», που ξεκίνησε δειλά-δειλά την πορεία της ως οικογενειακή επιχείρηση και κατάφερε να εδραιωθεί στην κορυφή του ελληνικού λιανεμπορίου.
Οι κύκλοι εργασιών, οι ρυθμοί ανάπτυξης και ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Η εξωστρέφεια ήταν η πρώτη στρατηγική απόφαση των αδελφών Χατζηιωάννου. Το 2000 ιδρύθηκε η SPRIDER Bulgaria, με στόχο το μπάσιμο στην αγορά των Βαλκανίων. Παράλληλα εξαγοράστηκε η MEGATHLON HELLAS Α.Ε., με την οποία η εταιρία εισήλθε στον κλάδο της χονδρικής πώλησης.
Το 2004, η εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αθηνών σηματοδότησε μια νέα επιχειρηματική τροχιά. Η αλυσίδα εξαπλώνεται περισσότερο στην επαρχία με την ίδρυση καταστημάτων στην Κοζάνη, στα Τρίκαλα, στην Αλεξανδρούπολη και στην Κόρινθο. Τα καταστήματα ξεφυτρώνουν σε όλη την ελληνική επικράτεια (και όχι μόνο) σαν τα μανιτάρια. Το 2005 ανοίγει το κατάστημα στην Ερμού και σε οχτώ νέες πόλεις (Ρόδος, Σέρρες, Χανιά, Μυτιλήνη, Κέρκυρα, Λαμία, Σπάρτη, Αγρίνιο), ενώ το 2006 η αλυσίδα επεκτείνεται σε Άρτα, Χίο, αλλά κυρίως στη βαλκανική αγορά, με «δορυφόρους» σε Σόφια και σε Σκόπια. Ένα χρόνο αργότερα ακολουθεί η Ρουμανία με πέντε καταστήματα (!), ανοίγει δεύτερο στη Σόφια και εγκαινιάζεται το πρώτο στην κυπριακή αγορά, στην πόλη της Λεμεσού.
Στην Ελλάδα εγκαινιάζονται το 2007 επιπλέον 14 καταστήματα (!), ενώ ολοκληρώνεται η κολοσσιαίου κόστους επένδυση στον τομέα logistics και η έναρξη λειτουργίας της υπερσύγχρονης αποθήκης του Ομίλου, συνολικής επιφάνειας 21.000 τ.μ., στην Ανθούσα Αττικής. Εκεί χτυπά πια η καρδιά της εφοδιαστικής αλυσίδας της SPRIDERSTORES.
Είναι ακόμα η περίοδος των παχιών αγελάδων εντός συνόρων και η διοίκηση της εταιρίας δεν ζυγίζει καθόλου καλά τα ιδιαίτερα ανησυχητικά μηνύματα από το εξωτερικό σε οικονομικό επίπεδο. Συνεχίζει έτσι με αμείωτη ένταση τις επενδύσεις (και φυσικά βαθαίνει το δανεισμό της), ανοίγοντας 35 νέα σημεία πώλησης το 2008! Τα 21 εξ’ αυτών στην Ελλάδα, εννέα στη Ρουμανία, τρία στη Βουλγαρία και ένα στην Κύπρο. Παράλληλα η Sprider διεισδύει και στην αγορά της Πολωνίας, με την έναρξη λειτουργίας καταστήματος στην πόλη Πόζναν.
Έως το 2011 και παρότι η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει ήδη για τα καλά την ελληνική πόρτα, ανοίγουν άλλα εφτά καταστήματα. Ένα από αυτά το υπερσύγχρονο στο εμπορικό κέντρο Capitol της 3ης Σεπτεμβρίου και το τελευταίο, το 2001, στην Ξάνθη.
Στόχος της διοίκησης της εταιρείας ήταν τα 100 σημεία στην Ελλάδα και τα 30 καταστήματα στο εξωτερικό μέχρι το 2013. Ο στόχος έμοιαζε να είναι κοντά, στην πραγματικότητα όμως απείχε έτη φωτός. Η εταιρία είχε εκτεθεί τόσο πολύ σε τράπεζες, προμηθευτές και κόστος λειτουργίας και εργασιών που έσκασε σαν «φούσκα» περίπου όπως η ελληνική οικονομία. Το 2013 η μαύρη τρύπα των ιδίων κεφαλαίων της διαμορφωνόταν στα 43 εκατ. ευρώ, ενώ η εταιρεία είχε καταστεί ζημιογόνος από το 2009. Αυτό μετά από μια εξαιρετικά προσοδοφόρο πενταετία (2004-2008) όταν και η Sprider Stores κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τον κύκλο εργασιών της από τα 65 εκατ. ευρώ στα 163 εκατ. ευρώ και να παραγάγει προς όφελος των μετόχων της συνολικά κέρδη 55 εκατ. ευρώ.
Η χαριστική βολή δόθηκε με τη μεγάλη πυρκαγιά του Φεβρουαρίου του 2012 στις εγκαταστάσεις της Ανθούσας. Η καταστροφική πυρκαγιά εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 13ης Φεβρουαρίου 2012 και αποδόθηκε σε «κουκουλοφόρους ταραξίες», που είχαν προκαλέσει επεισόδια ως αντίδραση στην ψήφιση του μνημονίου. Οι πρώτες πληροφορίες για το περιστατικό είχαν αναφέρει ότι οι «κουκουλοφόροι», αφού χτύπησαν και έδεσαν το φύλακα του χώρου, προκάλεσαν εστίες φωτιάς, που κατέστρεψε ολοσχερώς το κτίριο των 20.000 τ.μ.
Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας ωστόσο, ο εισαγγελέας θεώρησε ότι στόχος της όλης καταστροφικής επιχείρησης εμπρησμού, ήταν η είσπραξη ασφαλιζόμενου ποσού ύψους 16 εκατομμυρίων ευρώ εκ μέρους των ιδιοκτητών.
Η έρευνα των Αρχών έφθασε στο σημείο να στοιχειοθετήσει κατηγορίες εις βάρος της διοικητικής ομάδας αξιοποιώντας και το υλικό της Πυροσβεστικής που ήγειρε ερωτηματικά για τις κινήσεις των υψηλόβαθμων στελεχών. Πολύ περισσότερο υποψίες κινήθηκαν από το γεγονός πως η πυρκαγιά στο κτίριο της Ανθούσας ήταν η τέταρτη που είχε σημειωθεί σε εγκαταστάσεις της Sprider Stores. Είχαν προηγηθεί η φωτιά, το 2004, σε αποθήκη της εταιρίας στον Άλιμο, και το 2008 στα καταστήματα Λυκόβρυσης και Ερμού (τότε βέβαια είχαν καεί πολλά καταστήματα μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου).
Η διοίκηση της εταιρείας είχε αρνηθεί τα πάντα, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και στην περίπτωση που εισέπραττε όλο το ποσό της αποζημίωσης – κάτι που χαρακτήριζε απίθανο να συμβεί – η ζημιά θα παρέμενε πολύ μεγάλη.
Την Τρίτη, 1η Οκτωβρίου του 2013, έπεσαν οι τίτλοι τέλους στη Sprider. Στην ανακοίνωση της η εταιρία περιέγραψε ως βασικό λόγο της θλιβερής εξέλιξης την αδιάλλακτη στάση και άρνηση των τραπεζών, να συνεχίσουν την υφιστάμενη έως τώρα χρηματοδότηση. «Παράλληλα, η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας η οποία έχει πλήξει σημαντικότατα και τον κλάδο μας, ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, οι καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς στις κεντρικές αποθήκες και εγκαταστάσεις της εταιρείας, η άρνηση των ασφαλιστικών εταιρειών να μας αποζημιώσουν έστω και μερικώς, αλλά και η αίτηση πτώχευσης που κατέθεσε προμηθευτής της Sprider Stores, επιδείνωσαν επιπρόσθετα την κατάσταση και οδήγησαν την εταιρεία στην συγκεκριμένη απόφαση».
Η αλυσίδα των σπουδαίων ελληνικών επιχειρήσεων, που είτε η κακοδιαχείρηση, είτε ο συνδιλικασμός, είτε η οικονομική κρίση οδήγησαν σε πτώχευση απααρτίζεται από δεκάδες κρίκους. Η περίπτωση της Sprider είναι μάλλον η μοναδική που μια εταιρία βρέθηκε απ’ το (πλασματικό) ζενίθ στο ερεβώδες ναδίρ χωρίς κανένα μεσοδιάστημα.