
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ανώτατος άρχοντας στο πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Σε αδρές γραμμές, είτε έχει αποφασιστικές αρμοδιότητες και ασκεί την εκτελεστική εξουσία εκλεγόμενος απευθείας από το λαό (προεδρική δημοκρατία), είτε έχει ρυθμιστικές, εκλεγόμενος εμμέσως από τα νομοθετικά σώματα (προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία).
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975, όπως τροποποιήθηκε με τις αναθεωρήσεις του 1986, του 2001, του 2008 και του 2019. Τα άρθρα 30 – 50 του Συντάγματος αναφέρονται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και περιλαμβάνουν τα προσόντα εκλογιμότητας, τον τρόπο εκλογής, τις αρμοδιότητές του και την ευθύνη του έναντι της Πολιτείας.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος κι έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες, οι οποίες είναι περιορισμένες σε σχέση με αυτές του πρωθυπουργού και των υπουργών. Οι αρμοδιότητές του συρρικνώθηκαν με την αναθεώρηση του 1986, που κατέστησε κυρίαρχο της πολιτικής ζωής τον πρωθυπουργό.
Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Συντάγματος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να εκλεγεί όποιος είναι Έλληνας πολίτης πριν από 5 τουλάχιστον έτη, έχει από πατέρα ή μητέρα ελληνική καταγωγή, έχει συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας του και
έχει τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν. Εκλέγεται για θητεία πέντε ετών και έχει δικαίωμα επανεκλογής μόνο μία φορά.
Η διαδικασία εκλογής
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή με ονομαστική (φανερή) ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Βουλής τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της θητείας του απερχομένου Προέδρου.
Με την συνταγματική αναθεώρηση του 2019, αποσυνδέθηκε η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής.
Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που θα συγκεντρώσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών (200 ψήφοι). Αν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες. Αν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η πλειοψηφία των 200 εδρών, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που θα συγκεντρώσει την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180 ψήφοι).
Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 ψήφοι). Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που θα συγκεντρώσει τη σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη ψηφοφορία.

ΠτΔ: Οι εξουσίες που έγιναν …αρμοδιότητες
Ας δούμε τι αναφέρει ο Γιώργος Φωκιανός στη Ναυτεμπορική
….γεννάται το ερώτημα για το ποιες είναι οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες του «πρώτου» πολίτη της χώρας.
Καταρχάς με βάση το Σύνταγμα, η Ελλάδα είναι Προεδρευομένη Δημοκρατία, πράγμα που σημαίνει πως ο Πρωθυπουργός έχει τη μεγαλύτερη εξουσία, σε αντίθεση με τις χώρες που έχουν Προεδρική Δημοκρατία -όπως είναι η Γαλλία και η Κύπρος.
Από τη μεταπολίτευση και έπειτα είχαμε επτά διατελέσαντες ΠτΔ (η κ. Σακελλαροπούλου θα είναι η όγδοη) και τα καθήκοντα για τους «ρυθμιστές του πολιτεύματος» και τους «θεματοφύλακες της δημοκρατικής ομαλότητας», άλλαξαν με την πάροδο των χρόνων. Ουσιαστικά μετά την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986 οι αρμοδιότητες του ΠτΔ περιορίστηκαν ακόμα περισσότερο.
Αρχικά και κατά την πρώτη δεκαετία της ισχύος του Συντάγματος του 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε τη δυνατότητα να διαλύσει τη βουλή και να παύσει την κυβέρνηση σε περίπτωση που η σύνθεσή της εμφάνιζε «δυσαρμονία» προς το λαϊκό αίσθημα (προεδρική διάλυση). Μολονότι ουδέποτε ασκήθηκαν αυτές οι αρμοδιότητες στην πράξη, καθιστούσαν τον ρόλο του ΠτΔ «ουσιαστικότερο» αναφορικά με τη διακυβέρνηση και σίγουρα κάτι παραπάνω από απλά «ρυθμιστικό» του πολιτεύματος.
Σύμφωνα με Συνταγματολόγους οι προ του 1986 «υπερεξουσίες» είχαν ως αποτέλεσμα μία άτυπη «διαρχία» στην εκτελεστική εξουσία, ωστόσο με την Αναθεώρηση υπήρξε η τυποποίηση των χειρισμών του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το στάδιο της παύσης και της ανάδειξης της νέας κυβέρνησης, ώστε να μην έχει πλέον καμία διακριτική ευχέρεια, η καθιέρωση του κανόνα της προσυπογραφής στο σύνολο σχεδόν των πράξεων του ΠτΔ, ενώ ανάμεσα στις διατάξεις που τροποποιήθηκαν ήταν και η επίσημη επικοινωνία του ΠτΔ με το λαό, με τη μορφή διαγγελμάτων, η οποία υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση του Πρωθυπουργού.
Οι αρμοδιότητες μετά την Αναθέωρηση
Το πολίτευμα της Ελλάδος είναι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 1) η «προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία» και το πρώτο τη τάξει όργανο σε αυτήν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος (άρθρο 30).
Άρθρο 30
- O Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του Πολιτεύματος. Εκλέγεται από τη Bουλή για περίοδο πέντε ετών, όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και 33.
- Το αξίωμα του Προέδρου είναι ασυμβίβαστο με οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, θέση ή έργο.
- H προεδρική περίοδος αρχίζει από την ορκωμοσία του Προέδρου.
- Σε περίπτωση πολέμου, η προεδρική θητεία παρα τείνεται έως τη λήξη του.
- Επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μία φορά μόνο
Εξουσίες και ευθύνη από τις πράξεις του Προέδρου
Άρθρο 35
*1. Kαμία πράξη του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμόδιου Yπουργού, ο οποίος με μόνη την υπογραφή του γίνεται υπεύθυνος, και χωρίς τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Στην περίπτωση που η Kυβέρνηση απαλλαγεί από τα καθήκοντά της σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1, αν ο Πρωθυπουργός δεν προσυπογράφει το οικείο διάταγμα, αυτό υπογράφεται μόνο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
*2. Kατ’ εξαίρεση δεν απαιτείται προσυπογραφή για τις ακόλουθες πράξεις:
α) το διορισμό Πρωθυπουργού,
β) την ανάθεση διερευνητικής εντολής σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3 και 4,
γ) τη διάλυση της Bουλής κατά το άρθρο 32 παράγρα φος 4 και κατά το άρθρο 41 παράγραφος 1, αν δεν την προσυπογράψει ο Πρωθυπουργός, και κατά το άρθρο 53 παράγραφος 1, αν δεν την προσυπογράψει το Yπουργικό Συμβούλιο,
δ) την αναπομπή κατά το άρθρο 42 παράγραφος 1 νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου που έχει ψηφιστεί από τη Bουλή,
ε) το διορισμό του προσωπικού των υπηρεσιών της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
*3. Το διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται δημοψήφισμα για νομοσχέδιο, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2, προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Bουλής.
Άρθρο 36
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τήρηση οπωσδήποτε των ορισμών του άρθρου 35 παράγραφος 1, εκπροσωπεί διεθνώς το Kράτος, κηρύσσει πόλεμο, συνομολογεί συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, οικονομικής συνεργασίας και συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις και τις ανακοινώνει στη Bουλή, με τις αναγκαίες διασαφήσεις, όταν το συμφέρον και η ασφάλεια του Kράτους το επιτρέπουν.
2. Oι συνθήκες για εμπόριο, φορολογία, οικονομική συνεργασία και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς ή ενώσεις, και όσες άλλες περιέχουν παραχωρήσεις για τις οποίες, σύμφωνα με άλλες διατάξεις του Συντάγματος, τίποτε δεν μπορεί να οριστεί χωρίς νόμο, ή οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό νόμο που τις κυρώνει.
3. Mυστικά άρθρα συνθήκης δεν μπορούν ποτέ να ανατρέψουν τα φανερά.
4. H κύρωση διεθνών συνθηκών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά το άρθρο 43 παράγραφοι 2 και 4.
Άρθρο 37
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Kυβέρνησης και τους Yφυπουργούς.
*2. Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη Bουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Aν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Kυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.
*3. Aν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Kάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες.
Aν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Kυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Aρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Kυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.
*4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται, σύμ- φωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εντολή σχηματισμού Kυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ’ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος. H πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Bουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Bουλή· η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.
Άρθρο 38
*1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της την Kυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Bουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37. Aν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Kυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 37 παρά- γραφος 3 εδάφιο γ’.
** 2. Αν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί, εκλείψει ή αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει τα καθήκοντά του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει Πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος Πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Η πρόταση γίνεται το αργότερο σε τρεις ημέρες από την παραίτηση ή την έκλειψη του Πρωθυπουργού ή από τη διαπίστωση της αδυναμίας του να ασκήσει τα καθήκοντά του. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 4 και στη συνέχεια το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 του προηγούμενου άρθρου.
Η αδυναμία του Πρωθυπουργού να ασκήσει τα καθήκοντά του για λόγους υγείας διαπιστώνεται από τη Βουλή με ειδική απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλει οψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ύστερα από πρόταση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στο οποίο ανήκει ο Πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Σε κάθε άλλη περίπτωση η πρόταση υποβάλλεται από τα δύο πέμπτα τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών. Εωσότου διοριστεί ο νέος Πρωθυπουργός τα καθή- κοντα του Πρωθυπουργού ασκεί ο πρώτος κατά σειρά Αντιπρόεδρος και εφόσον δεν έχουν διοριστεί Αντιπρόεδροι ο πρώτος κατά σειρά Υπουργός.
Άρθρο 40
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκαλεί τη Bουλή τακτικά μία φορά κάθε χρόνο, όπως ορίζει το άρθρο 64 παράγραφος 1, και εκτάκτως κάθε φορά που το κρίνει εύλογο· κηρύσσει αυτοπροσώπως ή δια του Πρωθυπουρ- γού την έναρξη και τη λήξη κάθε βουλευτικής περιόδου.
2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας μία φορά μόνο μπορεί να αναστείλει τις εργασίες της βουλευτικής συνόδου, είτε αναβάλλοντας την έναρξη είτε διακόπτοντας την εξακολούθησή τους.
3. H αναστολή των εργασιών δεν επιτρέπεται να διαρκέσει περισσότερο από τριάντα ημέρες ούτε να επα- ναληφθεί κατά την ίδια βουλευτική σύνοδο χωρίς τη συγκατάθεση της Bουλής.
Άρθρο 41
*1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Bουλή, αν έχουν παραιτηθεί ή και καταψηφιστεί από αυτή δύο Kυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. Oι εκλογές ενεργούνται από την Kυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Bουλής. Σε κάθε άλλη περίπτωση εφαρμόζεται αναλόγως το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 37.
*2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Bουλή με πρόταση της Kυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστο- σύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Aποκλείεται η διάλυση της νέας Bουλής για το ίδιο θέμα.
3. Το διάταγμα διάλυσης της Bουλής, προσυπογραμμένο στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου από το Yπουργικό Συμβούλιο, πρέπει να περιλαμβάνει συγχρόνως την προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και τη σύγκληση της νέας Bουλής μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες από τις εκλογές.
*4. H Bουλή που εκλέχθηκε μετά τη διάλυση της προηγούμενης δεν μπορεί να διαλυθεί πριν περάσει ένα έτος αφότου άρχισε τις εργασίες της, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 37 παράγραφος 3 και της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
5. H Bουλή διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παράγραφος 4.
*Άρθρο 42
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη Bουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή τους. Mέσα στην προθεσμία που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να αναπέμψει στη Bουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφιστεί από αυτή, εκθέτοντας και τους λόγους της αναπομπής.
2. Πρόταση νόμου ή νομοσχέδιο που έχει αναπεμφθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη Bουλή εισάγεται στην Oλομέλειά της και, αν επιψηφιστεί και πάλι με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευ- τών κατά τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το εκδίδει και το δημοσιεύει υποχρεωτικά μέσα σε δέκα ημέρες από την επιψήφισή του.
Άρθρο 43
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεσή τους.
2. Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
4. Mε νόμους που ψηφίζονται από την Oλομέλεια της Bουλής μπορεί να παρέχεται εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζονται σ’ αυτούς σε γενικό πλαίσιο. Mε τους νόμους αυτούς χαράζονται οι γενικές αρχές και οι κατευ- θύνσεις της ρύθμισης που πρέπει να ακολουθηθεί και τίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης.
5. Τα κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέματα της αρμοδιότητας της Oλομέλειας της Bουλής δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδότησης κατά την προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 44
1. Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Yπουργικού Συμβου- λίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Oι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Bουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοσή τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Bουλής σε σύνοδο. Aν δεν υποβληθούν στη Bουλή μέσα στις προα- ναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.
*2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Yπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Kανονισμός της Bουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Bουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο. Aν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία του άρθρου 42 παράγραφος 1 αρχίζει από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
*3. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να απευθύνει προς το Λαό διαγγέλματα, μετά από σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Kυβέρνησης. Τα διαγγέλματα προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως.
Άρθρο 45
O Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Xώρας, που τη διοίκησή τους ασκεί η Kυβέρνηση, όπως νόμος ορίζει. Aπονέμει επίσης τους βαθμούς σε όσους υπηρετούν σ’ αυτές, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 46
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει και παύει, σύμφωνα με το νόμο, τους δημόσιους υπαλλήλους, εκτός από τις εξαιρέσεις που ορίζει ο νόμος.
2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας απονέμει τα προβλεπόμενα παράσημα σύμφωνα με τις διατάξεις του σχετικού νόμου.
Άρθρο 47
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει το δικαίωμα, ύστερα από πρόταση του Yπουργού Δικαιοσύνης και γνώμη συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από δικαστές, να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποι- νές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί.
2. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας μόνο με τη συγκατάθεση της Bουλής έχει το δικαίωμα να απονέμει χάρη σε Yπουργό που καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86.
*3. Aμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Oλομέλεια της Bουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.
4. Aμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο.
*Άρθρο 48
1. Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος, η Bουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Kυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας, συνιστά εξαιρετικά δικαστήρια και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοσιεύει την απόφαση της Bουλής. Mε την απόφαση της Bουλής ορίζεται η διάρκεια ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις δεκαπέντε ημέρες.
2. Σε περίπτωση απουσίας της Bουλής ή αν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία να συγκληθεί εγκαίρως, τα μέτρα της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Yπουργικού Συμβουλίου. Το διάταγμα υποβάλλεται από την Kυβέρνηση στη Bουλή για έγκριση μόλις καταστεί δυνατή η σύγκλησή της, ακόμη και αν έληξε η βουλευτική περίοδος ή η Bουλή έχει διαλυθεί, και πάντως μέσα σε δεκαπέντε ημέρες το αργότερο.
3. H διάρκεια των κατά τις προηγούμενες παραγράφους μέτρων μπορεί να παρατείνεται ανά δεκαπενθήμερο μόνο με προηγούμενη απόφαση της Bουλής, η οποία συγκαλείται ακόμη και αν έχει λήξει η βουλευτική περίοδος ή η Bουλή έχει διαλυθεί.
4. Τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους μέτρα αίρονται αυτοδικαίως με τη λήξη των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, εφόσον δεν παρατείνονται με απόφαση της Bουλής, και σε κάθε περίπτωση με τη λήξη του πολέμου, εφόσον είχαν επιβληθεί εξαιτίας πολέμου.
5. Aφότου αρχίσουν να ισχύουν τα μέτρα των προηγούμενων παραγράφων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ύστερα από πρόταση της Kυβέρνησης, μπορεί να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, για να αντιμετωπιστούν επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. Oι πράξεις αυτές υποβάλλονται για κύρωση στη Bουλή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη σύγκλησή της σε σύνοδο και παύουν να ισχύουν στο εξής, αν δεν υποβληθούν στη Bουλή μέσα στις παραπάνω προθεσμίες ή δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου υποβλήθηκαν.
6. Oι κατά τις παραγράφους 2 και 3 αποφάσεις της Bουλής λαμβάνονται με την πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών και η κατά την παράγραφο 1 απόφαση με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών. H Bουλή αποφασίζει σε μία μόνο συνεδρίαση.
7. Σε όλη τη διάρκεια της εφαρμογής των μέτρων κατάστασης ανάγκης, τα οποία λαμβάνονται κατά το άρθρο αυτό, ισχύουν αυτοδικαίως οι διατάξεις των άρθρων 61 και 62 του Συντάγματος, ακόμη και αν διαλύθηκε η Bου- λή ή έληξε η βουλευτική περίοδος.
KΕΦAΛAIO ΤPIΤO
Ειδικές ευθύνες του Προέδρου της Δημοκρατίας
Άρθρο 49
1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ευθύνεται οπωσδήποτε για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, παρά μόνο για έσχατη προδοσία ή παραβίαση, με πρόθεση, του Συντάγματος. Για πράξεις που δεν σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του η δίωξη αναστέλλεται εωσότου λήξει η προεδρική θητεία.
Τέλος, όπως ορίζει το Σύνταγμα «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες παρά μόνο όσες του απονέμουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι μ’ αυτό».

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους απέναντι σε άλλα κράτη, αλλά οι συνταγματικές αρμοδιότητές του είναι στην πραγματικότητα περιορισμένες. Παρόλα αυτά επιτελεί έναν θεμελιώδη ενοποιητικό ρόλο εντός της πολιτείας.
Ο Στέλιος Κουτνατζής, Λέκτορας Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, αναφέρει τα εξής:
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός του κράτους. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να είναι διακοσμητικός; Όποιος διαβάσει για πρώτη φορά το κείμενο του Συντάγματος, σχηματίζει κατά πάσα πιθανότητα την εντύπωση ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί εξαιρετικά σημαντικές αρμοδιότητες για τη λειτουργία του πολιτεύματος, αφού συμμετέχει στην άσκηση τόσο της νομοθετικής όσο και της εκτελεστικής λειτουργίας.
Περαιτέρω, ως «ρυθμιστής του πολιτεύματος», διορίζει τα μέλη της Κυβέρνησης και τους Υφυπουργούς, απαλλάσσει την κυβέρνηση από τα καθήκοντά της, διαλύει τη Βουλή (ή διαπιστώνει τη λήξη της βουλευτικής περιόδου) και προκηρύσσει δημοψήφισμα. Επίσης, είναι ο εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους απέναντι σε άλλα κράτη.
Οι σχετικές Συνταγματικές διατάξεις
Ωστόσο, η παραπάνω εντύπωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το Σύνταγμα, όπως κάθε νομικό κείμενο, υπόκειται σε ερμηνεία, η οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, το ιστορικό και το συστηματικό κριτήριο. Ιστορικά, οι διατάξεις του Συντάγματος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αποτυπώνουν τα ίχνη μιας μακράς εξέλιξης από τα πολιτεύματα της συνταγματικής μοναρχίας και της βασιλευόμενης δημοκρατίας σε αυτό της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η ελληνική συνταγματική ιστορία διακρίνεται από επανειλημμένες πολιτικές παρεμβάσεις του βασιλιά, ως κληρονομικού αρχηγού του κράτους, που προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις. Σε συνέχεια αυτής της εμπειρίας, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίσθηκαν στο ελάχιστο. Συστηματικά, οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας αναδεικνύονται καταρχήν ως απλώς ονομαστικές. Αντίθετα, τη σχετική ουσιαστική αρμοδιότητα διατηρούν άλλα κρατικά όργανα, η Κυβέρνηση και η Βουλή.
Ο κανόνας της προσυπογραφής – Οι επιμέρους αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας
Εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, που απαριθμούνται στο Σύνταγμα, οι πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ισχύουν ούτε εκτελούνται χωρίς τη λεγόμενη «προσυπογραφή» του αρμόδιου υπουργού, η οποία όμως στην πραγματικότητα είναι η κύρια υπογραφή. Κατά συνέπεια, την πρωτοβουλία για την έκδοση μιας πράξης του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν αναλαμβάνει ο ίδιος, αλλά ο αρμόδιος υπουργός, ο οποίος καθορίζει το περιεχόμενο και αναλαμβάνει την ευθύνη για την έκδοση της πράξης.
Και στις περιπτώσεις όμως των συνταγματικών εξαιρέσεων από τον κανόνα της «προσυπογραφής», οι ενέργειες του Προέδρου της Δημοκρατίας προδιαγράφονται δεσμευτικά και αναλυτικά από το ίδιο το Σύνταγμα. Ο διορισμός του Πρωθυπουργού, η ανάθεση των διερευνητικών εντολών και η διάλυση της Βουλής διενεργούνται μεν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος όμως, με ήσσονος σημασίας εξαιρέσεις, απλώς εφαρμόζει τα συγκεκριμένα βήματα που λεπτομερειακά προδιαγράφει, κατά περίπτωση, το Σύνταγμα, χωρίς να του καταλείπονται ουσιαστικά περιθώρια διακριτικής ευχέρειας.
Εξάλλου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί μεν να αναπέμψει στη Βουλή νομοσχέδιο που έχει ψηφισθεί από αυτή, δεν επιτρέπεται όμως να αναπέμψει νομοσχέδιο απλώς και μόνο επειδή έχει διαφορετική άποψη ως προς τη σκοπιμότητά του. Η Βουλή μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να ψηφίσει και πάλι το νομοσχέδιο με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της, οπότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται στην έκδοση και δημοσίευσή του.
Εξάλλου, σύμφωνα με το λεγόμενο αρνητικό τεκμήριο αρμοδιότητας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει άλλες αρμοδιότητες, πέραν όσων του απονέμουν, κατά τρόπο σαφή, το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη ή μη εμπιστοσύνης του Προέδρου της Δημοκρατίας απέναντι στην Κυβέρνηση είναι συνταγματικά αδιάφορη.
Ο ενοποιητικός ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι συνταγματικές αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι στην πραγματικότητα περιορισμένες. Διεξάγεται έτσι συχνά συζήτηση ως προς την ανάγκη είτε ενίσχυσής τους είτε διαμόρφωσης μιας απλούστερης διαδικασίας εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που θα ανταποκρίνεται με μεγαλύτερη συνέπεια στο συνταγματικό του ρόλο. Παρόλα αυτά, ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν θα πρέπει να θεωρηθεί διακοσμητικός.
Πέρα από την άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων του, εκφράζει την ενότητα και τη συνέχεια του κράτους. Τόσο με το δημόσιο λόγο του όσο και με την εν γένει παρουσία του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιτελεί έναν θεμελιώδη ενοποιητικό ρόλο εντός της πολιτείας, πέρα και πάνω από τις δεδομένες αντιθέσεις τόσο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων όσο και εντός του κοινωνικού συνόλου.