
Νέο κύκλο συγκέντρωσης, ο οποίος θα είναι ισχυρός και θα επηρεάσει τον τομέα της βιομηχανίας τροφίμων αλλά και τις μικρότερου βεληνεκούς αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αναμένουν υψηλόβαθμα στελέχη της αγοράς, με τα οποία επικοινώνησε το Capital.gr.
Την ίδια στιγμή οι ίδιες εκτιμήσεις δεν αποκλείουν και λουκέτα σε επιχειρήσεις που δεν θα καταφέρουν να αντισταθούν στις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις και τα αυξημένα κοστολόγια της περιόδου που διανύουμε.
Σε ό,τι αφορά τα σούπερ μάρκετ, στο πρώτο τρίμηνο του 2022, η εταιρεία μετρήσεων Nielsen έχει κάνει γνωστό ότι οι πωλήσεις σε τζίρο στο οργανωμένο λιανεμπόριο ήταν μειωμένες κατά 3,5% σε επίπεδο καταστημάτων. Ταυτόχρονα σε επίπεδο πωλήσεων ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών σε όρους αξίας η πτώση στην περίοδο του πρώτου τριμήνου ανήλθε στο -1,4%.
Προβλέψεις μάλιστα από στελέχη που σχετίζονται με τον κλάδο των σούπερ μάρκετ κάνουν λόγο για περαιτέρω συρρίκνωση των πωλήσεων κατά τον Απρίλιο, εκτιμώντας ότι το ποσοστό μείωσης στα καταστήματα μπορεί να φτάσει ακόμα και το -4,5%. Στον συγκεκριμένο αριθμό εάν κανείς προσθέσει και τον πληθωρισμό των τροφίμων, ο οποίος υπερβαίνει το 5%, η επίπτωση είναι ακόμη εντονότερη κατά τη χρονική περίοδο αναφοράς.

Εντονότερες οι πιέσεις για τα μικρά και μεσαία σούπερ μάρκετ
Σε ό,τι αφορά τις μικρότερες αλυσίδες σούπερ μάρκετ –δεν ισχύει το ίδιο για τους μεγάλους ομίλους– το σκηνικό πίεσης εντείνεται, μετά από μία διετία πανδημίας του 2020 και του 2021, όπου το σύνολο του οργανωμένου λιανεμπορίου στην Ελλάδα αύξησε σημαντικά τις πωλήσεις του.
Αρκετές, ωστόσο, ήταν οι επιχειρήσεις μικρότερου ή μεσαίου βεληνεκούς με οριακές τις κάτω γραμμές του ισολογισμού τους, οι οποίες αναθάρρησαν τρόπον τινά λόγω της αυξημένης ζήτησης που έφερε η COVID-19. Ωστόσο, πλέον, βρίσκονται αντιμέτωπες με αναταράξεις που φέρνει ο πληθωρισμός και, όπως πληροφορούμαστε, αργά ή γρήγορα θα υπάρξει αναδιάταξη του σκηνικού στο συγκεκριμένο επίπεδο της αγοράς.

Περιορισμός των προσφορών στα ράφια
Την ίδια στιγμή και ενώ οι περισσότεροι καταναλωτές αναζητούν το καταφύγιο των προσφορών στα σούπερ μάρκετ ως αντιστάθμισμα για τις ανατιμήσεις, αυτές υλοποιούνται με μειωμένο ρυθμό σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, όπως αναφέρει σχετικά ο Στέλιος Σαράντης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία. Σε ό,τι αφορά τομέα των γαλακτοκομικών το σύνολο των κατηγοριών κινούνται πτωτικά από πλευράς κατανάλωσης.
Κυρίως επηρεάζεται το φρέσκο γάλα και το στραγγιστό γιαούρτι, οι χυμοί κινούνται επίσης ελαφρώς πτωτικά και λίγο πιο έντονα – αν και επίσης με μονοψήφιο ποσοστό. Σε ό,τι αφορά μία ανερχόμενη κατηγορία των τελευταίων ετών που παράγεται από τη γαλακτοβιομηχανία, τα φυτικά ροφήματα, οι τιμές λιανικής ανέρχονται σε τιμή περί τα 3 ευρώ ανά λίτρο και το τελευταίο δεκαήμερο υφίσταται ένας κύκλος προσφορών που αγγίζει ακόμα και τα 0,60 ευρώ ανά λίτρο με σκοπό τη συγκράτηση της ζήτησης.
Όπως λέει ο κύριος Σαράντης αναμένονται κι άλλες αυξήσεις στο ράφι στα γαλακτοκομικά. Εντούτοις οι περισσότερες επιχειρήσεις κινούνται με μονοψήφιες αυξήσεις στα περισσότερα είδη στον κλάδο γαλακτοκομικών, με εξαίρεση τα τυροκομικά προϊόντα. Σύμφωνα με τον ίδιο γίνεται προσπάθεια απορρόφησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου ποσοστού της μεταβολής τιμών από τις γαλακτοβιομηχανίες.
Στον αντίποδα και σε αντίθεση με τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα η φέτα έχει αυξηθεί κατά 35% σε σχέση με πριν από έναν χρόνο, επηρεασμένη από παράγοντες όπως υλικά συσκευασίας, ενέργεια και τη βασική πρώτη ύλη, το αιγοπρόβειο γάλα, η τιμή της οποίας αγγίζει το 1,28 ευρώ το κιλό σε ό,τι αφορά το πρόβειο και τα 0,80 ευρώ σε ό,τι αφορά το κατσικίσιο. Στα υπόλοιπα προϊόντα οι αυξήσεις κυμαίνονται από 3% έως και 5% (γάλα, γιαούρτι, χυμοί και φυτικά), ενώ το αυξημένο κόστος σύμφωνα με τον επιχειρηματία ανέρχεται σε τουλάχιστον 15%.
Ακόμα και κερδοφόρες επιχειρήσεις βαδίζουν προς αρνητικούς ισολογισμούς
Η εικόνα που δίνει ο Πλάτων Μαρλαφέκας, πρόεδρος του επιμελητηρίου Αχαΐας και αντιπρόεδρος της βιομηχανίας αναψυκτικών, Λουξ, είναι ότι το 64% των ισολογισμών της περασμένης χρονιάς εμφάνιζαν είτε μηδενικό κέρδος για το 19% των επιχειρήσεων, είτε αρνητικά αποτελέσματα για υπόλοιπο 81% των συγκεκριμένων επιχειρήσεων εκ του προαναφερόμενου 64%.
Κατά τον κύριο Μαρλαφέκα στον κλάδο της βιομηχανίας τα επιπλέον κόστη για την επιχείρηση κυμαίνονται μεταξύ 10%-15% του τζίρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν διατηρήσει σταθερές πωλήσεις με την προ κρίσης περίοδο. “Φέτος πολλές επιχειρηματικές οντότητες μπορεί να δηλώσουν “κόκκινο” ισολογισμό ακόμα και εκείνες που είναι παραδοσιακά κερδοφόρες και οικονομικά εύρωστες τα τελευταία χρόνια. Όταν το βιομηχανικό κέρδος είναι συνήθως μονοψήφιο, φτάνοντας κατ’ ανώτερο το 10%, είναι μη βιώσιμο υπό το βάρος των υφιστάμενων πληθωριστικών πιέσεων.
Την ίδια στιγμή οι καταναλωτές ζητούν φθηνότερα προϊόντα και όχι ακριβότερα. Εκ των πραγμάτων μιλάμε για μεγάλες ανακατατάξεις και κυρίως για το 64% των επιχειρήσεων που σας προανέφερα, το οποίο δεν έχει περιθώριο κέρδους ή δεν έχει συσσωρεύσει κέρδη από τα προηγούμενα έτη για να αντέξει τις πιέσεις”.
Ένα ακόμα στοιχείο στο οποίο στέκεται είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που βρίσκονται εν μέσω υλοποίησης επενδύσεων και επί παραδείγματι έχουν ενταχθεί στις διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου, καλούνται να αυξήσουν την προϋπολογιζόμενη δαπάνη λόγω αυξημένου κόστους.
“Κατηφόρα” για την καταναλωτική εμπιστοσύνη τον Απρίλιο
Σημειώνεται ότι με βάση την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Απρίλιο διαμορφώθηκε στις 105 μονάδες στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δώδεκα μηνών και σημαντικά χαμηλότερα από τις 112,1 μονάδες του Μαρτίου. Επίσης στη διάρκεια του Απριλίου ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης μειώθηκε στις -55,3 μονάδες από -51,4 μονάδες που ήταν τον Μάρτιο και αρκετά χαμηλότερα σε σύγκριση με τις -38,4 μονάδες που ήταν πριν από έναν χρόνο και στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2017.