
Και ενώ η κατάσταση στην Ουκρανία περιέρχεται σε τέλμα με την προφανή αδυναμία του ρωσικού στρατού να επιβάλει λύσεις και μία πολιτική συμφωνία μεταξύ των αντιμαχομένων να είναι ακόμη στο στάδιο της εναγώνιας προσμονής, παρά τις επικοινωνίες Μπάϊντεν – Σι και Ερντογάν – Πούτιν (18/3), είναι περισσότερο ορατό το σκηνικό για τους έμμεσα εμπλεκόμενους ως προς την κρίση παίκτες – ΕΕ, ΗΠΑ, Κίνα, Τουρκία.
Ευρωπαϊκή Ένωση
Η ΕΕ φαίνεται να έχει τις μεγαλύτερες ζημιές και κόστη σε σχέση με τους άλλους, οι οποίες προκύπτουν από τη διακοπή σημαντικών εμπορικών και οικονομικών δεσμών της με τη Ρωσία. Η κύρια πρόκληση είναι να βρεθούν άλλες πηγές τροφοδοσίας για πετρέλαιο, αέριο, μέταλλα, σιτάρι και άλλα αγαθά ρωσικής προέλευσης. Αυτή η διαδικασία θα είναι χρονοβόρα και θα απαιτήσει σημαντικούς πόρους και πολιτική βούληση εκ μέρους των Ευρωπαίων ηγετών, ενώ αναμένεται να επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, καθώς και τα εισοδήματα των πολιτών.
Μέσα στην ΕΕ θα υπάρξουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, διότι η εξάρτησή τους από τις εισαγωγές ρωσικών αγαθών δεν είναι ομοιογενής και ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της ουκρανικής κρίσης και τη διαμόρφωση της ρωσικής πολιτικής, η όλη διαδικασία υποκατάστασης θα είναι μακροχρόνια, προσφέροντας έδαφος εκμετάλλευσης στους διάφορους κερδοσκόπους, μέχρι να επιτευχθεί μια νέα ισορροπία.
Η ΕΕ έχει το επιπλέον βάρος να λύσει το πρόβλημα των Ουκρανών προσφύγων, οι οποίοι ενδεικτικά μπορεί να φτάσουν τα 5 εκατ. (τώρα 3,5) κινούμενοι προς όλες τις χώρες της Ένωσης. Οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει να υποδεχτούν, διαθρέψουν, προσαρμόσουν και ενσωματώσουν στις δικές τους κοινωνίες τους Ουκρανούς πρόσφυγες, γεγονός το οποίο θα απαιτήσει αντίστοιχες αυξημένες δαπάνες.
Παρά ταύτα η ΕΕ μπορεί να έχει σημαντικό όφελος μεσοπρόθεσμα. Οι ευρωπαϊκές χώρες και ειδικά η Γερμανία έχουν συσσωρευμένη εμπειρία από την εργασία προσφύγων στις οικονομίες τους. Οι Ουκρανοί πρόσφυγες είναι πολιτιστικά εγγύτεροι από προηγούμενα προσφυγικά κύματα και είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ώστε να προσαρμοσθούν και να ολοκληρωθούν ταχύτερα στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτή θα είναι και μια σημαντική δημογραφική ένεση για τις γηράσκουσες οικονομίες της ΕΕ.
Οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη θα αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους όχι απαραίτητα ανάλογα με το υποκειμενικό βάρος τους στην Ένωση, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά ο στρατιωτικό-πολιτικός ρόλος των χωρών μελών σε ατομική βάση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Γερμανία, ανεξάρτητα από την πρόοδο για κοινή ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική και τη σχέση με το ΝΑΤΟ. Αυτή η δραστηριότητα θα αναπτύξει ιδιαίτερα το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα στην ΕΕ, το οποίο θα αποκομίσει μακροχρόνια οφέλη.
Και κερδισμένη βέβαια είναι η ευρωπαϊκή συνοχή καθώς στο πρόσωπο της Ρωσίας αναδύθηκε μια απειλή, η οποία ενθαρρύνει την εσωτερική πειθαρχία και την ισχυροποίηση της κοινής ταυτότητας, συσπειρώνοντας παράλληλα τα νότιο-ανατολικά ευρωπαϊκά πλευρά. Υπάρχει όμως το ερωτηματικό, αν αυτή η συσπείρωση θα επιτρέψει την διατήρηση του Ευρωπαϊκού χαρακτηριστικού της πολυφωνίας και του πλουραλισμού, η θα οδηγήσει σε περισσότερο συγκεντρωτικά πρότυπα πχ περιορισμό του δικαιώματος αρνησικυρίας κ.ο.κ.
ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ θα έχουν σημαντικά μικρότερα κόστη από την ΕΕ. Τα κύρια προβλήματα της Washington από την ουκρανική κρίση είναι κυρίως πολιτικά και στρατιωτικά. Η οξεία κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία θα τείνει να αποσπά πόρους από το θέατρο του Ινδο-Ειρηνικού και της Ασίας και να διαφοροποιεί τις γεωπολιτικές προτεραιότητες. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να αυξήσουν τη στρατιωτική παρουσία τους στην Ευρώπη σε βάρος των στρατιωτικών αναγκών για αναχαίτιση της κινεζικής επιρροής και επέκτασης.
Οι ΗΠΑ αγωνιούν για ένα ενδεχόμενο πόλεμο μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει και σε πυρηνική κλιμάκωση, γι’ αυτό και η ισχυρή ρητορική τους περί μη εμπλοκής του ΝΑΤΟ στην τρέχουσα σύγκρουση. Η Washington καλείται να διαχειρισθεί τόσο την τρέχουσα ουκρανική κρίση, όσο και την γενικότερη επιθετικότητα της Μόσχας, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί και αλλού (Μολντόβα, Βαλτικά, Γεωργία) καθώς και την πιθανότητα μιας παραπέρα κλιμάκωσης με τακτικά πυρηνικά.
Η διαχείριση της έντασης της αντιπαράθεσης και η πρόληψη από του να εξελιχθεί ανεξέλεγκτα, ίσως είναι η κρισιμότερη άμεση προτεραιότητα για τις ΗΠΑ.
Σε άλλους χώρους η Washington αποκομίζει οφέλη, όπως η εσωτερική πειθαρχία των μελών του ΝΑΤΟ μπροστά στη ρωσική απειλή και η αυξημένη οικονομική συμβολή τους για εξοπλισμό γεγονός το οποίο ισχυροποιεί τη Συμμαχία, της οποίας ηγείται ο ατλαντικός εταίρος. Ό,τι δεν κατόρθωσαν οι G. Bush, Obama Trump τώρα επιτεύχθηκε και η επιρροή του ΝΑΤΟ ισχυροποιήθηκε, με την πιθανότητα η Συμμαχία να επεκταθεί περιλαμβάνοντας και άλλα μέλη.
Αν και δεν είναι προκαθορισμένη η εισδοχή της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, ο αριθμός των υποστηρικτών ενός τέτοιου ενδεχομένου είναι μεγάλος και στις δύο χώρες, αν δεν είναι η πλειοψηφία. Εάν η Φινλανδία γίνει μέλος της Συμμαχίας τότε η προβολή της Δυτικής ισχύος θα καλύψει όλη το βόρειο- δυτικό σύνορο της Ρωσίας.
Ο ενεργειακός τομέας των ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα κερδισμένος, διότι στο κοντινό μέλλον θα κερδίσει ένα σημαντικό μέρος από την ευρωπαϊκή αγορά, κυρίως με την αποστολή υγροποιημένου αερίου (LNG). Επιπλέον θα είναι ευκολότερο για τους Αμερικανούς να επηρεάσουν αρνητικά την θέση της Ρωσίας στη διεθνή αγορά όπλων.
Αν και η Κίνα και οι Ινδίες θα παραμείνουν μεγάλοι πελάτες, λόγω των πολιτικών σχέσεων με την Μόσχα, στις μικρότερες αγορές οι Ρώσοι θα αντιμετωπίσουν τον σκληρό ανταγωνισμό της Washington, η οποία θα ενθαρρύνει τοπικά λόμπυ υπέρ των πολεμικών βιομηχανιών της.
Οι ΗΠΑ έχουν συσσωρεύσει έναν αριθμό εσωτερικών κοινωνικών προβλημάτων, με ενδεικτική την έντονη βία και τη βάναυση καταστολή της από τις αρχές. Όμως ο ρωσικός παράγοντας, κάτω από τις τρέχουσες συνθήκες, λειτουργεί συσπειρωτικά τόσο για το Κονγκρέσο όσο και για την αμερικανική κοινωνία.




Κίνα
Το Πεκίνο διατηρεί μια προσεκτική θέση και ενώ η διπλωματία του υποστηρίζει τις ρωσικές θέσεις, διάψευσε κατηγορηματικά ότι η Ρωσία ζήτησε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από αυτό, ουσιαστικά στέλνοντας το μήνυμα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν έξω από τη βασική πολιτική του, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη διαλόγου μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Πάντως η μεγάλη χώρα της ανατολής έχει ευρύ χώρο για ελιγμούς. Οι τρέχουσες αρνητικές επιπτώσεις για την Κίνα είναι ελάχιστες, καθώς η στρατιωτική και πολιτική πίεση από την Washington μειώνεται, ενόσω ο ρωσικός κίνδυνος για την Δύση αυξάνει και απορροφά αυτός κατά κύριο λόγο την προσοχή της, όπως προαναφέραμε.
Δεδομένων των ευρείας έκτασης κυρώσεων, το Πεκίνο μπορεί να εκμεταλλευθεί το κενό το οποίο δημιουργείται στο ρωσικό εμπόριο και την οικονομία. Οι ρωσικοί υδρογονάνθρακες γίνονται περισσότερο διαθέσιμοι για την Κίνα σε χαμηλότερες τιμές από πριν, αν και μπορεί να υπάρχουν τεχνικές δυσκολίες (συστήματα αγωγών) για την παράδοσή τους στην κινεζική αγορά. Η Κίνα γίνεται από τα πράγματα ο σημαντικότερος οικονομικός εταίρος της Ρωσίας, και μια τέτοια σχέση θα είναι ασύμμετρα ευνοϊκή για την πρώτη.
Το Πεκίνο θα σταθεροποιήσει τα σύνορά του με τη Ρωσία, όπου πάντα υπήρχαν κάποιες αμφισβητήσεις, και θα εκμεταλλευθεί νέες ευκαιρίες για να αυξήσει την επιρροή του στην Κεντρική Ασία, όπως πχ στο Αφγανιστάν το οποίο διαθέτει μεγάλα αποθέματα σπάνιων γαιών (δεύτερο σε παγκόσμια κλίμακα μετά την Κίνα) χαλκού, νικελίου κ.α. Επίσης, με βάση την εμπειρία από τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η Κίνα μπορεί να προετοιμασθεί για να βελτιώσει την οικονομική ασφάλειά της, σε περίπτωση παρόμοιων προβλημάτων με τη Δύση. Το Πεκίνο έχει κάθε λόγο να μην διαταραχθεί η παγκόσμια οικονομία και να διατηρεί τις σχέσεις του με τις Δυτικές χώρες σε καλό επίπεδο, καθώς αυτές αντιπροσωπεύουν τις κατά κύριο λόγο τόσο εμπορικές όσο και επενδυτικές αγορές του.
Επίσης δεδομένης της ισχύος της, κυρίως οικονομικής, η Κίνα είναι σε θέση να διαδραματίζει σημαντικό διεθνή ρυθμιστικό ρόλο, τον οποίο θα προσπαθήσει να διατηρήσει. Έτσι, δεν είναι ορατή μια πολιτική και στρατιωτική συμμαχία Πεκίνου και Μόσχας καθώς το πρώτο θα θελήσει να διατηρήσει την ανεξαρτησία των κινήσεών του κρατώντας μια διακριτική απόσταση από την δεύτερη, παρέχοντας της μια γενικότερη στήριξη, στον βαθμό που δεν υπονομεύονται οι σχέσεις του με τους Δυτικούς οικονομικούς εταίρους του.
Τουρκία
Ιδιάζουσα είναι η θέση της Άγκυρας, η οποία ανέπτυξε αξιοσημείωτη διπλωματική πρωτοβουλία για διευκόλυνση της επικοινωνίας μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, διοργανώνοντας το φόρουμ της Αττάλειας και επιτυγχάνοντας πυκνές διαμεσολαβητικές επαφές με τον υπουργό της επί των Εξωτερικών. Χαρακτηριστικό της επιτυχίας της τουρκικής διπλωματίας είναι ότι η ουκρανική ηγεσία προτείνει ένα σχήμα προστάτιδων – εγγυητριών δυνάμεων για την πολιτική κατάσταση η οποία θα προκύψει, στο οποίο θα συμμετέχει και η Τουρκία μαζί με τη Ρωσία και τη Μ. Βρετανία.
Αυτό βέβαια δεν θα έπρεπε να ξενίζει διότι η Τουρκία κεφαλαιοποιεί την ειδική διαμεσολαβητική θέση της μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, σε συνδυασμό με τη βαρύτητα του ρόλου της ως μέλους του ΝΑΤΟ, γεγονός το οποίο επικροτεί ο ατλαντικός παράγοντας. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ακόμη ότι Ρωσία, Τουρκία και Μ. Βρετανία είναι οι τρεις δυνάμεις οι οποίες έχουν ιστορικά εμπλακεί με διαφορετικά γεωπολιτικά συμφέροντα στα θέματα της Μαύρης Θάλασσας κατά τους τελευταίους τρεις αιώνες και έχουν την πείρα της διαμόρφωσης ισορροπιών σ’ αυτόν τον χώρο.
Είναι ακόμη αξιοσημείωτα τα οικονομικά οφέλη τα οποία μπορεί να αποκομίσει η Άγκυρα, εάν εξακολουθεί να μην επιβάλει κυρώσεις, όπως αύξηση των εξαγωγών της προς τη Ρωσία σε υποκατάσταση Ευρωπαϊκών, αύξηση των Ρώσων τουριστών, αύξηση της διαμετακόμισης γενικότερα με την λειτουργία της στην ουσία ως πύλη της Ρωσίας από και προς την Δύση, ενώ συγκεκαλυμμένη είναι και η θέση του Τουρκικού τραπεζικού τομέα.
Αν και είναι δύσκολο σε μια ρευστή κατάσταση όπως η τρέχουσα Ουκρανική κρίση να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, από την σύντομη ανάλυση που προηγήθηκε φαίνεται ότι ο μεγαλύτερος κερδισμένος στην διεθνή σκηνή είναι η Κίνα, ενώ σημαντικά πολιτικά οφέλη αποκομίζει τοπικά η Τουρκία, αποκτώντας ενδεχομένως και δυνατότητες επέμβασης στον Ουκρανικό χώρο, ανάλογα με τις προβλέψεις της παραπάνω εγγυητήριας συμφωνίας, αν το σχήμα αυτό εγκριθεί και προχωρήσει.
* Ο κ. Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής