Φόβοι για επανάληψη της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 | Κομβικός ο ρόλος των Ιράν, ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας

Η κατάσταση στην Μέση Ανατολή δείχνει να είναι κάτι περισσότερο από έκρυθμη και η ανησυχία εξαπλώνεται σε όλα τα επίπεδα. Ένα εξ αυτών είναι η οικονομία και ειδικά σε ότι έχει να κάνει με την διεθνή τιμή του πετρελαίου, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.

Χθες το πετρέλαιο Brent έκανε άλμα φθάνοντας ακόμη και στα 89 δολάρια το βαρέλι, ενώ την Παρασκευή ήταν κάτω και από τα 84 δολάρια. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα προβάλλονται εκτιμήσεις που βλέπουν την τιμή ακόμη και πάνω από τα 100 δολάρια, όπως αναφέρει ο Θανάσης Παπαδής.

Την γενικότερη κατάσταση φαίνεται να επιδεινώνει και το άλμα στην τιμή του φυσικού αερίου κατά 12%, πάνω από τα 43 ευρώ η μεγαβατώρα, αλλά και η νέα άνοδος για την χονδρική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος κοντά στα 140 ευρώ.

«Κλειδί» για την επόμενη ημέρα είναι το Ιράν. Τα μάτια των περισσοτέρων είναι στραμμένα προς την δική του κατεύθυνση περιμένοντας να ανοίξει χαρτιά του, ενώ επίσης κομβικής σημασίας θα είναι η στάση των ΗΠΑ αλλά και της Σαουδικής Αραβίας.

Ο ρόλος της κάθε μίας από αυτές τις χώρες θα κρίνουν εν πολλοίς την πορεία της τιμής του «μαύρου χρυσού». Επί του παρόντος και οι τρεις αυτές χώρες με πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή εμφανίζονται ιδιαίτερα προσεκτικές στις κινήσεις τους και στην ρητορική τους, αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσεις την επόμενη κίνησή τους ή την αντίδραση εάν προκληθούν.

Κίνδυνος εκτροχιασμού

Η άμεση επίδραση – στο κακό σενάριο με σημαντική αύξηση της τιμής – έχει να κάνει με τις τσέπες των καταναλωτών, αλλά και την οικονομία στο σύνολό της, αφού πιθανή αύξηση της τιμής θα εκτροχιάσει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς σε μία περίοδο έντονων πληθωριστικών πιέσεων στα είδη πρώτης ανάγκης, όπως επίσης και «κούρεμα» της ανάπτυξης.

Να σημειωθεί ότι ο προϋπολογισμός έχει συνταχθεί με την παραδοχή ότι η μέση τιμή για το Brent θα είναι στην περιοχή των 81 δολαρίων των βαρέλι. Χθες η τιμή του ξεπέρασε τα 88 δολάρια, ενώ ενδοσυνεδριακά έφτασε και τα 89 δολάρια.

Όπως γίνεται κατανοητό το πρόβλημα δεν έγκειται στην παραγωγή, αφού καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν έχει παραγωγή πετρελαίου. Υπάρχουν όμως και τα στενά του Ορμούζ από όπου και διακινείται σχεδόν το 1/5 της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και αυτά βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Ιράν.

Όπως αναφέρει στο BBC ο ενεργειακός αναλυτής Σαούλ Κάβονιτς, «η τιμή του πετρελαίου ανεβαίνει εξαιτίας της προοπτικής μίας ευρύτερης ανάφλεξης, που θα μπορούσε να διαχυθεί στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία». Ο ίδιος προειδοποίησε πως περίπου το 1/5 των παγκόσμιων προμηθειών πετρελαίου θα μπορούσαν να «γίνουν όμηροι», εάν υπάρξουν προβλήματα στα Στενά του Ορμούζ – μία ζωτικής σημασίας αρτηρία του παγκόσμιου εμπορίου.

Πριν από λίγες ημέρες η JPMorgan εκτιμούσε ότι η τιμή του πετρελαίου θα παραμείνει στα 86 δολάρια μέχρι το τέλος του έτους λόγω μιας αναμενόμενης πτώσης στη ζήτηση ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι η μέση τιμή του αργού θα μειωθεί στα 81,8 δολάρια το βαρέλι το 2023 (από 100,7 δολάρια το 2022) και ότι θα διαμορφωθεί στα 81,2 δολάρια το 2024. Πρόκειται για προβλέψεις που οδηγούνται από τις αβέβαιες προοπτικές της προσφοράς από τη Ρωσία (λόγω των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί σε βάρος της χώρας), από τη Σαουδική Αραβία και τις χώρες OPEC+ καθώς από τον ρυθμό ανάκαμψης της κινεζικής οικονομίας.

Επανάληψη της κρίσης του 1973;

Τα πράγματα όμως έχουν μεταβληθεί μετά το ξέσπασμα του πολέμου, οι προβλέψεις αυτές τείνουν να ανατραπούν καθώς τα πιο ακραία σενάρια κάνουν λόγω για επανάληψη της ενεργειακής κρίσης του 1973 όπου ο Δ’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος (Πόλεμος του «Γιόμ Κιπούρ») οδήγησε σε τριπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου αφού οι χώρες του Αραβικού Κόλπου προέβησαν σε εμπάργκο στις εξαγωγές και τα λιγότερο ακραία να προβλέπουν παρατεταμένο ράλι προς τα 100 δολάρια ή και παραπάνω.

Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου, είτε αυτές σταματήσουν κοντά στο όριο των 100 δολαρίων είτε το ξεπεράσουν, προμηνύουν αναζωπύρωση της ενεργειακής κρίσης ως αποτέλεσμα του περιορισμού των προμηθειών. Και ενώ το Ισραήλ και τα παλαιστινιακά εδάφη δεν αποτελούν πηγές προμήθειας της παγκόσμιας αγοράς, η εμπλοκή του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας και η ενδεχόμενη επέκταση της κρίσης στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να φέρει στο προσκήνιο κυρώσεις είτε από την πλευρά των ΗΠΑ προς το Ιράν είτε από την πλευρά άλλων πετρελαιοπαραγωγών κρατών της περιοχής, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν περιορίσει την παραγωγή ως μέρος της προσπάθειας του ΟΠΕΚ+ να τονώσει τις τιμές στην διεθνή αγορά.

Μέχρι στιγμής, παράγοντες της διεθνούς αγοράς θεωρούν ότι είναι μάλλον απίθανη μια εκτόξευση των τιμών όπως την είχε βιώσει η αγορά κατά το 1973 και αυτό γιατί τόσο οι συνθήκες προσφοράς και ζήτησης είναι διαφορετικές όσο και οι γεωπολιτικές ισορροπίες. Έτσι, θεωρούν ότι ναι μεν οι πιθανότητες για ένα αραβικό εμπάργκο πετρελαίου ίσως να είναι περιορισμένες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα απαντήσουν με υλοποίηση των κυρώσεων στις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν, κάτι που θα μείωνε εκ των πραγμάτων τις παγκόσμιες προμήθειες και θα ασκούσε ανοδικές πιέσεις στις τιμές.

Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση

Με αφορμή την τωρινή κατάσταση αξίζει να διαβάσουμε το άρθρο του δρ Διονύση Χουρχούλη που διδάσκει Ιστορία Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου για την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973.

Η εκδήλωση της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης του Οκτωβρίου 1973, γεγονός μείζονος πολιτικής και οικονομικής σημασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, συνήθως συσχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με την έκρηξη και εξέλιξη του τέταρτου αραβοϊσραηλινού πολέμου (του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ). Αναμφισβήτητα, οι ενέργειες των αραβικών πετρελαιοπαραγωγών κρατών που πυροδότησαν την κρίση είχαν πράγματι ως στόχο να υποστηρίξουν διπλωματικά την Αίγυπτο και τη Συρία και να ασκήσουν πίεση στη Δύση, ώστε με τη σειρά του να πειστεί το Ισραήλ σε παραχωρήσεις. Παρ’ όλα αυτά, κι άλλες εξελίξεις που είχαν ήδη λάβει, ή λάμβαναν χώρα, καθόρισαν τη σφοδρότητα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης.

Πρώτον, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν πια ζήτημα χρόνου να υπάρξει σημαντική αύξηση στην τιμή του πετρελαίου λόγω της ταχύτατης αύξησης της ζήτησης στον ανεπτυγμένο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, της σταδιακής κάμψης της παραγωγής του αμερικανικού αργού, και της γενικότερης τάσης για αύξηση της τιμής των πρώτων υλών.

Δεύτερον, ήταν ίσως αναπόφευκτο να αυξηθεί η διεθνής τιμή του πετρελαίου εξαιτίας του αυξανόμενου ελέγχου που ασκούσε πλέον μία σειρά αραβικών πετρελαιοπαραγωγών κρατών στον ρυθμό εξόρυξης πετρελαίου, με στόχο να περιοριστεί η προσφορά και να αυξηθεί το μερίδιό τους επί των κερδών αλλά και να μην εξαντληθούν γρήγορα τα κοιτάσματά τους.

Αντίδραση στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ

Η θρυαλλίδα για την έναρξη της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης υπήρξε η έκρηξη του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973. Συγκεκριμένα, λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας στην Αίγυπτο από τον Ανουάρ Σαντάτ τον Σεπτέμβριο του 1970, εκείνος έθεσε σε κίνηση το σχέδιό του να επιτύχει την επιστροφή της κατεχόμενης από το Ισραήλ Χερσονήσου του Σινά. Αυτό θα γινόταν συνδυάζοντας την πολεμική προπαρασκευή (με υπαρκτή την προοπτική και ανάληψης στρατιωτικής δράσης) και τη διπλωματία. Ετσι, ο Αιγύπτιος ηγέτης συνέχιζε να επανεξοπλίζει τις αιγυπτιακές δυνάμεις με σύγχρονο σοβιετικό υλικό, ενώ παράλληλα ήρθε σε μυστικές συνεννοήσεις με άλλα αραβικά κράτη.

Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση-1 Ισραηλινά τεθωρακισμένα στα συριακά Υψώματα του Γκολάν. Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ ήταν η θρυαλλίδα για την έναρξη της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης. ASSOCIATED PRESS

Τον Απρίλιο του 1973, η Αίγυπτος και η Συρία του Χαφέζ αλ Ασαντ συνομολόγησαν συμμαχία. Αρχισαν να προετοιμάζονται μυστικά για πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, προκειμένου να ανακτήσουν τα απολεσθέντα κατά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών (του 1967) εδάφη τους. Τους επόμενους μήνες ολοκληρώθηκαν οι σχετικές προετοιμασίες.

Ακόμα, ο Σαντάτ προσέγγισε και τη Σαουδική Αραβία. Ο βασιλιάς της τελευταίας, Φεϊζάλ, υποσχέθηκε τον Αύγουστο του 1973 να υποστηρίξει πολιτικά και διπλωματικά την Αίγυπτο και τη Συρία, χρησιμοποιώντας το πετρέλαιο ως όπλο πίεσης εναντίον των ΗΠΑ και γενικότερα της Δύσης.

Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ ξέσπασε αιφνιδιαστικά στις 6 Οκτωβρίου 1973, κατόπιν επίθεσης της Αιγύπτου και της Συρίας εναντίον του Ισραήλ. Αρχικά, τα δύο αραβικά κράτη σημείωσαν αξιοσημείωτες επιτυχίες. Ωστόσο, μετά την πάροδο μερικών ημερών το Ισραήλ μπόρεσε να ανασυνταχθεί και να αντεπιτεθεί επιτυχώς τόσο στο συριακό μέτωπο στα Υψίπεδα του Γκολάν όσο και στο Σινά.

Λίγες ημέρες μετά την έκρηξη του πολέμου, τα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη που συγκροτούσαν τον Οργανισμό Αραβικών Εξαγωγέων Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών (OAPEC), ο οποίος απαρτιζόταν από τα αραβικά κράτη-μέλη του OPEC (Οργανισμού Πετρελαιοπαραγωγών Εξαγωγέων Κρατών), είχαν ήδη προχωρήσει σε μονομερή αύξηση της τιμής πώλησης πετρελαίου κατά 70%.

Οταν όμως οι ΗΠΑ ξεκίνησαν στις 12 Οκτωβρίου μεγάλη επιχείρηση ανεφοδιασμού του Ισραήλ με όπλα και πυρομαχικά, προκειμένου εκείνο να φέρει σε επιτυχές πέρας τις επιχειρήσεις, ο OAPEC (Σαουδική Αραβία, Ιράκ, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Λιβύη), επέβαλε, με πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας, τη σταδιακή μείωση των εξαγωγών πετρελαίου στα κράτη που υποστήριζαν (ή θεωρείτο ότι υποστήριζαν) το Ισραήλ.

Μετά και την ανακοίνωση, στις 19 Οκτωβρίου, της χορήγησης έκτακτης οικονομικής βοήθειας των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, ο OAPEC ανακοίνωσε την επιβολή πλήρους εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ ως αντίποινα και ως μοχλό πίεσης για να επιτευχθεί άμεσα ανακωχή με όρους ανεκτούς προς τα δύο αραβικά κράτη. Ανάλογο εμπάργκο επιβλήθηκε και προς την Ολλανδία, από όπου διακινούνταν σημαντικές ποσότητες αραβικού πετρελαίου προς τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης. Πράγματι, αυτή η πίεση διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην απόφαση της αμερικανικής ηγεσίας να εμπλακεί ενεργά στον τερματισμό των εχθροπραξιών πριν από την πλήρη συντριβή της Αιγύπτου και της Συρίας.

Κατόπιν αμερικανικών πιέσεων προς το Ισραήλ, συνήφθη ανακωχή στις 26 Οκτωβρίου. Παρεμπιπτόντως, πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα υπόλοιπα κράτη-μέλη του OPEC δεν συμμετείχαν στην επιβολή των κυρώσεων, αλλά επωφελήθηκαν εξίσου από την άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου.

Βαρύ πλήγμα στις οικονομίες της χωρών της Δύσης

Τεράστιες ουρές στα βενζινάδικα της Καλιφόρνιας, ενόψει απεργίας των βενζινοπωλών, οι οποίοι διαμαρτύρονται για τους ελέγχους στις τιμές των καυσίμων. ASSOCIATED PRESS

Η συντονισμένη και δυναμική αντίδραση μεγάλου μέρους του αραβικού κόσμου, που χρησιμοποίησε αποτελεσματικά το πετρέλαιο ως μοχλό οικονομικής πίεσης, συνεχίστηκε και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, ώστε να πιεστούν οι ΗΠΑ να μεσολαβήσουν για μια δίκαιη επίλυση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης. Αυτό αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη και σοκ για τους κυβερνητικούς ιθύνοντες και τους αναλυτές στη Δύση.

Λίγο μετά τη λήξη του αραβοϊσραηλινού πολέμου, κι ενώ ο OAPEC προχώρησε σε νέες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου και σε νέους περιορισμούς στις εξαγωγές του, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ και ο υπουργός Αμυνας Τζέιμς Σλέσινγκερ προχώρησαν σε ανοικτές απειλές για αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στον Περσικό Κόλπο εναντίον αραβικών κρατών, ώστε να αποκατασταθεί η ομαλή ροή πετρελαίου προς τις ΗΠΑ και εν γένει τη Δύση. Αυτή η στάση των ΗΠΑ προκάλεσε αμηχανία στους Δυτικοευρωπαίους εταίρους της Ουάσιγκτον, ιδίως εφόσον κυριαρχούσε δυσπιστία σχετικά με τους χειρισμούς και τα κίνητρα της αμερικανικής ηγεσίας κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Σε κάθε περίπτωση, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1973 η διεθνής τιμή του πετρελαίου είχε σχεδόν τριπλασιαστεί σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Το εμπάργκο τελικά ήρθη τον Μάρτιο του 1974, με πρωτοβουλία των Σαουδαράβων, αφού πρώτα οι Αμερικανοί συνέβαλαν εποικοδομητικά στη συνομολόγηση συμφωνιών απαγκίστρωσης των αιγυπτιακών, συριακών και κυρίως ισραηλινών δυνάμεων από τις προκεχωρημένες θέσεις τους στη μεθόριο.

Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση είχε βαρύνουσας σημασίας επιπτώσεις παγκοσμίως, τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Η εποχή της φτηνής ενέργειας έφτασε απότομα και οριστικά στο τέλος της, με αποτέλεσμα να πληγούν οι οικονομίες της Δύσης και να τεθεί τέρμα στο «οικονομικό θαύμα» της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου, όταν οι ταχείς ρυθμοί ανάπτυξης συνοδεύονταν από ισχνό πληθωρισμό και σχεδόν μηδενική ανεργία.

Ο τριπλασιασμός της τιμής του αργού πετρελαίου συνέβαλε αποφασιστικά στη γενικότερη αύξηση της τιμής των προϊόντων και στην εκτίναξη του πληθωρισμού, και τελικά συνέβαλε στην εμφάνιση μονιμότερων διαρθρωτικών προβλημάτων στις δυτικές οικονομίες. Με ακόμη μεγαλύτερη σφοδρότητα επλήγησαν οι πιο αδύναμες οικονομίες των αναπτυσσόμενων κρατών – ιδίως του Τρίτου Κόσμου.

Εκείνα είχαν μικρότερες αντοχές και δυνατότητες προσαρμογής σε σχέση με τα ανεπτυγμένα κράτη της Δύσης, ενώ είδαν να μειώνονται οι εξαγωγές των προϊόντων τους στον ανεπτυγμένο κόσμο λόγω της μείωσης της ζήτησης εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης. Παράλληλα, αυξήθηκε κατακόρυφα το χρέος τους κατά την επαύριον τόσο της πρώτης όσο και της δεύτερης πετρελαϊκής κρίσης του 1979-80. Αντίθετα, η αποτελεσματική παρέμβαση του OAPEC υπήρξε απαρχή μια νέας ισορροπίας στις σχέσεις των κρατών του Περσικού Κόλπου, καθώς και της Λιβύης και της Αλγερίας (και γενικότερα των πετρελαιοπαραγωγών κρατών του Τρίτου Κόσμου) με τη Δύση και την Ιαπωνία. Αυτονόητα, τα περισσότερα πετρελαιοπαραγωγά κράτη πλούτισαν ταχύτατα.

Σοβαρές επιπτώσεις στο διεθνές σύστημα

Η πρώτη (όπως και η δεύτερη) πετρελαϊκή κρίση είχε και ευρύτερες διεθνοπολιτικές – γεωπολιτικές επιπτώσεις. Βραχυπρόθεσμα, ωφελήθηκε σημαντικά και η Σοβιετική Ενωση που, ενώ ήδη αντιμετώπιζε σημαντικά οικονομικά προβλήματα και στασιμότητα, περίπου την ίδια περίοδο κατέστη ο μεγαλύτερος παραγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο. Ε

τσι, κέρδισε πολύτιμο συνάλλαγμα, ώστε να συνεχίσει τα μεγαλόπνοα εξοπλιστικά της προγράμματα και την ανάμειξή της στον Τρίτο Κόσμο, την εισαγωγή δυτικής τεχνολογίας αλλά και δημητριακών, ενώ παράλληλα προμήθευε τους συμμάχους της στην Ανατολική Ευρώπη με πετρέλαιο σε χαμηλές, προνομιακές τιμές.

Η παραπάνω εξέλιξη, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, τη φαινομενική απομείωση της αμερικανικής ισχύος και επιρροής (αποχώρηση από το Βιετνάμ, σκάνδαλο Ουότεργκεϊτ και τελικά παραίτηση Νίξον, επιδείνωση αμερικανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και εμπορικός ανταγωνισμός των ΗΠΑ με Δυτική Ευρώπη και Ιαπωνία, πυρηνική «ισότητα» με τη Σοβιετική Ενωση), τις εντεινόμενες ενδοσυμμαχικές τριβές στον δυτικό συνασπισμό, καθώς και τη διαφαινόμενη εξάρτηση της δυτικής ισχύος και ευημερίας από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του Τρίτου Κόσμου, προκάλεσαν εντεινόμενο σκεπτικισμό και κλίμα απαισιοδοξίας στη Δύση για τις μελλοντικές προοπτικές. Σε κάποιες περιπτώσεις διάχυτο ήταν και ένα υπερβολικό αίσθημα ανασφάλειας, ακόμα και ο φόβος ότι η Σοβιετική Ενωση θα επικρατούσε στον Ψυχρό Πόλεμο.

Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση είχε σημαντικές επιπτώσεις και σε περιφερειακό επίπεδο. Η Σαουδική Αραβία, το κυριότερο πετρελαιοπαραγωγό κράτος της Μέσης Ανατολής, αναδείχθηκε έκτοτε σταδιακά σε σημαντικό παράγοντα της περιοχής και του αραβικού κόσμου συνολικά. Βραχυπρόθεσμα, ακόμα περισσότερο ισχυροποιήθηκε το Ιράν. Εκεί, το καθεστώς του σάχη Μοχάμετ Ρεζά Παχλεβί χρησιμοποίησε τα αυξημένα έσοδα από το πετρέλαιο για την ανάληψη ηγετικού ρόλου στην περιοχή καθώς και την υιοθέτηση ενός φιλόδοξου προγράμματος οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικού εκσυγχρονισμού και μετασχηματισμού.

Εκείνο όμως μέχρι το 1978 είχε αποτύχει, λόγω και της (προσωρινής) πτώσης της τιμής του πετρελαίου κατά την περίοδο 1975-78. Αυτή η αποτυχία, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, επέτεινε τη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους του ιρανικού λαού, ανοίγοντας τον δρόμο για την Ιρανική Επανάσταση και την ανατροπή του σάχη, εξέλιξη που οδήγησε εντέλει στην επιβολή ισλαμικού θεοκρατικού καθεστώτος σε αυτή τη μεγάλη χώρα και στην άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλάμ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *