Άλλωστε, η αποτυχία σε έναν βαθμό είναι γραμμένη στο “θεσμικό DNA” της ΕΕ
Όταν η πανδημία του κορονοϊού έφτασε στην Ευρώπη, τους πρώτους μήνες του 2020, κάθε χώρα κινήθηκε μόνη της. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Πολωνία και η Τσεχική Δημοκρατία εισήγαγαν άμεσα απαγορεύσεις στις εξαγωγές ιατρικού εξοπλισμού. Η Ιταλία, όπου η πανδημία ήταν πιο καταστροφική, αναγκάστηκε να βασιστεί στην εισαγωγή προμηθειών από την Κίνα. Οι χώρες έκλεισαν τα σύνορά τους η μία μετά την άλλη.
Δεν είναι αυτός ο τρόπος που πρέπει να λειτουργεί η ΕΕ. Ο στόχος δημιουργίας της υποτίθεται ότι ήταν η χάραξη μιας κοινής πολιτικής που θα υπερβαίνει τα στενά συμφέροντα των επιμέρους κρατών. Μετά την αναταραχή των πρώτων μηνών, τελικά η ΕΕ υιοθέτησε ένα κοινό σχέδιο για την πρόσβαση όλης της ηπείρου στα εμβόλια. Αν και η αρχική “απάντηση” στην πανδημία ήταν χαοτική και κάθε άλλο παρά συνολική, ο δρόμος της εξόδου θα έπρεπε να είναι συντονισμένος.
Όμως, δεν ήταν. Μέχρι την τρίτη εβδομάδα του Μαΐου, οι ΗΠΑ και η Βρετανία είχαν χορηγήσει περισσότερες από 80 δόσεις εμβολίων ανά 100 κατοίκους• η ΕΕ μόλις 43,6 δόσεις. Έτσι, και μετά την καθυστερημένη έναρξη των εμβολιασμών, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων προμηθειών και σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω κακού προγραμματισμού, η διάθεση εμβολίων στην ήπειρο ήταν καταστροφική. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μακροχρόνιο και ισχυρό τρίτο κύμα της πανδημίας, που οδήγησε σε lockdowns, συρρίκνωση της οικονομίας και βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές.
Για τους υπέρμαχους της ΕΕ, η αποτυχία ήταν ασυνήθιστη. Πολλοί, όπως η Επίτροπος Υγείας του μπλοκ, Στέλλα Κυριακίδου, κατηγορούν την AstraZeneca λόγω της αδυναμίας της να παραδώσει τα συμφωνημένα εμβόλια στην Ένωση. (Η ΕΕ έχει καταθέσει δύο αγωγές κατά της AstraZeneca για φερόμενη παραβίαση των συμβάσεων). Αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική: Η ΕΕ, από τη γεωργία έως το κοινό νόμισμα, δεν “ειδικεύεται” στις επιτυχίες. Στην πραγματικότητα, κατά κάποιον τρόπο ένα είδος αποτυχίας είναι γραμμένο στο “θεσμικό DNA” της. Η πανωλεθρία των εμβολίων αποτελεί απλώς το πιο πρόσφατο και καταστροφικό παράδειγμα.
Πριν από 16 χρόνια, ο Giandomenico Majone, Ιταλός καθηγητής πολιτικών επιστημών, προέβη σε μια έξυπνη παρατήρηση: Στην ΕΕ, έγραψε, οι στόχοι και τα μέσα χάραξης πολιτικής δεν συνάδουν. Στα κράτη, οι στόχοι και οι πολιτικές ευθυγραμμίζονται, από την αύξηση των μισθών των εργαζομένων έως τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Οι κυβερνήσεις επιδιώκουν την επίτευξη των στόχων τους χρησιμοποιώντας τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, διότι έχουν εκλεγεί με την υπόσχεση να το πράξουν.
Αντίθετα, ο άμεσος λόγος των ψηφοφόρων της ΕΕ στις νομοθετικές πολιτικές του μπλοκ είναι περιορισμένος. Ως εκ τούτου, οι πολιτικές εξελίσσονται σε μέσα για την επίτευξη εντελώς διαφορετικών σκοπών. Το πρόγραμμα εμβολιασμού δεν διέφερε. Δεν αφορούσε ποτέ μόνο τον εμβολιασμό των πολιτών.
Ποιος ήταν λοιπόν ο σκοπός του; Ένας από τους στόχους του ήταν, ξεκάθαρα, να ενισχύσει τα θεσμικά όργανα της ΕΕ – ιδίως της Κομισιόν. Συγκεντρώνοντας την ευθύνη της προμήθειας εμβολίων στα χέρια της, επιδίωξε μεγαλύτερο έλεγχο στην πολιτική υγείας του μπλοκ. Τέτοιες μεταβιβάσεις ευθυνών σπάνια αντιστρέφονται, ακόμη και αν οι πολιτικές αποδειχθούν αποτυχημένες. Αυτό, ο καθηγητής Majone το ονόμασε “εξ υφαρπαγής ολοκλήρωση”.
Επιπλέον, η κοινή στρατηγική εμβολίων, σύμφωνα με τους ηγέτες της ένωσης, θα έδινε νόημα στην ύπαρξη της ΕΕ, που αγωνίζεται να βρει τη θέση της σε ένα δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον, επιβεβαιώνοντας την ικανότητα του μπλοκ να ενώνεται. Ωστόσο, η προσπάθεια αποτέλεσε ένα τεράστιο θεσμικό πείραμα που διεξήχθη εν μέσω μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Ένα εξαιρετικά απερίσκεπτο στοίχημα που δεν πέτυχε.
Παράλληλα, υπήρχαν και κράτη μέλη, για τα οποία μια κοινή στρατηγική εμβολίων εξυπηρετούσε τους δικούς τους, συχνά διαφορετικούς, στόχους, Για τη Γερμανία ήταν μια ευκαιρία να επανορθώσει για τη ζημιά που προκάλεσε η έντονα επικριθείσα άρνησή της να βοηθήσει άλλα κράτη μέλη κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος. Για τη Γαλλία και τον πρόεδρο Μακρόν ήταν μια ευκαιρία να προωθήσει την παγκόσμια εκστρατεία του ενάντια στον λαϊκιστικό εθνικισμό, παρουσιάζοντας την ΕΕ ως πρότυπο ενός άλλου τύπου διακρατικής αλληλεγγύης, αλλά και να προωθήσει τη γαλλική φαρμακοβιομηχανία.
Τα μικρότερα κράτη μέλη είχαν μικρότερες φιλοδοξίες. Ήλπιζαν ότι μια κοινή στρατηγική θα εξασφάλιζε την πρόσβαση σε προμήθειες εμβολίων που διαφορετικά θα ήλεγχαν οι μεγαλύτερες χώρες του μπλοκ.
Είχε στόχο, επίσης, να κάμψει το σχετικά υψηλό αντιεμβολιαστικό συναίσθημα σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Εν μέσω αυτών των πιέσεων, η Κομισιόν είναι πολύ προσεκτική στην προσέγγισή της, θέλοντας να εξασφαλίσει εμβόλια για έναν πληθυσμό λίγο μικρότερο των 448 εκατομμυρίων ανθρώπων έναντι μόλις 2,7 δισ. ευρώ. Αντίθετα, η Βρετανία δαπάνησε 4,3 δισ. ευρώ για να εμβολιάσει τους 66 εκατομμύρια κατοίκους της. Υπό το πρίσμα της ΕΕ, οι διαπραγματεύσεις της ήταν επιτυχείς: Πλήρωσε σημαντικά λιγότερο από τις ΗΠΑ για τα εμβόλια των Pfizer και AstraZeneca.
Αλλά αυτό είχε και τίμημα. Όταν οι παραγωγοί εμβολίων αντιμετώπισαν προβλήματα, η Ευρώπη βρέθηκε με συνοπτικές διαδικασία στο τέλος της ουράς των παραδόσεων – σε αντίθεση με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, που είχαν ξοδέψει πολύ περισσότερα. Επρόκειτο για λανθασμένη επιλογή: καθυστέρησε τη διάθεση εμβολίων, επιτρέποντας στον ιό να εξαπλωθεί περισσότερο και έφερε περισσότερα περιοριστικά μέτρα. Το τελικό κόστος, σε ανθρώπινο και οικονομικό επίπεδο, είναι δύσκολο να μετρηθεί.
Λίγοι περίμεναν ότι η εκστρατεία εμβολιασμού θα εξελιχθεί τόσο άσχημα. Αλλά δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός. Σε τελική ανάλυση, έχει ξανασυμβεί. Όπως για παράδειγμα με την εισαγωγή του κοινού νομίσματος το 1999. Δικαιολογημένα από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης, το ευρώ ήταν στην πραγματικότητα το μέσο για την επίτευξη ποικίλων πολιτικών σκοπών – να δέσει την επανενωμένη Γερμανία με ένα νέο σύνολο πανευρωπαϊκών κανόνων και να αποδυναμώσει την ισχύ των εργατικών συνδικάτων, μεταξύ άλλων. Το αποτέλεσμα, καθώς ορισμένες οικονομίες ευημερούσαν και κάποιες άλλες βίωσαν μακροχρόνια στασιμότητα, ήταν να αποσταθεροποιηθεί σημαντικά το μπλοκ.
Το πρόγραμμα εμβολίων στην Ευρώπη μπορεί τελικά να επιταχυνθεί. Αλλά οι αποτυχίες του, τόσο επιζήμιες για την εικόνα του μπλοκ, έχουν τις ρίζες τους στην ίδια τη θεσμική δομή της ΕΕ. Μέχρι να σταματήσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να αντιμετωπίζουν τις κοινές πολιτικές ως ευκαιρία για την επιδίωξη άλλων -συχνά άσχετων- στόχων, είναι αναμενόμενο η Ευρώπη να αποτυγχάνει ξανά και ξανά.
* Ο Chris Bickerton είναι Λέκτορας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιου του Cambridge University και συγγραφέας του βιβλίου “The European Union: A Citizen’s Guide.”
μετάφραση capital