Η μυθική ζωή του Έλληνα εφοπλιστή από την Κάσο που έστησε μια αυτοκρατορία στο Λονδίνο και βίωσε την απώλεια του γιου του Κάρλος που έσβησε στο Πακιστάν
Δέκα χρόνια και δύο μήνες μετά από τον θάνατο του γιου του Κάρλος, ο Μπλούης Μαυρολέων σε ηλικία 81 χρονών, έφυγε από την ζωή το 2019 σε κλινική του Σεν Μόριτς της Ελβετίας, όπου νοσηλευόταν. Πάλευε με την επάρατη νόσο όλο αυτό το διάστημα, έχοντας σημαδευτεί ανεπανόρθωτα από την απώλεια του ατίθασου Κάρλος, του «Έλληνα Τσε» όπως χαρακτήρισαν τον γιο του.
Κάρλος Μαυρολέων, ο Ελληνας «Τσε»
Κηδεύτηκε αθόρυβα στον οικογενειακό τάφο της δυναστείας που υπάρχει στο κοιμητήριο της Βουλιαγμένης, δίπλα στον τάφο του Κάρλος και το παρόν έδωσαν μέλη της οικογένειας Γουλανδρή, ελάχιστοι φίλοι του που ήρθαν από το Λονδίνο και οι στενοί συγγενείς. Ανάμεσά τους ο αδερφός του Νικόλας Μαυρολέων, ο γιος του Νίκι, οι δύο κόρες που απέκτησε από τον δεύτερο γάμο του Σάσα και Σίρι, ο ανιψιός του Μανόλης Μαυρολέων και η τελευταία του σύζυγος, Καρολίν.
Όπως είχε συμβεί και στην κηδεία του γιου του, έτσι και το δικό του στερνό αντίο, έγινε αθόρυβα, εν αντιθέσει με την μυθιστορηματική ζωή του, που τα είχε όλα. Μια τεράστια περιουσία, τέσσερις γάμους, αμέτρητες ερωτικές περιπέτειες, ονειρεμένα ταξίδια αλλά και μια απώλεια που τον σημάδεψε για πάντα.
Ο εφοπλιστής που λάτρεψε το ωραίο φύλο
Όσοι τον γνώριζαν είχαν να λένε για την αδυναμία του στο ωραίο φύλο, στην οποία ποτέ δεν μπόρεσε να αντισταθεί. «Ήταν αθεράπευτος γυναικάς ο Μπλούης» λένε φίλοι του εφοπλιστές για τον άνθρωπο που καταγόταν από την Κάσο και έχτισε μια αυτοκρατορία επιχειρήσεων, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα του.
Γεννημένος στις 17 Απριλίου του 1927, ο γιος του Βασίλη και της Βάιολετ Μαυρολέοντα βαπτίσθηκε Μανόλης-Βασίλης και το Μπλούης προέκυψε σαν χαϊδευτικό όταν ήταν παιδί. Ο πατέρας του γοητευμένος από την Αγγλική κουλτούρα, τον έστειλε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία, το Wellesley House στο Κεντ, όταν όμως ξέσπασε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η οικογένεια μετακόμισε πρώτα στο Λος Άντζελες και μετά στον Καναδά, προκειμένου να είναι ασφαλής.
Ο Μπλούης επέστρεψε στο Λονδίνο το 1942 σε ηλικία δεκαεπτά ετών, κατατάχτηκε στην φρουρά των Γρεναδιέρων και παρόλο που δεν πολέμησε ποτέ, λάτρεψε τα τρία χρόνια που έζησε με τη στολή. Προκειμένου να μάθει την δουλειά, ταξίδεψε για καιρό με τα καράβια της εταιρίας τους κυρίως σε λιμάνια της Γαλλίας, όπου η γοητεία του δεν άφησε καθόλου ασυγκίνητο το γυναικείο φύλο.
Το 1965 μετά από το έμφραγμα που έπαθε ο πατέρας του ανέλαβε τα ηνία της εταιρίας «London & Overseas Freighters ενώ είχε ήδη παντρευτεί το 1951 την πρώτη του σύζυγο Ρουθ, κόρη ενός αστυνομικού με την οποία χώρισε τρία χρόνια αργότερα.
Μετά από πρόσκαιρες ερωτικές περιπέτειες σε Λονδίνο και άλλες πόλεις του κόσμου υπέκυψε ξανά στον γάμο, όταν η μοίρα τον έριξε μπροστά σε μια κούκλα με καταγωγή από ην Λατινική Αμερική. Κάπως έτσι ήρθε το δεύτερο στεφάνι με την πανέμορφη Τζοκόντα Ντε Γκαγιάρδο το 1956, η οποία του χάρισε δύο γιους, τον Νίκι και τον Κάρλος, που έμελλε να χαράξουν τελείως διαφορετικές πορείες.
Θα χωρίσει με την Τζοκόντα πέντε χρόνια αργότερα, διατηρώντας όμως πολύ καλή σχέση μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής του και θα ντυθεί για τρίτη φορά γαμπρός δύο χρόνια αργότερα όταν ερωτεύεται την καλλονή Καμίλλα Παλλαβιτσίνι.
Μαζί της θα αποκτήσει δύο κόρες πριν χωρίσει και με αυτή, αναζητώντας την γυναίκα που θα τον «έκλεινε» σαν άντρα σε σχέσεις που είχαν πάντα ημερομηνία λήξης. «Ήταν λίγο επιπόλαιος με τα παιδιά του» λένε άνθρωποι που τον γνώρισαν πολύ καλά προσθέτοντας ότι «τα αγαπούσε πολύ αλλά δεν μπόρεσε ποτέ να έρθει τόσο κοντά τους όσο θα έπρεπε».
Το απίστευτο χιούμορ και ο τέταρτος γάμος
Ήταν σχεδόν πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη, ειδικά όταν έβγαινε έξω για να δώσει το παρόν σε glam πάρτι και δεξιώσεις, αφού είχε γίνει διάσημος για τις υποκριτικές του ικανότητες.
Ήταν τόσο καλός που οι φίλοι του έλεγαν ότι αν δεν ήταν πάμπλουτος θα μπορούσε να διαπρέψει σαν κωμικός ηθοποιός ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που τραγουδούσε σε κάποιο πάρτι για να διασκεδάσουν οι καλεσμένοι.
Μπορεί να λάτρευε την Αγγλία, αλλά κάθε καλοκαίρι ερχόταν οικογενειακώς στην μαγευτική έπαυλη της οικογένειας στο Πόρτο Χέλι, που βρίσκεται μέσα σε μια τεράστια έκταση. Στην επιβλητική της είσοδο, στον «παράδεισο» όπως τον αποκαλούσε ο ίδιος και τα παιδιά του δέσποζαν δυο μαύρα μαρμάρινα λιοντάρια, ενώ μέσα υπήρχαν ελαιώνες και εκτός από την επιβλητική κατοικία, υπήρχαν πολλά μικρότερα σπίτια για να φιλοξενηθούν, οι επισκέπτες της οικογένειας.
Στις βεράντες οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τις βουκαμβίλιες ανέδυαν ένα μεθυστικό άρωμα, ενώ το υπηρετικό προσωπικό ετοίμαζε σχεδόν κάθε μέρα ελληνικά φαγητά, όπως μουσακά καιν γεμιστά. Παρόλο που ο ίδιος όπως και τα παιδιά του, μιλούσαν ελάχιστα τα ελληνικά, δεν ξέχασαν ποτέ την καταγωγή τους, ενώ τα καλοκαιρινά πάρτι που έχουν γίνει στην ονειρική έπαυλη έχουν γράψει ιστορία.
Εκεί απολάμβανε να βλέπει τον γιο του Νίκι να έχει δίπλα του την τότε σύζυγό του Μπάρμπαρα Καρρέρα και τον Κάρλος να γυρνάει από τα φλεγόμενα μέτωπα του κόσμου για να χαλαρώσει μόνο για λίγο πριν ξαναφύγει.
Το καλοκαίρι του 1998 ήταν ήδη παντρεμένος για τέταρτη φορά με την Καρολίν Τομέ, που μπήκε από το 1982 στην ζωή του και περίμενε με ανυπομονησία να παντρευτεί ο «επαναστάτης» Κάρλος με την πανέμορφη Τανάζ Φαϊζναπούρ.
Ο γιος που τον είχε ταλαιπωρήσει με την θυελλώδη ζωή του, τις κοπάνες και τις συχνές «φυγές» από την έπαυλη στο Λονδίνο για ταξίδια χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Αυτός που το έσκασε σε ηλικία δεκαέξι χρονών με μια συνομήλικη του, η οποία τον παράτησε στο δρόμο για ένα φορτηγατζή και κατέληξε μετά από εβδομάδες περιπλάνησης στην Ελλάδα και στο σπίτι της θείας του.
Τον αγαπούσε όμως ο Μπλούης και χαιρόταν να τον βλέπει να συνοδεύει την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στην απονομή των Όσκαρ, έχοντας πάρει την δική του γοητεία σε ότι είχε να κάνει με τις γυναίκες. Το καταλάβαινε όταν φίλοι της οικογένειας, ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Νιάρχος που ήταν κολλητός με τον Κάρλος, αλλά και τα αδέρφια του Φίλιππος και Σπύρος κατέφταναν από την Σπετσοπούλα με τα σκάφη τους που έδεναν στο ιδιωτικό λιμάνι της οικογένειας για να διασκεδάσουν με τις εκάστοτε συντροφιές τους. Τον Αύγουστο του 1998 όμως, ο Μπλούης Μαυρολέων έμελλε να ζήσει την απώλεια που τον σημάδεψε για πάντα.
Κάρλος Μαυρολέων: Ο Έλληνας γόνος που πολέμησε στο πλευρό των Μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν
Ο Κάρλος Μαυρολέων έζησε μέχρι το τέλος μια ζωή όπως τη διάλεξε, στα άκρα, γεμάτη περιπέτεια και κινδύνους. Γεννημένος το 1958 στο Λονδίνο, γόνος πλούσιας εφοπλιστικής οικογένειας, οι ρίζες του εντοπίζονται στο νησί της Κάσου και απλώνονται μέχρι το Μεξικό, χώρα καταγωγής της μητέρας του. Ανήσυχο πνεύμα από νεαρή ηλικία, ξεκίνησε την επανάσταση του ενώ ακόμα φοιτούσε στο κολέγιο του Ίτον για να καταλήξει να πολεμήσει στο Αφγανιστάν τους Σοβιετικούς στο πλευρό των μουτζαχεντίν και των Ταλιμπάν.
Απαρνήθηκε μια περιουσία πάνω από 100εκ. λίρες μαζί με την άνεση και τα πλούτη της οικογένειας του. Από την εφηβεία του ακόμα ήθελε να καταφέρει τα δικά του πράγματα. Έτσι, στα 16 φεύγει για πρώτη φορά από το σπίτι του, διασχίζει την Ευρώπη και την Τουρκία με ωτοστόπ και μπαρκάρει σε ένα καράβι με προορισμό την εξωτική Ινδία. Το μικρόβιο της εξερεύνησης για το άγνωστο μόλις είχε αρχίσει να φωλιάζει μέσα του.
Εκεί δούλεψε ως απλός εργάτης στα εργοστάσια, όμως ήθελε να ασχοληθεί με το λαθρεμπόριο ρουμπινιών που «άνθιζε» στην περιοχή εκείνο το διάστημα. Για 2 ολόκληρα χρόνια η οικογένεια του τον θεωρούσε νεκρό, όμως ο ίδιος επέστρεψε στην οικογενειακή εστία στην Αγγλία σαν να μη συνέβη τίποτα και συνέχισε τις σπουδές του στο σχολείο πετυχαίνοντας την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.
Από την κοσμική ζωή στα τάγματα των Μουτζαχεντίν
Για τα επόμενα χρόνια η ζωή του Κάρλος Μαυρολέων θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η τυπική για κάποιον που διαθέτει χρήματα και γνωριμίες με τα μεγάλα ονόματα του τζετ-σετ, μάλιστα ο ίδιος εργάζεται ως χρηματιστής στη Γουόλ Στριτ, όμως φαίνεται ότι το ταραχώδες πνεύμα του δεν μπορεί να περιοριστεί σε καλούπια. Σε ένα ταξίδι του στην Νέα Υόρκη έρχεται σε επαφή με Αφγανούς αυτονομιστές.
Αυτό το γεγονός στάθηκε αφορμή για να φύγει και πάλι, το 1985. Αυτή τη φορά κατευθύνεται στο Αφγανιστάν, το οποίο βρισκόταν από το 1979 σε πόλεμο με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Το πάθος του «Έλληνα Τσε», όπως πολλοί του έδωσαν αυτό το προσωνύμιο, τον οδήγησε μέχρι τον εξισλαμισμό και την ένταξή του στους αντάρτες Μουτζαχεντίν. Εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων, μαθαίνει την γλώσσα των Παστούν και για τα επόμενα χρόνια μέχρι και τη λήξη των εχθροπραξιών ζει σαν Αφγανός και πολεμά στα άγρια τοπία του Αφγανιστάν τον Κόκκινο στρατό στο πλευρό των ανταρτών με το όνομα «Καριμουλά», σύμφωνα με πληροφορίες της βρετανικής Guardian.
Η επιστροφή στην εμπόλεμη ζώνη ως ανταποκριτής και το αναπάντεχο τέλος
Η επιστροφή του από το πεδίο της μάχης σηματοδότησε μια νέα αρχή για τον Κάρλος, όχι όμως αρκετά διαφορετική από την προηγούμενη. Ο κίνδυνος μοιάζει να είναι το ελιξίριό του. Αποφασίζει να γίνει πολεμικός ανταποκριτής και έτσι επιστρέφει πίσω στην εμπόλεμη ζώνη για να καταγράψει τα γεγονότα. Σχετικά με αυτή του την απόφαση οι φήμες οργιάζουν, καθώς θέλουν την μυστική αμερικανική υπηρεσία CIA να τον προσεγγίζει, λόγω των γνωριμιών και της εύκολης πρόσβασης που είχε αποκτήσει ο Μαυρολέων όλα αυτά τα χρόνια στο Αφγανιστάν.
Από το 1991 που ξεκίνησε την καινούργια του καριέρα στο αμερικανικό δίκτυο CBS, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας τραγικών περιστατικών αιματοχυσίας στη Σομαλία, στη Ρουάντα, στο Ιράν, βάζοντας για μια ακόμη φορά τη ζωή του σε κίνδυνο. Τον Αύγουστο του 1998 του ανατίθεται για λογαριασμό της εκπομπής 60minutes μια αποστολή στο Πακιστάν με σκοπό να βρει τον περιβόητο Οσάμα Μπιν Λάντεν και να του πάρει συνέντευξη, πολύ πριν αυτός γίνει παγκοσμίως γνωστός για τα τρομοκρατικά χτυπήματα στις ΗΠΑ.
Στις 23 Αυγούστου ο Μαυρολέων φτάνει στην πόλη Πεσαβάρ του Πακιστάν, μια πόλη που συνορεύει με το Αφγανιστάν και ξεκινά την αποστολή του. Δύο μέρες αργότερα όμως, στην προσπάθειά του να προσεγγίσει ένα στρατόπεδο στην πλευρά του Αφγανιστάν, συλλαμβάνεται από Πακιστανούς μυστικούς πράκτορες ως ύποπτος για κατασκοπεία, αλλά αφήνεται ελεύθερος.
Στις 27 Αυγούστου 1998, λίγα 24ωρα μετά την περιπέτειά του και ενώ ο παραγωγός του δεν εντοπίζει σημείο ζωής του δημοσιογράφου, θα βρεθεί νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του από υπερβολική δόση ναρκωτικών, όπως αναφέρουν οι τοπικές αρχές και ο ιατροδικαστής. Η τραγική είδηση έσκασε σαν βόμβα στον οικογενειακό και επαγγελματικό κύκλο και ένα πέπλο μυστηρίου σκέπασε το θάνατό του με τις υπόνοιες για δολοφονική ενέργεια να αιωρούνται.
Τέσσερις μέρες αργότερα στην Αθήνα, πραγματοποιείται κάτω από στενό κύκλο η κηδεία του. Έφυγε με ένα ήσυχο «αντίο» παρόλο που δε διάλεξε να ζήσει μια ήσυχη ζωή. Η πολυτάραχη ζωή του Κάρλος Μαυρολέων κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών και δημοσιογράφων που ήθελαν να ξεδιπλώσουν τις γεμάτες ρίσκα πτυχές της, ενώ αναμένεται η κυκλοφορία ενός φιλμ με τίτλο «Black Lion» που θα επικεντρώνεται στις τελευταίες του στιγμές.
Πηγή: Newsauto.gr και makthes