Last updated on 14 Απριλίου, 2021 at 08:10 μμ
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Το πιθανότερο είναι ότι η στρατηγική της Αθήνας οδηγεί, φυσικά, προς τον διάλογο, μέσα από ένα πλαίσιο γεγονότων τα οποία θα καθιστούν την Τουρκία «απολογούμενη» έναντι της διεθνούς κοινότητας και θα επιτρέπουν τη διαχείριση του θέματος στο εσωτερικό ακροατήριο. Όμως πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση την κοινή γνώμη αν, τελικά, συζητήσει θέματα που από κάποιους θεωρούνται αδιαπραγμάτευτα;
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρίσκεται μπροστά σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Αντιμετωπίζει την πιο μακροχρόνια ελληνοτουρκική κρίση από τα γεγονότα της Κύπρου και έπειτα. Ναι, ο τελευταίος μισός αιώνας είναι σπαρμένος με εστίες έντασης. Επρόκειτο, όμως, για επεισόδια μικρής διάρκειας. Αυτό που παρακολουθούμε τους τελευταίους έξι μήνες είναι διαφορετικό. Δεν είναι, απλώς, μία περίοδος κρίσης. Είναι μία νέα κανονικότητα.
Και είναι επίσης μία πιεστική συνθήκη με όρους εξάντλησης ανθρώπων, μέσων και διπλωματικού κεφαλαίου -πρόκειται για παράγοντες που συνήθως παραβλέπει η ανάλυση. Απέναντι βρίσκεται ένας παίκτης που θεωρείται και είναι απρόβλεπτος, καθοδηγείται από θυμικό μεγαλομανίας, διακατέχεται από τη ψυχολογία και τα σύνδρομα του ισχυρού, ενώ αξιολογεί διαφορετικά την έννοια της ανθρώπινης απώλειας. Η τουρκική κοινή γνώμη έχει εξοικειωθεί με την εικόνα ενός φερέτρου που είναι σκεπασμένο με την εθνική σημαία. Δεν ισχύει το ίδιο για την ελληνική.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις ηγεσίες, πολιτικές και στρατιωτικές. Οι τουρκικές λειτουργούν εδώ και χρόνια σε υψηλό επίπεδο έντασης, λόγω των ανοιχτών μετώπων. Οι ελληνικές τώρα δοκιμάζουν τα όρια και τις αντοχές τους.
Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε; Εξαρτάται μέσα από ποιο φίλτρο παρατηρεί κανείς τα πράγματα. Είναι μία εξίσωση με πολλούς αγνώστους όπως η στρατηγική των δύο πλευρών και με λίγο ως πολύ γνωστό αποτέλεσμα: κάποια στιγμή οι δύο πλευρές θα συζητήσουν. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς θα συζητήσουν.
Προς το παρόν, έχουμε τα εξής: οι στόλοι των δύο χωρών είναι γύρω από το Καστελόριζο, για το οποίο, εμμέσως, αναγνωρίζουμε ότι είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση. Επεκτείναμε τα χωρικά ύδατα στο Ιόνιο, σε αντιδιαστολή με το Αιγαίο. Προχωρήσαμε σε συμφωνία με την Αίγυπτο για να διεμβολίσουμε το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αναγνωρίσαμε την ιδιαιτερότητα του 28ου μεσημβρινού, προκαλώντας ταυτοχρόνως την αντίδραση της Τουρκίας. Παραλλήλως, «προσφεύγουμε» στη διαμεσολάβηση, κάτι που στη διπλωματική γλώσσα ισοδυναμεί με την εκδήλωση ενός θερμού επεισοδίου στο οποίο παρεμβαίνουν πυροσβεστικά τρίτοι.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, παρά την έντονη κινητικότητα και την ανάληψη πρωτοβουλιών, οι ελληνικές κινήσεις διακρίνονται από μία αντιφατικότητα. Δείχνουν συγκρουόμενες η μία με την άλλη. Για παράδειγμα, υπάρχουν διπλωματικοί κύκλοι που εκτιμούν ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να προχωρήσει τόσο γρήγορα σε συμφωνία με την Αίγυπτο. Πρώτα έπρεπε να ακολουθήσει τη διαμεσολαβητική διαδικασία που είχε ξεκινήσει στο Βερολίνο, να συζητήσει με την Τουρκία και να κρατήσει το χαρτί της ΑΟΖ με την Αίγυπτο ως ατού επάνω στο τραπέζι (αν φυσικά η Αίγυπτος θα δεχόταν να μας περιμένει…).
Αλλοι πάλι εκτιμούν ότι στην πραγματικότητα η Αθήνα κάνει επιθετικά ανοίγματα προς την Άγκυρα. Συμφωνεί με την Αίγυπτο, αλλά δεν αγγίζει τον 28ο μεσημβρινό. Επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στο Ιόνιο και δείχνει στην Τουρκία ότι αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητα του Αιγαίου. Την ίδια στιγμή ζητεί κυρώσεις για την Τουρκία, προκαλώντας αμηχανία στους εταίρους. Παρεμπιπτόντως, αν φύγει η Ευρώπη από τη μέση και με δεδομένο το ποιος είναι στον Λευκό Οίκο, ο μόνος που θα μπορούσε να μπει στη μέση είναι η Ρωσία.
Πώς θα φτάσουμε στον διάλογο με την Τουρκία; Πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση την κοινή γνώμη;
Ποια είναι η στρατηγική; Κανένας δεν γνωρίζει. Και καλώς δεν γνωρίζει. Αυτό έλειπε, να λέγονται τέτοια πράγματα δημοσίως. Πάντως υπάρχουν διπλωματικοί παρατηρητές που θεωρούν ότι η στρατηγική της Αθήνας οδηγεί, φυσικά, προς τον διάλογο, μέσα από ένα πλαίσιο γεγονότων τα οποία θα καθιστούν την Τουρκία «απολογούμενη» έναντι της διεθνούς κοινότητας και θα επιτρέπουν τη διαχείριση του θέματος στο εσωτερικό ακροατήριο. Κοινώς κλιμάκωση της έντασης, ενδεχομένως ένα θερμό επεισόδιο και μετά διάλογος ως μοναδικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα. Είναι επίσης βέβαιο ότι η Αθήνα προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, περιμένοντας την (πιθανή) έλευση Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο.
Τότε όμως, αν φτάσουμε σε διάλογο, το πρόβλημα για την κυβέρνηση θα μεταφερθεί στο εσωτερικό της χώρας. Διότι εκ των πραγμάτων θα κληθεί να συζητήσει θέματα που θεωρούνται παγίως αδιαπραγμάτευτα, τουλάχιστον όσον αφορά το Καστελόριζο. Αυτό κάποιοι θα το θεωρήσουν ρεαλιστικό, πραγματιστικό και άλλοι μειοδοτικό. Αλλά αυτά έχουν οι υπερβάσεις… Εν τέλει, σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, είναι δόκιμο να ερωτάται και ο λαός.