Από τα τραπέζια του «Φιλίππου» πέρασαν διάσημοι πελάτες, από τον Κανελλόπουλο, τον Μόραλη, τη Μελίνα, τον Ελύτη μέχρι τον Σημίτη και τον Τζούμα
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η Κοκό Σανέλ έλεγε ότι η πολυτέλεια δεν είναι το αντίθετο της φτώχειας αλλά της χυδαιότητας που εκπορεύεται από την κακή αισθητική, την υπερβολή, την υποτέλεια. Υπό αυτή την έννοια, που θέλει την πολυτέλεια σε «διαρκή επικοινωνία» με την αυθεντικότητα, το εστιατόριο «Φιλίππου» στην οδό Ξενοκράτους στο Κολωνάκι είναι ένα πολυτελές εστιατόριο.
Σε μια εποχή που στην εστίαση κυριαρχούν τα ακαταλαβίστικα μενού, είναι μόδα τα «πειραγμένα» πιάτα, «κακοποιούνται» κλασικές συνταγές της ελληνικής κουζίνας και η κριτική των εστιατορίων γίνεται από «γευσιγνώστες» που βρίσκουν τα πάντα υπέροχα προκειμένου να εξασφαλίσουν δωρεάν πρόσβαση, όταν τα παραδοσιακά εστιατόρια της Αθήνας (που, για παράδειγμα, στο Παρίσι θα ήταν «μνημεία», όπως το Procope και η Coupole) κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ο «Φιλίππου» παραμένει μια νησίδα αυθεντικότητας σε μια θάλασσα «δηθενιάς».
Και φαντάζομαι, πιστεύω, εύχομαι, ελπίζω ότι έτσι θα παραμείνει και μετά τον θάνατο του 56χρονου σημερινού ιδιοκτήτη, συνονόματου του παππού του που είχε πρωτανοίξει το εστιατόριο πριν από εκατό παρά ένα χρόνια, Κώστα Φιλίππου.
Πάντα πίσω από το ταμείο ο Κώστας, κομψός, ευγενικός, πρόθυμος να σου προτείνει πιάτα, να σου υποδείξει τους καλύτερους συνδυασμούς («Γιατί δύο κιμάδες; Δεν παίρνετε καλύτερα ένα κιμά και ένα λαδερό»), ήταν σαν να ερχόταν κατευθείαν από ένα κυριακάτικο, οικογενειακό τραπέζι της παλιάς, αστικής Αθήνας όπου οι «κυρίες» του σπιτιού προβληματίζονταν για το αν θα επέμεναν στον Τσελεμεντέ ή θα ενέδιδαν στις «μοντερνιές» της Παραδείση. Αυτό ακριβώς ήταν και ο «Φιλίππου».
Κάτι παραπάνω από ένα εστιατόριο. Κάτι σαν ανάμνηση και συγχρόνως δικαίωση μιας εποχής και μιας ατμόσφαιρας που πλέον διασώζονται στα «άλμπουμ» των αναμνήσεών μας. Και ας μην μπερδεύονται κάποιοι λόγω Κολωνακίου.
Ο «Φιλίππου» έχει καταγραφεί στην ιστορία αυτής της πόλης ως το εστιατόριο των «φτωχών» του Κολωνακίου, δηλαδή των μποέμ, των διανοουμένων, των καλλιτεχνών, των εναλλακτικών. Είναι αυτοί που, κατά κανόνα, δημιουργούν τα «στέκια» που γίνονται, στη συνέχεια, πόλος έλξης και για τους υπόλοιπους – ακόμα και γι’ αυτούς που θέλουν να προσποιηθούν τους αστούς.
Το 1923
Αλλωστε την εποχή που άνοιξε ο «Φιλίππου», το 1923, το δίπολο «λαός και Κολωνάκι» δεν υπήρχε, η περιοχή ήταν άλλη μια συνοικία της Αθήνας και η Ξενοκράτους χωματόδρομος. Αρχικά ήταν ένα από εκείνα τα μαγαζιά που δεν υπάρχουν πια και που πουλούσαν κρασί και κάρβουνο (αντίστοιχο μαγαζί θυμάμαι αμυδρά να υπάρχει και στην Καψάλη μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 άρχισε, σιγά σιγά, να εξελίσσεται σε εστιατόριο και να συγκροτεί ήδη την ιστορική πελατεία του. Και όταν το 1968 η μονοκατοικία, στο υπόγειο της οποίας στεγαζόταν, έγινε πολυκατοικία, ο χώρος αναβαθμίστηκε από ταβερνείο σε εστιατόριο. (Τη θυμάμαι αυτή την, ας πούμε, αλλαγή, μέγα γεγονός στην παιδική μυθολογία μου, αφού ήταν ένα από τα εστιατόρια που πήγαινα με τους γονείς μου.)
Γιατί μας αρέσει ο «Φιλίππου»; Γιατί εκεί πλανιόνται ακόμη κάποιες «κουζινίστικες» λέξεις που έχουν εκλείψει. Οπως «καπαμάς», «εντράδες», «ραγού». Γιατί, κάποιες μέρες, έβρισκες πιάτα που επίσης έχουν εκλείψει, όπως «αθηναϊκή» και «κοτόπουλο μιλανέζα» καλύτερο κι από της μάνας μου. Και γιατί εκεί συναντούσες ανθρώπους που, βλέποντάς τους πλάι στις φωτογραφίες των παλαιότερων, διάσημων θαμώνων του εστιατορίου, είχες την εντύπωση ότι η Ιστορία γράφεται μπροστά στα μάτια σου.
Ναι μεν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (που έτρωγε εκεί καθημερινά με τη γυναίκα του), ο Μόραλης, η Μελίνα, ο Ντασσέν, ο Ελύτης να μας «κοιτάζουν» από ψηλά, αλλά και ο Σημίτης, ο Τζούμας, ο Κοτανίδης, ο Αλεξάκης και άλλοι, μια και η διαδρομή από το «Φ» στο «Φ» (από το «Φίλιον» στου «Φιλίππου») ήταν και είναι, πολλές φορές, μονόδρομος.