Κίσινγκερ γι Αφγανιστάν | Γιατί απέτυχε η Αμερική στο Αφγανιστάν

Κίσινγκερ γι Αφγανιστάν | Γιατί απέτυχε η Αμερική στο Αφγανιστάν
Δεν ήταν δυνατό να μετατραπεί το Αφγανιστάν σε μια σύγχρονη δημοκρατία, αλλά η δημιουργική διπλωματία και η δύναμη θα μπορούσαν να έχουν ξεπεράσει την τρομοκρατία, τονίζει ο Χένρι Κίσινγκερ


Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Η κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν επικεντρώνει την άμεση ανησυχία στην απομάκρυνση δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών, συμμάχων και Αφγανών που έχουν παγιδευτεί σε ολόκληρη τη χώρα. Η διάσωσή τους πρέπει να είναι επείγουσα προτεραιότητά μας. Η πιο θεμελιώδης ανησυχία, ωστόσο, είναι πώς η Αμερική οδηγήθηκε σε μια απόφαση που ελήφθη χωρίς ιδιαίτερη προειδοποίηση ή διαβούλευση με συμμάχους ή με τους πιο άμεσα εμπλεκόμενους σε αυτά τα 20 χρόνια θυσίας. Και γιατί η βασική πρόκληση στο Αφγανιστάν έχει σχεδιαστεί και παρουσιαστεί στο κοινό ως επιλογή μεταξύ πλήρους ελέγχου του Αφγανιστάν ή πλήρους αποχώρησης.

Ένα υποκείμενο ζήτημα έχει οδηγήσει τις αντι-ανταρτικές προσπάθειές μας από το Βιετνάμ στο Ιράκ για πάνω από μια γενιά. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή του στρατού τους, διακυβεύουν το κύρος τους και εμπλέκουν άλλες χώρες, πρέπει να το πράξουν με βάση ένα συνδυασμό στρατηγικών και πολιτικών στόχων. Στρατηγικούς, για να ξεκαθαρίσουμε τις συνθήκες για τις οποίες αγωνιζόμαστε, πολιτικούς για τον καθορισμό του κυβερνητικού πλαισίου για να διατηρηθεί το αποτέλεσμα τόσο εντός της συγκεκριμένης χώρας όσο και διεθνώς.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυτοδιαλυθεί λόγω των αντι- ανταρτικών προσπάθειών τους ένεκα της αδυναμίας τους να καθορίσουν εφικτούς στόχους και να τους συνδέσουν με τρόπο βιώσιμο με την αμερικανική πολιτική διαδικασία. Οι στρατιωτικοί στόχοι ήταν πολύ απόλυτοι και ανέφικτοι και οι πολιτικοί πολύ αφηρημένοι και άπιαστοι. Η αποτυχία να συνδεθούν μεταξύ τους έχει εμπλέξει την Αμερική σε συγκρούσεις χωρίς καθοριστικά τερματικά σημεία και μας έχει προκαλέσει εσωτερικά να διαλύσουμε τον ενιαίο συνολικό στόχο μέσα σε ένα κύμα εσωτερικών αντιπαραθέσεων.

Μπήκαμε στο Αφγανιστάν εν μέσω ευρείας δημόσιας στήριξης ως απάντηση στην επίθεση της Αλ Κάιντα στην Αμερική που ξεκίνησε από το Αφγανιστάν που τότε ελεγχόταν από τους Ταλιμπάν. Η αρχική στρατιωτική εκστρατεία επικράτησε με μεγάλη αποτελεσματικότητα. Οι Ταλιμπάν επέζησαν ουσιαστικά στα πακιστανικά κρησφύγετα τους, από τα οποία πραγματοποιούσαν ανταρτικές επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν με τη βοήθεια ορισμένων πακιστανικών αρχών.

Αλλά καθώς οι Ταλιμπάν εγκατέλειπαν τη χώρα, χάσαμε τη στρατηγική μας εστίαση. Πείσαμε τον εαυτό μας ότι τελικά η επανασύσταση των τρομοκρατικών βάσεων θα μπορούσε να αποτραπεί μόνο με τη μετατροπή του Αφγανιστάν σε ένα σύγχρονο κράτος με δημοκρατικούς θεσμούς και μια κυβέρνηση που θα κυβερνούσε συνταγματικά. Μια τέτοια επιχείρηση δεν θα μπορούσε να έχει κανένα χρονοδιάγραμμα συμβατό με τις αμερικανικές πολιτικές διαδικασίες. Το 2010, σε ένα άρθρο γνώμης σε απάντηση της αύξησης των στρατευμάτων, προειδοποίησα ενάντια σε μια διαδικασία τόσο παρατεταμένη και ενοχλητική ώστε να στρέψει ακόμη και τους μη τζιχαντιστές Αφγανούς ενάντια στην όλη προσπάθεια.

Επειδή το Αφγανιστάν δεν υπήρξε ποτέ ένα σύγχρονο κράτος. Η ύπαρξη κρατικής οντότητας προϋποθέτει ένα αίσθημα κοινών υποχρεώσεων και συγκέντρωσης της εξουσίας. Το αφγανικό έδαφος, πλούσιο σε πολλά άλλα στοιχεία, στερείται αυτών. Η οικοδόμηση ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους στο Αφγανιστάν όπου η εξουσία της κυβέρνησης θα υφίστατο ομοιόμορφα όλη τη χώρα συνεπάγεται ένα χρονικό πλαίσιο πολλών ετών, πράγματι δεκαετιών, αλλά, αυτό αντιβαίνει στη γεωγραφική και εθνοθρησκευτική ουσία της χώρας. Ηταν ακριβώς αυτή η πολυδιάσπαση, το απροσπέλαστο και η απουσία κεντρικής αρχής στο Αφγανιστάν που το έκανε ελκυστική βάση για τρομοκρατικά δίκτυα.

Παρόλο που μια ξεχωριστή αφγανική οντότητα μπορεί να χρονολογηθεί από τον 18ο αιώνα, οι συνιστώντες λαοί της αντιστέκονταν πάντα σθεναρά στον συγκεντρωτισμό. Η πολιτική και ιδιαίτερα η στρατιωτική εδραίωση στο Αφγανιστάν έχει προχωρήσει με βάση εθνοτικές και φυλετικές γραμμές, σε μια βασικά φεουδαρχική δομή όπου οι αποφασιστικοί μεσάζοντες είναι οι οργανωτές των αμυντικών δυνάμεων της φυλής. Συνήθως σε λανθάνουσα σύγκρουση μεταξύ τους, αυτοί οι πολέμαρχοι ενώνονται σε ευρείς συνασπισμούς κυρίως όταν κάποια εξωτερική δύναμη – όπως ο βρετανικός στρατός που εισέβαλε το 1839 και οι σοβιετικές ένοπλες δυνάμεις που κατέλαβαν το Αφγανιστάν το 1979 – προσπαθούν να επιβάλλουν τον συγκεντρωτισμό και τη συνοχή.

Τόσο η καταστροφική βρετανική υποχώρηση από την Καμπούλ το 1842, στην οποία μόνο ένας Ευρωπαίος γλίτωσε τον θάνατο ή την αιχμαλωσία, όσο και η σημαντική αποχώρηση των Σοβιετικών από το Αφγανιστάν το 1989 προκλήθηκαν από μια τέτοια προσωρινή κινητοποίηση μεταξύ των φυλών. Το σύγχρονο επιχείρημα ότι ο αφγανικός λαός δεν είναι διατεθειμένος να πολεμήσει για τον εαυτό του δεν υποστηρίζεται από την ιστορία. Υπήρξαν άγριοι πολεμιστές για τις φυλές τους και για την αυτονομία αυτών των φυλών.

Με την πάροδο του χρόνου, ο πόλεμος πήρε το ατέρμονο χαρακτηριστικό των προηγούμενων αντι-ανταρτατικών εκστρατειών στις οποίες η εγχώρια αμερικανική υποστήριξη εξασθένησε προοδευτικά με το πέρασμα του χρόνου. Η καταστροφή των βάσεων των Ταλιμπάν ουσιαστικά επιτεύχθηκε. Αλλά η οικοδόμηση του έθνους σε μια χώρα που είχε πληγεί από τον πόλεμο απορρόφησε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις. Εγινε δυνατόν οι Ταλιμπάν να περιοριστούν αλλά δεν έγινε δυνατόν να εξαλειφθούν. Και η εισαγωγή άγνωστων μορφών διακυβέρνησης εξασθένησε την πολιτική δέσμευση και ενίσχυσε την ήδη διαδεδομένη διαφθορά.

Το Αφγανιστάν επανέλαβε έτσι τα προηγούμενα πρότυπα των εγχώριων αμερικανικών αντιπαραθέσεων. Αυτό που η αντι-ανταρτική πλευρά ορίζει ως πρόοδο, η πολιτική πλευρά αντιμετωπίζει ως καταστροφή. Οι δύο ομάδες έτειναν να παραλύουν η μία την άλλη κατά τη διάρκεια διαδοχικών κυβερνήσεων και των δύο κομμάτων. Ένα παράδειγμα είναι η απόφαση του 2009 να συνδυαστεί η αποστολή περισσοτέρων στρατευμάτων στο Αφγανιστάν με ταυτόχρονη ανακοίνωση ότι θα αρχίσουν να αποσύρονται σε 18 μήνες.

Αυτό που είχε παραμεληθεί ήταν μια εφικτή εναλλακτική λύση που να συνδυάζει εφικτούς στόχους. Η αντι-ανταρτική προσπάθεια θα μπορούσε να μείνει στον περιορισμό και όχι στην καταστροφή των Ταλιμπάν. Και η πολιτική-διπλωματική πορεία θα μπορούσε να έχει διερευνήσει μια από τις ιδιαίτερες πτυχές της αφγανικής πραγματικότητας: ότι οι γείτονες της χώρας -ακόμη και όταν είναι αντίθετοι μεταξύ τους και περιστασιακά με εμάς- αισθάνονται βαθιά απειλημένοι από τις τρομοκρατικές δυνατότητες του Αφγανιστάν.

Θα ήταν δυνατόν να συντονιστούν κάποιες κοινές αντι-ανταρτικές προσπάθειες; Σίγουρα, η Ινδία, η Κίνα, η Ρωσία και το Πακιστάν έχουν συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα. Μια δημιουργική διπλωματία θα μπορούσε να έχει αποκρυσταλλώσει κοινά μέτρα για την υπέρβαση της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν. Αυτή η στρατηγική είναι αυτή με την οποία η Βρετανία υπερασπίστηκε τις χερσαίες προσβάσεις προς την Ινδία σε όλη τη Μέση Ανατολή για έναν αιώνα χωρίς μόνιμες βάσεις αλλά μόνιμη ετοιμότητα να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, μαζί με ad hoc περιφερειακούς υποστηρικτές.

Αλλά αυτή η εναλλακτική λύση δεν εξερευνήθηκε ποτέ. Έχοντας κάνει εκστρατεία ενάντια στον πόλεμο, οι πρόεδροι Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν ανέλαβαν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν στην εξόντωση των οποίων είχαμε δεσμευτεί και συνήψαμε συμμαχίες για να βοηθήσουν, πριν από 20 χρόνια. Αυτά έχουν πλέον φτάσει στο αποκορύφωμα με την άνευ όρων αμερικανική αποχώρηση της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Η περιγραφή της εξέλιξης δεν εξαλείφει τον κυνισμό και, κυρίως, την ξαφνική απόφαση της απόσυρσης. Η Αμερική δεν μπορεί να ξεφύγει από το να είναι βασικό συστατικό της διεθνούς τάξης λόγω των δυνατοτήτων και των ιστορικών αξιών της. Δεν μπορεί να το αποφύγει με την απόσυρση. Ο τρόπος καταπολέμησης, περιορισμού και υπέρβασης της τρομοκρατίας που ενισχύεται και υποστηρίζεται από χώρες με μεγεθυντική και ολοένα πιο εξελιγμένη τεχνολογία θα παραμείνει παγκόσμια πρόκληση. Πρέπει να αντιμετωπιστούν από εθνικά στρατηγικά συμφέροντα μαζί με την όποια διεθνή δομή μπορούμε να δημιουργήσουμε με την ανάλογη διπλωματία.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι καμία δραματική στρατηγική κίνηση δεν είναι διαθέσιμη στο άμεσο μέλλον για να αντισταθμίσει αυτή την αυτό-επιβεβλημένη οπισθοδρόμηση, όπως με την ανάληψη νέων επίσημων δεσμεύσεων σε άλλες περιοχές. Η αμερικανική βιασύνη θα επιδεινώσει την απογοήτευση μεταξύ των συμμάχων, θα ενθαρρύνει τους αντιπάλους και θα σπείρει σύγχυση στους παρατηρητές.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι ακόμη στα αρχικά της στάδια. Θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να αναπτύξει και να διατηρήσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική συμβατή με τις εγχώριες και διεθνείς ανάγκες. Οι δημοκρατίες εξελίσσονται μέσα από τη σύγκρουση παρατάξεων. Και με τις συμφιλιώσεις τους επιτυγχάνουν το μεγαλείο.

© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *