Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδηγεί την Ευρώπη στην επανεξέταση των επιλογών για την ενεργειακή της πολιτική. Είχα αναφερθεί [Chartbook #97 Αποτελεί ρεαλιστική στρατηγική το μποϊκοτάζ στη ρωσική ενέργεια; Η γερμανική περίπτωση (αγγλικά)] στη διαφωνία που υπήρχε στη Γερμανία ως προς τις άμεσες κυρώσεις. Από τις 12 Μαρτίου όμως, η ουσία της γερμανικής διαφωνίας, ή μάλλον η έλλειψη ουσίας, είναι απογοητευτική.
Θα ήθελα ωστόσο να εστιάσω σε τρεις εξαιρετικές συνεισφορές στον ευρύτερο ευρωπαϊκό διάλογο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Μετά την εισβολή, στις 11 Μαρτίου 2022, οι αρχηγοί των κρατών της ΕΕ συμφώνησαν να περιορίσουν σταδιακά την εξάρτηση της ΕΕ από τις ρωσικές εισαγωγές ορυκτών καυσίμων το συντομότερο δυνατό. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα προετοιμάσει το σχέδιο “RePowerEU” που θα παρουσιαστεί έως τα τέλη Μαΐου του 2022.
Η πιο ουσιαστική συνεισφορά είναι η ανάλυση του γερμανικού think tank Agora Energiewende που συντάχθηκε από μια ομάδα με επικεφαλής τον Matthias Buck. Υποστηρίζουν ότι ο κύριος στόχος της ενεργειακής πολιτικής στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή θα πρέπει να είναι μια σημαντική αλλαγή στην προσπάθεια μείωσης της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω μιας άμεσης νέας προσπάθειας για αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας και ένα μεγάλο νέο κύμα επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Όπως υποστηρίζει η ομάδα της Agora Energiewende: Μέχρι το 2027, τα μέτρα ενεργειακής απόδοσης, η τηλεθέρμανση και η μαζική προσπάθεια εγκατάστασης αντλιών θερμότητας σε ολόκληρη την ήπειρο θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν 480 TWh σε ενέργεια που χρησιμοποιείται στα κτίρια. Στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, επίσης, τα μέτρα απόδοσης και η ηλεκτροδότηση σε διεργασίες θερμότητας χαμηλής και μέσης θερμοκρασίας μπορούν να εξασφαλίσουν εξοικονόμηση 223 TWh.
Επιπλέον, μια θεαματική αύξηση σε εγκαταστάσεις αιολικών και ηλιακών φωτοβολταϊκών σε συνδυασμό με μεγαλύτερη ευελιξία του συστήματος θα μπορούσε να συνεισφέρει 500 TWh στον τομέα της ενέργειας.
Όλα μαζί αυτά τα μέτρα θα κάλυπταν το 80% της ενεργειακής ζήτησης που καλύπτεται επί του παρόντος από τις ρωσικές προμήθειες.
Η λίστα με τις 15 προτάσεις δεν είναι φιλόδοξη, ωστόσο μοιάζει εφικτή.
Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή της ανάλυσης είναι η προσοχή που δίνει η ομάδα της Agora στο πιο επείγον ζήτημα από πολιτική σκοπιά: την κρίσιμη κατάσταση που κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετωπίσουν η Ευρώπη και η Γερμανία ειδικά τον χειμώνα του 2022-2023.
Η ευρεία υιοθέτηση τέτοιων μέτρων στη Γερμανία είναι κρίσιμης σημασίας αν η Ευρώπη θέλει να σκληρύνει τη θέση της απέναντι στον Πούτιν όσον αφορά τις εισαγωγές ενέργειας.
Ένα στοιχείο που κάνει τέτοιους είδους προτάσεις τόσο μπερδεμένες είναι ο τρόπος που αποτυπώνουν τη σχέση μεταξύ των μακροοικονομικών ανησυχιών της γεωοικονομίας και των λεπτομερειών της εγκατάστασης μιας αντλίας θερμότητας και της αποτελεσματικότητας της λειτουργίας του λέβητα.
Αυτό δίνει ένα εντελώς νέο νόημα στην έννοια του ρεαλισμού, καθώς μας αναγκάζει να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ανταλλαγές πολύ μεγάλης κλίμακας εξαρτώνται από τεχνικές γνώσεις μικρής κλίμακας. Και χρειαζόμαστε αυτή τη γνώση όχι μόνο για να αξιολογήσουμε την υποθετική βιωσιμότητα ενός προγράμματος. Τη χρειαζόμαστε για να υιοθετηθεί από το εργατικό δυναμικό, αν τελικά πρόκειται να γίνει κάτι από όλα αυτά.
Ο εντοπισμός αυτών των κερδών στην αποδοτικότητα και στη συνέχεια η εκπαίδευση του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού ώστε να υλοποιηθεί το πρόγραμμα σημαίνει ότι τεράστια κομμάτια των ευρωπαϊκών κοινωνιών θα χρειαστεί να μάθουν τα πάντα για θέματα ενέργειας.
Πρόκειται για παρόμοια κατάσταση με τις επαναστάσεις που έφερε η μηχανοκίνηση ή η ψηφιοποίηση. Χρειάζεται ολόκληρη η αλυσίδα παραγωγής, διανομής και χρήσης ενέργειας να απομυστικοποιηθούν και να διατεθούν προς μαζικούς συλλογικούς πειραματισμούς και εφαρμογή.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί τώρα για τις ευρωπαϊκές ΑΠΕ [Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας] έως το 2030 – δηλαδή να φτάσουν από τα 350 στα 900 GW μέσα σε 8 χρόνια – θα απαιτηθεί, όπως επισημαίνει η ομάδα Agora, ένα “αληθινό ευρωπαϊκό βιομηχανικό έργο”. Ο ρυθμός των ετήσιων νέων εγκαταστάσεων θα πρέπει να αυξηθεί θεαματικά.
Είναι εφικτά αυτά τα ποσοστά εγκατάστασης; Είναι ρεαλιστικά; Όπως σχολιάζει η Agora:
“Ο επικαιροποιημένος στόχος εγκαταστάσεων αιολικής ενέργειας για 480 GW έως το 2030 ευθυγραμμίζεται με τις εκτιμήσεις του κλάδου για το τέλος της δεκαετίας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα ευνοϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο και ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης. Περίπου το 80% των νέων ανεμογεννητριών θα κατασκευαστούν στην ξηρά, ενώ οι υπόλοιπες θα κατασκευαστούν υπεράκτια. Ωστόσο, απαιτείται μια άμεση και πραγματική αλλαγή ταχύτητας στην κλίμακα των νέων ανεμογεννητριών για να επιτευχθεί η προβλεπόμενη πορεία ανάπτυξης.
Αν και ο στόχος του RePowerEU για την αιολική ενέργεια αντικατοπτρίζει το ανώτερο άκρο της δυναμικής της βιομηχανίας, η βιομηχανία των ηλιακών φωτοβολταϊκών θα μπορούσε να δει την Ευρώπη να φτάνει σε επίπεδα εγκατεστημένης ηλιακής ισχύος της τάξης των 600 GW έως το 2027 στο πλαίσιο του “επιταχυνόμενου καλύτερου σεναρίου” – με την προϋπόθεση ότι η ΕΕ θα ακολουθήσει ένα πλάνο φιλόδοξης πολιτικής υψηλής υποστήριξης που αντικατοπτρίζει την προσέγγιση της Κίνας για την επέκταση των ηλιακών φωτοβολταϊκών.”
Αν δούμε την πρόσφατη τροχιά των ηλιακών εγκαταστάσεων στην ΕΕ, γίνεται σαφές ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια θεαματική ανατροπή. Από το 2011, οπότε βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο, οδεύει προς λάθος κατεύθυνση.
Μακροπρόθεσμα, η χρήση λιγότερης ενέργειας εξοικονομεί χρήματα. Η ομάδα της Agora εκτιμά ότι η μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 1200 TWh έως το 2027 θα εξοικονομήσει περίπου 127-318 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ θα εξοικονομήσει ακόμα περισσότερα στο μέλλον. Η εξοικονόμηση πόρων θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη εάν οι τιμές διαμορφώνονταν στα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα που είδαμε πρόσφατα.
Ωστόσο, η εξοικονόμηση αυτή απαιτεί επενδύσεις.
Η ομάδα της Agora εκτιμά πως τα μέτρα τους θα πρέπει να πλαισιωθούν από ένα νέο Ταμείο Ενεργειακής Κυριαρχίας της ΕΕ, το οποίο θα έχει ως πρότυπο το NextGenEU και θα είναι εξοπλισμένο με 100 δισ. ευρώ έως το 2027.
Αυτό το νούμερο δεν αφορά το κόστος της επένδυσης, το οποίο θα πρέπει να είναι πολύ υψηλότερο. Αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο είναι η απαιτούμενη δημόσια στήριξη για να καταστούν “επενδύσιμα” τα έργα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και παράλληλα για να σταθεροποιηθούν οι ροές εσόδων τους.
Το ύψος της επιδότησης που θα χρειαστεί πραγματικά θα ποικίλλει ανάλογα με την αύξηση του κόστους των ορυκτών καυσίμων(όσο πιο ακριβά τόσο το καλύτερο από αυτή την άποψη). Η Agora προτείνει ένα εύρος που ξεκινάει από τα 30 δισ. και φτάνει τα 285 δισ. ευρώ, σε περίπτωση που υποχωρήσουν οι τιμές των ορυκτών καυσίμων.
Παράλληλα, η ομάδα της Agora σημειώνει ότι:
“Οι επενδύσεις στο δίκτυο μεταφοράς και διανομής δεν υπολογίστηκαν στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης. Σύμφωνα με διάφορα σενάρια (Goldman Sachs, McKinsey, Eurelectric και EC modelling), οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από τα 0,9 δισ. ευρώ έως τα 3 δισ. ευρώ επενδύσεων σε δίκτυα ανά πρόσθετο GW κάθε ΑΠΕ στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει 470–1.650 δισ. ευρώ σωρευτικές επενδύσεις δικτύων αυτή τη δεκαετία. Ο αριθμός αυτός μπορεί να συγκριθεί με τα 130 δισ. μεταξύ 2011-2020, σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν.”
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης, αυτές οι εκτιμήσεις φαίνονται μετριοπαθείς. Ο Μάριο Ντράγκι έκανε λόγο για δαπάνες 2 τρισ. ευρώ σε ενέργεια, άμυνα και κοινωνική πρόνοια για να μετριαστεί ο αντίκτυπος του σοκ. Αυτό εγείρει το ζήτημα του δημοσιονομικού συντάγματος της Ευρώπης.
Το 2020 η Ευρώπη έκανε ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός με την έκδοση κοινού ομολόγου για τη χρηματοδότηση του προγράμματος NextGen της ΕΕ. Ο Christian Odendahl και ο John Springford του CER (Centre for European Reform) υποστηρίζουν ότι η ίδια προσέγγιση πρέπει να ακολουθηθεί για τη χρηματοδότηση της απάντησης στην επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Οι αναγκαίες δαπάνες θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν αυξάνοντας τη φορολογία, περιορίζοντας τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων, με εθνικά δάνεια και ένα νέο πρόγραμμα κοινών δανείων.
“Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η Ευρώπη συμφώνησε σε μια δημοσιονομική πολιτική, παρότι λίγοι πίστευαν ότι θα τα κατάφερνε. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ασφάλεια της Ευρώπης (και για ακόμα μία φορά η οικονομική της ανάκαμψη) διακυβεύεται, είναι προς το συμφέρον του πλούσιου Βορρά να έχουν τη δυνατότητα επενδύσεων η Ανατολή και ο Νότος. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) είναι ένας έξυπνος συνδυασμός εμβασμάτων από πλουσιότερα προς φτωχότερα κράτη μέλη και φθηνών δανείων (στην πραγματικότητα, επιδοτούμενος εθνικός δανεισμός), σε αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις και επενδυτικές δεσμεύσεις.
Η Ευρώπη πρέπει να συντάξει ένα Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας 2.0 που θα εστιάσει σε πράσινη και ασφαλή ενέργεια, δηλαδή σε έργα που μπορούν να μειώσουν γρήγορα την ανάγκη για εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα. Αυτό θα έκανε όλη την Ευρώπη λιγότερο ευάλωτη απέναντι στη Ρωσία, ενώ θα επέτρεπε σε όλες τις χώρες να επενδύσουν στην ενέργεια και την άμυνα με την ίδια τόλμη που έκανε η Γερμανία.
Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτήν την κρίση για να εξασφαλίσουν το τριπλό όφελος που μπορούν να φέρουν οι πράσινες επενδύσεις: να κάνουν την Ευρώπη λιγότερο εξαρτημένη από τη ρωσική ενέργεια, να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα της Ευρώπης. Αν συνδυαστεί αυτό με μια τριπλή χρηματοδότηση σε φορολογία και σε εθνικά και ευρωπαϊκά δάνεια, η Ευρώπη θα έχει κάνει άλλο ένα μεγάλο βήμα προς την ουσιαστική ολοκλήρωση της προστασίας των δύο από τα σημαντικότερα δημόσια αγαθά της: την ασφάλεια και το σταθερό κλίμα.”
Η συζήτηση για το μέλλον του δημοσιονομικού συντάγματος της ΕΕ είχε ξεκινήσει προτού εξαπολύσει τον πόλεμό του ο Πούτιν. Τώρα είναι πιο επείγουσα από ποτέ.
Το 2020 η ΕΕ έδειξε πόσο δημιουργικό μπορεί να είναι ένα αποτέλεσμα, όχι με την αναπαραγωγή παλιών σημείων τριβής, αλλά με τον καθορισμό μιας νέας ατζέντας. Σ’ αυτό το πνεύμα, ο Martin Sandbu προχωρά σε μια εποικοδομητική πρόταση στη στήλη του στους FT.
Εάν η ΕΕ πρόκειται να περάσει μια οδυνηρή φάση απογαλακτισμού από το ρωσικό φυσικό αέριο, γιατί να μην την μετατρέψει σε κινητήρια δύναμη μιας νέας κοινής πολιτικής αγοράς ενέργειας.
“Η Ευρώπη μπορεί επίσης να μετατρέψει την ενεργειακή πολιτική σε εργαλείο εξωτερικής επιρροής. Η ΕΕ – όχι και τόσο έγκαιρα – διερευνά την ικανότητά της να μετατραπεί σε καρτέλ αγοραστών. (…) την Παρασκευή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεσμεύτηκε να εργαστεί για μια κοινή πλατφόρμα αγορών. Πρόκειται για μια σπουδαία κίνηση.
Ας σκεφτούμε τις παγκόσμιες συνέπειες εάν οι χώρες της ΕΕ προμηθεύονται και διαχειρίζονται συλλογικά το φυσικό αέριο που απαιτείται για την πλήρη αναπλήρωση του ετήσιου αποθέματος του φυσικού αερίου της Ένωσης. Αυτό θα σήμαινε μια ετήσια αγορά έως και 100 δισ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου, περίπου δηλαδή του 1/10 του ετήσιου εμπορίου παγκοσμίως. Εάν αγοραζόταν όλο ως υγροποιημένο φυσικό αέριο, θα ήταν το 1/5 της αγοράς LNG. Εάν συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό το καλοκαίρι, το προσωρινό μερίδιο αγοράς θα ήταν ακόμη υψηλότερο.”
Βραχυπρόθεσμα, αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει σε άνοδο των τιμών, αλλά, όπως επισημαίνει ο Sandbu, από τη σκοπιά της ενεργειακής μετάβασης κάτι τέτοιο δεν είναι παρά ευπρόσδεκτο.
“Μακροπρόθεσμα, η κοινή προμήθεια θα διευκόλυνε τις χώρες της ΕΕ να προαναγγείλουν σχέδια για μείωση της χρήσης φυσικού αερίου, γεγονός που μέσω της παγκόσμιας επιρροής της στην αγορά θα έθετε αμφιβολίες για την επιτυχία επενδύσεων μακροπρόθεσμης ανάπτυξης φυσικού αερίου σε άλλη περιοχή. Το συνολικό αποτέλεσμα θα ήταν η αναβάθμιση των κινήτρων για παγκόσμιες επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο σήμερα.
Η ΕΕ δεν είναι έτοιμη να γίνει εν μια νυκτί ένα τεράστιο καρτέλ αγοράς φυσικού αερίου. Θα πρέπει πρώτα να αποκτήσει τεχνογνωσία και να ενισχύσει την ικανότητα επαναεριοποίησης και οικιακών σωληνώσεων. (…) Τα σοκ της δεκαετίας του 1970 προήλθαν από τον νεαρό τότε ΟΠΕΚ που προσπαθούσε να εντυπωσιάσει. Τα σοκ της δεκαετίας του 2020 θα πρέπει να γεννήσουν έναν ευρωπαϊκό αντι-ΟΠΕΚ.”
Για ακόμα μία φορά, όλα τα επιχειρήματα επιστρέφουν στο δίπτυχο: τεχνογνωσία και επένδυση. Επιπλέον, στην οικοδόμηση του πολιτικού συνασπισμού που υπονοείται από τον οδικό χάρτη χρηματοδότησης των Odendahl και Springford.
*Ο Adam Tooze διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης και είναι διευθυντής του European Institute. Στις 8 Απριλίου θα βρεθεί στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών ως καλεσμένος του Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή και θα συζητήσει με τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, Διευθυντή του Ινστιτούτου, σχετικά με την αναζήτηση ενός νέου παραδείγματος οικονομικής δικαιοσύνης σε ταραχώδεις καιρούς.