Ο χρησιμοποιούμενος όρος είναι “τεχνική ύφεση”. Επισυμβαίνει όταν το ακαθάριστο προϊόν μιας οικονομίας συρρικνώνεται για τουλάχιστον δύο συνεχόμενα τρίμηνα. Και αυτή είναι η περίπτωση της Ευρωζώνης, όπου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το ΑΕΠ υποχώρησε το πρώτο τρίμηνο του 2023 κατά 0,1%, σε συνέχεια ανάλογης υποχώρησης το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Και σε αυτή την υποχώρηση υπάρχει αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής: η Γερμανία, η οποία κατέγραψε ύφεση της τάξης του 0,3% στο πρώτο τρίμηνο, μετά από εκείνη του τελευταίου τριμήνου του 2022, που ανήλθε στο 0,5%, τόσο σε μηνιαία όσο και σε ετήσια βάση.
Ήδη προ μηνός η Κομισιόν είχε προειδοποιήσει ότι η Γερμανία θα καταγράψει έναν από τους μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη κατά το 2023.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στη μεταποίηση, όπου ο δείκτης παραγγελιών PMI για την Ευρωζώνη υποχώρησε από το 45,8 τον Μάιο στο 44,8 τον Απρίλιο, ήτοι στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 36 μηνών. Υπενθυμίζεται ότι κάθε αριθμός μικρότερος του 50 στον δείκτη ΡΜΙ υποδηλώνει συρρίκνωση.
Στη Γερμανία, ειδικότερα, οι βιομηχανικές παραγγελίες μειώθηκαν κατά 10,9% τον Μάρτιο και κατά 0,4% επιπλέον τον Απρίλιο, μολονότι οι οικονομολόγοι σε σχετική δημοσκόπηση του Bloomberg ανέμεναν αύξηση κατά 2,8%. Σε ετήσια βάση, οι παραγγελίες εργοστασίων κατέγραψαν μείωση κατά 9,9%.
Σε περιβάλλον περιστολής
Όλα αυτά ενώ οδεύει στο τέλος της η δημοσιονομική χαλάρωση, που επικράτησε στο φόντο της πανδημίας και επέτρεψε στις γερμανικές εξαγωγές να υπερκαλύψουν την προϋπάρχουσα υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης. Όσο για τη νομισματική πολιτική, ουδεμία χαλάρωση μπορεί να αναμένεται όταν ο πληθωρισμός της μεν Ευρωζώνης διαμορφώθηκε στο 7% τον Απρίλιο (έναντι 6,9% τον Μάρτιο), της δε Ε.Ε. των “27” στο 8,1%, από 8,3% τον προηγούμενο μήνα. Για την ακρίβεια, η ΕΚΤ έχει προκαταβολικά αυτοδεσμευτεί ότι στις συνεδριάσεις του καλοκαιριού θα συνεχίσει στην οδό της νομισματικής περιστολής.
Οι περισσότερο ή λιγότερο περιστασιακές μαρτυρίες για την κατάσταση της γερμανικής οικονομίας παραπέμπουν σε μεγάλη ανησυχία, για τον περιορισμό της κερδοφορίας, λόγω κυρίως του κόστους ενέργειας, αλλά και λοιπών γραφειοκρατικών εμποδίων, που οδηγούν ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό βιομηχάνων να φλερτάρει με την ιδέα της μετεγκατάστασης των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων. Το 16% των μικρομεσαίων που συνιστούν τη σπονδυλική στήλη της γερμανικής επιχειρηματικότητας έχει ήδη κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδίας Γερμανικών Επιχειρήσεων (BDI), ενώ ένα 30% επιπλέον το εξετάζει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η ακύρωση των σχεδίων της Tesla για τη δημιουργία γιγαντιαίου εργοστασίου μπαταριών στα περίχωρα του Βερολίνου και η μεταφορά του πρότζεκτ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου αναμένουν οι γενναίες “πράσινες” επιχορηγήσεις του (συνολικού ύψους 500 δισ. δολαρίων) Inflation Reduction Act της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Διαρθρωτικοί και όχι συγκυριακοί λόγοι
Το ότι η γερμανική βιομηχανία εξαρτάται ήδη ενεργειακά από τις δημόσιες επιδοτήσεις δεν προοιωνίζεται τίποτε το καθησυχαστικό. Και ο κόσμος της βιομηχανίας μαίνεται κατά των συγκυβερνώντων Πρασίνων, οι οποίοι προωθούν την ταχεία απεξάρτηση από τον άνθρακα, χωρίς να υπάρχουν ήδη πρόσφορες εναλλακτικές.
Όμως, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν αποτελεί, κατά τους γνωρίζοντες, παρά έναν δευτερεύοντα παράγοντα, ο οποίος απλώς επιταχύνει διαδικασίες ήδη δρομολογημένους για ευρύτερους λόγους.
