Bραδάκι σε “κοσμικό” ζαχαροπλαστείο στο κέντρο. Περνάει από μπροστά μας φουριόζος και καμαρωτός μέσα στο σκούρο μπλε κοστούμι του. Ο φίλος μου τον χαιρετάει εγκάρδια, “κάτσε να πιείς έναν καφέ”. Κοιτάζει το ρολόι του. “Μετά τις οκτώ πίνω μονάχα ουίσκι!” χαμογελάει και θρονιάζεται. Ο φίλος μου μάς συστήνει. Το πρόσωπο και το όνομά του μού είναι αμυδρά γνωστά. Κάπου τον έχει σίγουρα πάρει το μάτι μου. Θα τον έλεγες τυπικό πενηντάρη Έλληνα εάν δεν είχε μάτι ιδιαζόντως πονηρό -μπιρμπιλωτό-, κίνηση σβέλτη και μαλλί κορακάτο, ολοφάνερα βαμμένο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Στην πορεία της κουβέντας μαθαίνω ότι είναι συμπολιτευόμενος βουλευτής επαρχίας. Τον θυμάμαι. Τον έχω δει μια φορά στην τηλεόραση να καβγαδίζει. Μού είχε κάνει εντύπωση -θυμάμαι- ότι δεν είχε μένος, δεν άφριζε, δεν χυμούσε άκομψα στους εκπροσώπους των αντίπαλων κομμάτων. Παράσταση έδινε περισσότερο για το κοινό του, με το μπρίο σχεδόν των παλιών κωμικών.
“Πώς τα βλέπετε τα πράγματα;” με ρωτάει. “Εσείς πώς τα βλέπετε; – που είστε στην πρώτη γραμμή…” τού αντιγυρίζω. Ειλικρινά με ενδιαφέρει η άποψή του. Ένας τύπος ο οποίος διανύει κάθε Σαββατοκύριακο χίλια χιλιόμετρα, από την Αθήνα στην εκλογική του περιφέρεια και πάλι πίσω, που συνομιλεί με κάθε καρυδιάς καρύδι, σίγουρα πιάνει τον παλμό της κοινωνίας.
“Καλά πάει η κυβέρνηση!” με διαβεβαιώνει. “Και για την πανδημία δεν ανησυχώ, στα τελειώματα ουσιαστικά βρισκόμαστε, δεν θα έχουμε -εννοώ- ξανά λοκντάουν και τέτοια. Αλί σε μένα…” κατσουφιάζει. “Εσείς τι πρόβλημα αντιμετωπίζετε;” ανησυχώ ειλικρινά.
Παραγγέλνει δεύτερο διπλό ουίσκι. Ανάβει τσιγάρο, τραβάει μια τζούρα, το πατάει στο τασάκι. “Ακούστε…” αποφασίζει να μου ανοίξει την καρδιά του. “Τού χρόνου συμπληρώνω δεκαπέντε χρόνια βουλευτής. Από το 2004 εκλέγομαι, με μία διακοπή το 2009. Κάθε που φουντώνουν φήμες για ανασχηματισμό, σφίγγεται η καρδιά μου. Κάθε φορά απογοητεύομαι. Νοιώθω σαν να’χω φάει μούτζα, κατάρα, να είμαι αιωνίως καρφωμένος στον πάγκο. Έχουμε αλλάξει τέσσερις αρχηγούς. Οι τρεις κυβέρνησαν. Κανείς δεν μού έδωσε μια ευκαιρία! Να με δοκιμάσει ως αναπληρωτή, ως υφυπουργό τουλάχιστον!” λέει με βαθύ παράπονο.
“Τι το χρειάζεστε εσείς το χαρτοφυλάκιο;” προσπαθώ να τον παρηγορήσω – μού γίνεται κάθε στιγμή και συμπαθέστερος. “Εσείς νομοθετείτε! Στις πιο προηγμένες άλλωστε δημοκρατίες επικρατεί το ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτή και υπουργού…” Με κοιτάει σαν να μην καταλαβαίνω. Πράγματι το μαράζι του με εκπλήσσει. “Τι επαγγέλεσθε;” τον ρωτάω. “Δικηγόρος” μού λέει το οφθαλμοφανές. “Και ποιό υπουργείο θα επιθυμούσατε;” “Όποιο και να’ναι! Σιγά μην έχω και την πολυτέλεια της επιλογής.”
“Το να είσαι ωστόσο υπουργός… Πρόκειται για πολύ βαρύ καθήκον” παρατηρώ. “Δεν σε αφήνουν μέρα-νύχτα να ηρεμήσεις. Κι ό,τι στραβό τυχόν συμβαίνει, εσύ φέρεις την πολιτική ευθύνη. Πρέπει -εννοώ- να το έχεις βάλει προσωπικό στοίχημα να αλλάξεις πράγματα και καταστάσεις για να δεθείς σε τέτοιο μαγγανοπήγαδο. Ενώ ο βουλευτής φίνα δουλειά! Τη φέρνεις στα μέτρα σου σαν γραββάτα – όσο θες σχεδόν τη χαλαρώνεις, όσο θες τη σφίγγεις…”
“Να τα πείτε αυτά στους ψηφοφόρους μου!” χαμογελάει πικρά. “Που έχουν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα. Πόσους μπορεί να εξυπηρετήσει ένας απλός βουλευτής; Οι υπουργοί τακτοποιούν πάντοτε αβέρτα, θες στο ευρύτερο δημόσιο, θες στον ιδιωτικό τομέα. Τηλεφωνεί ο υπουργός στον φίλο του τον επιχειρηματία – “βόλεψέ μου πεντέξι” τού ζητάει κι ο άλλος τού το κάνει ευχαρίστως.
Ενώ εγώ; Τελευταίος τροχός τής αμάξης! Σαν ζήτουλας περιφέρομαι από υπουργείο σε υπουργείο με χαρτάκια με αιτήματα…” “Γιατί δεν τα στέλνετε με ι-μέιλ;” “Απαιτείται προσωπική επαφή. Χειρόγραφο σημείωμα. Να το δίνεις στα χέρια του άλλου. Αν κι άμα βγει η βρώμα ότι δεν πρόκειται ποτέ να “αξιοποιηθείς”, γιατί να σού κάνει τη χάρη; Αφήστε, τα χρόνια τρέχουν… Η μπογιά μου περνάει… Κάποια φορά απλώς δεν θα ξαναεκλεγώ και φινίτο λα μούζικα…”
Μισό σχεδόν αιώνα ύστερα από τη Μεταπολίτευση επιβιώνουν τέτοια φαινόμενα, τα οποία παραπέμπουν στους “Χαλασοχώρηδες” του Παπαδιαμάντη, στο “Τζένη-Τζένη” έστω της Φίνος Φιλμ. Ένα σύστημα χαμηλής μα εκτεταμένης διαπλοκής, με διαδρομιστές και νταραβεριτζήδες, που έχουν μπλεχτεί και οι ίδιοι στα δίχτυα του, σε ένα φαύλο κύκλο δούναι και λαβείν. Που συντηρούν πελατολόγιο περνώντας το μέσα από παραθυράκια νόμων. Που αφουγκράζονται -ισχυρίζονται- και υπηρετούν τον λαό. Πολιτικοί βιοπαλαιστές να τρέχουν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, να έχουν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου το σακκάκι και ένα δεύτερο κολλαριστό πουκάμισο, στο πορτ-μπαγκάζ δώρα για γάμους και βαφτίσια. Να υποδύονται ενδιαφέρον για τον αθλητισμό και τον πολιτισμό, να τείνουν ευήκοον ους στον χαβά του κάθε ψηφοφόρου, να παρηγορούν και να υπόσχονται.
Πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο; Προφανώς όχι. Σύμφυτη με τη δημοκρατία η μικροπολιτική. Ακόμα και σε ημιαυταρχικά καθεστώτα ο κόσμος θέλει ζαχάρωμα – εφόσον στήνονται κάλπες. Ακόμα κι όσοι φτάνουν στα ύπατα αξιώματα αναβαπτίζονται τακτικά στην εκλογική τους βάση, δείτε τον Μπόρις Τζόνσον να περιοδεύει ως πρωθυπουργός στην αγγλική επαρχία και να κατεβάζει μπύρες στις παμπ.
Είναι τόσο κακό όλο αυτό; Θα προτιμούσαμε τους βουλευτές κομματικούς υπαλλήλους, να διορίζονται με λίστα, και τους υπουργούς αυστηρά τεχνοκράτες, αμέτοχους στο κοινοβουλευτικό μάλε-βράσε; Προφανώς το αίτημα της ισονομίας, της ευλαβικής τήρησης των κανόνων παραμένει διαρκώς επίκαιρο. Και αν ένα θετικό προέκυψε από την πανδημία είναι η ψηφιοποίηση του κράτους, η οποία αντικειμενικά περιορίζει τον ρόλο των πάσης φύσεως ενδιάμεσων. Θα ωφελούνταν όμως οι πολίτες και η δημοκρατία εάν το σύστημα εξυγιαινόταν μέχρις αποστείρωσης; Συχνά η πιο διαφανής εξουσία αποδεικνύεται και η πιο άτεγκτη. Γιατί δεν υπολογίζει -δεν αντιλαμβάνεται καν- αποχρώσεις και εξαιρέσεις.
Ίσως ο διεκπεραιωτής πολιτευόμενος (με το πεδίο δράσης του ασφαλώς οριοθετημένο, με τα χαρτάκια με τα αιτήματα να καταλήγουν τα περισσότερα στον κάλαθο των αχρήστων), ίσως να παίζει ανάλογο ρόλο με τα πουλάκια στη σαβάνα, τα οποία τρέφονται καθαρίζοντας με τα ράμφη τους την κυψελίδα από τα αυτιά των ελεφάντων και των καμηλοπαρδάλεων. Ίσως να καθαρίζει τα αυτιά της δημοκρατίας.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας και το κείμενο είναι αναδημοσίευση από το capital όπου είχε τίτλο Ο τελευταίος τροχός