Όπως επισημαίνει ο Βόλφγκανγκ Μύνχαου με την αρθρογραφία του στο Eurointelligence και το New Statesman οι κυκλικές διακυμάνσεις απορροφούν τόσο πολύ την προσοχή μας, ώστε να μη διακρίνουμε διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες παραπέμπουν στο κλείσιμο μεγάλων κύκλων και όχι περιστασιακών κλυδωνισμών.
Κατά τον ίδιο, ένα παράδοξο χαρακτηριστικό της παρούσας ύφεσης στην Γερμανία είναι ότι αυτή συνοδεύεται από μια πολύ “στενή” αγορά εργασίας, με την ανεργία να βρίσκεται στο ιστορικό χαμηλό του 5,5% και τους εργοδότες να παραπονούνται συστηματικά για αδυναμία εξεύρεσης καταρτισμένου εργατικού δυναμικού.
Και από αυτή την άποψη, τα πράγματα μόνο προς περαιτέρω επιδείνωση οδηγούνται, καθώς το γερμανικό εργατικό δυναμικό των 47 εκατ. ατόμων δεν πρόκειται να αυξηθεί. Ακριβέστερα, η προσφορά εργασίας αναμένεται να συρρικνωθεί στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας κατά 3 εκατ. άτομα ήτοι 7% του συνόλου, εκτός και αν οι Γερμανοί που συνταξιοδοτούνται αντικατασταθούν από μια σημαντική εισροή μεταναστών, με αφίξεις της τάξης των 400.000 ετησίως, μόνο και μόνο για να διατηρηθούν τα τωρινά επίπεδα ανάπτυξης. Και πάντως ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 1% είναι απίθανο να επιτευχθούν για πολλά χρόνια.
Το βρετανικό προηγούμενο της δεκαετίας του ’70
Κατά τον Μύνχαου, ο συνδυασμός ύφεσης, υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανεργίας που παρατηρείται στη Γερμανία θυμίζει περισσότερο τον στασιμοπληθωρισμό στη Βρετανία της δεκαετίας του ’70, όταν τα αλλεπάλληλα σοκ του τέλους του συστήματος ισοτιμιών του Bretton Woods, των πετρελαϊκών κρίσεων του 1973 και 1979 και των συχνών απεργιών, οδήγησαν, υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ Θάτσερ, σε μία πλήρη αναδιάρθρωση της οικονομίας σε βάθος δεκαετίας. Όμως η σημερινή Γερμανία δεν είναι κοινωνικά και πολιτικά έτοιμη να αποτινάξει τις σταθερές με τις οποίες πορεύεται από την επαύριον του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εξής.
Ήδη για μία ανεπτυγμένη οικονομία, το να αντιπροσωπεύει η βιομηχανία το 27% του ΑΕΠ αποτελεί ένα είδος ανωμαλίας. Η Γερμανία “γαντζώθηκε” στην εξαγωγική της μηχανή, χωρίς να αντιληφθεί ότι οι παράγοντες που την έτρεφαν βρίσκονταν έξω από τον έλεγχό της και θα μπορούσαν να εκλείψουν, όπως ακριβώς συμβαίνει τώρα.
Προσκόλληση στους “πρωταθλητές”
Η υπ’ αριθμόν ένα οικονομία της Ευρωζώνης επωφελήθηκε από ένα περιβάλλον μεγάλης διεθνοποίησης των εφοδιαστικών αλυσίδων, προνομιακής πρόσβασης στην κινεζική αγορά, φθηνής ενεργειακής τροφοδοσίας από τη Ρωσία, ασύμμετρης κυριαρχίας επί της Ευρωζώνης και ενός ρυθμιστικού πλαισίου ευνοϊκού προς τη βιομηχανία, οικοδομώντας έτσι πρωτοφανή (και διεθνώς αποσταθεροποιητικά) εμπορικά πλεονάσματα. Όμως η πανδημία διέρρηξε τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία τερμάτισε την ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία. Η άτακτη αποβιομηχάνιση αποτελεί υπαρκτό κίνδυνο.
Και το χειρότερο: η προσκόλληση στους “εθνικούς πρωταθλητές” (λ.χ. αυτοκινητοβιομηχανία, χημική βιομηχανία, μηχανολογικό εξοπλισμό) άφησε τη Γερμανία εντελώς απροετοίμαστη να προσανατολιστεί στους νέους αναδυόμενους κλάδους της τεχνολογίας, ενώ η πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων έφερε παραμέληση των υποδομών, όπως είναι κατεξοχήν εμφανές στο ψηφιακό πεδίο. Σε ένα περιβάλλον όπου ΗΠΑ και Κίνα διαγκωνίζονται για το ποια θα σφραγίσει τις εξελίξεις στη νέα φάση της τεχνητής νοημοσύνης, η χώρα του Όλαφ Σολτς μοιάζει να δίνει μάχη οπισθοφυλακής, αντί να υποδέχεται, όπως διακηρύσσει, την “πράσινη μετάβαση” και την “ψηφιακή εποχή”.