Τι υπαγόρευσε τη ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις επιθετικές δηλώσεις του Ταγίπ Ερντογάν ότι “έχει τελειώσει για αυτόν” ο Έλληνας πρωθυπουργός ή τις πρωτοφανείς μαζικές παραβιάσεις και υπερπτήσεις στο Αιγαίο τον προηγούμενο μήνα, που σε μικρότερη κλίμακα συνεχίσθηκαν μέχρι και την εβδομάδα αυτή, μέχρι και τα πρόθυρα της Αλεξανδρούπολης;
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!κείμενο Κώστας Ράπτης
Η ερμηνεία θα πρέπει να στραφεί σε παράγοντες συγκυριακούς, αλλά και σε πάγιες τουρκικές στρατηγικές. Σε αίτια αποκλειστικά εντός του ελληνοτουρκικού πεδίου, αλλά και σε συνθετότερους υπολογισμούς που αφορούν και αρκετούς τρίτους – σε ένα περιβάλλον μεγάλης διεθνούς και περιφερειακής ρευστότητας.
Το ότι η Άγκυρα είναι αυτή που δείχνει να ελέγχει κάθε φορά τον “θερμοστάτη” των ελληνοτουρκικών, ανεβάζοντας κατά καιρούς τη θερμοκρασία τόσο και για όσο τη συμφέρει, για λόγους διεθνείς και εσωτερικούς, δεν αναιρεί τη μεγάλη εικόνα.
Και αυτή είναι η εικόνα μιας αναθεωρητικής δύναμης που παρά τις εξάρσεις και τις υφέσεις κινείται μεθοδικά σε βάθος χρόνου προς μία και μόνο κατεύθυνση: αυτήν της αμφισβήτησης όλο και περισσότερων πτυχών της ελληνικής κυριαρχίας, η οποία θεωρείται εμπόδιο στην πλήρη “υλοποίηση” της τουρκικής ισχύος.
Είναι χαρακτηριστικό το πώς σε διάστημα πέντε δεκαετιών η άτυπη διεκδικητική “ατζέντα” που μονομερώς δημιουργεί η Άγκυρα διαρκώς διευρύνεται και βαθαίνει: Από το ανοικτό ερώτημα της υφαλοκρηπίδας και του εναέριου χώρου στο casus belli ως προς το εύρος των χωρικών υδάτων το οποίο και συμπαρασύρει τα προηγούμενα.
Από τις ζώνες δικαιοδοσίας στην αμφισβήτηση, διά των “γκρίζων ζωνών”, των γραμμών βάσης από τις οποίες αυτές υπολογίζονται. Από τη θάλασσα και τον αέρα στα ίδια τα εδάφη των “παρανόμως κατειλημμένων από την Ελλάδα” νήσων και νησίδων. Και επιχειρησιακά, από τις παραβάσεις εναέριας κυκλοφορίας στις παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου και εντέλει στις υπερπτήσεις.
“Υπό όρους” η ελληνική κυριαρχία
Σε γλώσσα διπλωματικής κομψότητας, απροσπέλαστη στους πολλούς, η αναθεωρητική ατζέντα εκτινάχθηκε από πέρσι σε νέα ύψη, θέτοντας υπό αίρεση, με το πρόσχημα της αποστρατιωτικοποίησης, την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Δεν πρόκειται πλέον για αμφισβητήσεις σχετικές με μικρά ή ακατοίκητα νησιά, αλλά για τη δημιουργία “προεργασίας” αναίρεσης των όσων κατοχυρώθηκαν προ εκατό ετών με τη Συνθήκη της Λοζάνης.
Το ζήτημα ήρθε τις μέρες αυτές στην επικαιρότητα με την επιστολή που επέδωσε, κατόπιν οδηγιών του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, η μόνιμη αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Μαρία Θεοφίλη, απαντώντας σε γραπτές θέσεις του Τούρκου μονίμου αντιπροσώπου Φεριντούν Σινιρλίογλου.
Με δύο επιστολές Σινιρλίογλου προς τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, χρονολογούμενες από τις 13 Ιουλίου η πρώτη και από τις 30 Ιουλίου του περασμένου έτους η δεύτερη και αναλυτικότερη, η Άγκυρα λανσάρει τη θεωρία ότι η παραχώρηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα με τη Συνθήκη της Λοζάνης το 1923 συντελέσθηκε “υπό όρους” (άρα, υπονοείται, μπορεί να αναιρεθεί σε περίπτωση μη υλοποίησής τους) και πάντως “εξαρτάται” από την αποστρατιωτικοποίησή τους – που ήδη αναθεωρήθηκε κατόπιν της Σύμβασης του Μοντρέ το 1936.
Με άλλα λόγια, μεταθέτοντας τη συζήτηση προς νομικές τεχνικές λεπτομέρειες, η τουρκική πλευρά παρεισάγει μια πολύ μεγαλύτερη διάσταση: τη σταδιακή “απονομιμοποίηση” συνολικά της ελληνικής παρουσίας στο ανατολικό Αιγαίο. Άλλωστε η παραφιλολογία ότι η Συνθήκη της Λωζάνης εκπνέει, βάσει μυστικού παραρτήματος, στα εκατό χρόνια από τη συνυπογραφή της, είναι αρκετά διαδεδομένη στα μίντια της γείτονος.
“Τριγωνική” σχέση
Αλλά η τελευταία έκρηξη Ερντογάν, τόσο αταίριαστη προς τις όποιες προοπτικές έδειχνε να διανοίγει η τελευταία συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αφορά κάτι αμεσότερο από το ανωτέρω αναθεωρητικό παιχνίδι που εκδιπλώνεται σε βάθος χρόνου. Συσχετίζεται, όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ο κάθε παρατηρητής, με την επίσκεψη Μητσοτάκη στις Ηνωμένες Πολιτείες και ερμηνεύεται “τριγωνικά”, αν λάβουμε υπόψη τη λεπτή συγκυρία στην οποία βρίσκονται οι τουρκο-αμερικανικές σχέσεις.
Στη δημόσια συζήτηση της γείτονος, η Ελλάδα παρουσιάζεται ούτε λίγο ούτε πολύ ως η αιχμή του δόρατος σε ένα σχέδιο της Δύσης, με πρωτεργάτες τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ώστε να πιεσθεί, ακόμη και με επιθετικές κινήσεις, η Τουρκία, προκειμένου να συμμορφωθεί με την κοινή γραμμή του ΝΑΤΟ στον νέο ψυχρό πόλεμο.
Ιδιαίτερη θέση στον εκνευρισμό του Ερντογάν φέρεται να έπαιξε η έκκληση του Κυριάκου Μητσοτάκη προς το Κογκρέσο να μην εγκρίνει την πώληση ή και αναβάθμιση μαχητικών F-16 που διακαώς επιδιώκει η Τουρκία τους τελευταίους μήνες, ως οιονεί αποζημίωση για την αποβολή της από τη συμπαραγωγή των F-35. Το ότι αντίθετα είναι η Ελλάδα αυτή που θα μπει στο πρόγραμμα των F-35 ερμηνεύεται από τον Ερντογάν όχι απλώς ως πιθανή ανατροπή των συσχετισμών ασφαλείας στο Αιγαίο, αλλά ως “πισώπλατη μαχαιριά”.
Κίνδυνοι και ευκαιρίες – με το βλέμμα κυρίως στα νότια σύνορα
Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία βρίσκεται σε φάση που από τη μια δοκιμάζεται από θηριώδη πληθωρισμό και διολίσθηση του νομίσματος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κατάσταση πνευμάτων στην κοινωνία ενόψει των τουρκικών εκλογών του 2023) και από την άλλη διακρίνει πραγματικές ευκαιρίες αναβάθμισης διά των “ευκαιριών” (ανασχεδιασμός των εμπορικών, επενδυτικών και αεροπορικών οδών) που προσέφερε η αναταραχή του πολέμου στην Ουκρανία.
Από τη μια προωθεί εντατικά το κλείσιμο παλαιών μετώπων με περιφερειακών ανταγωνιστών της, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, ακόμη και η Συρία, και από την άλλη αναδεικνύεται σε μαύρο πρόβατο της Ατλαντικής Συμμαχίας της οποίας αποτελεί μέλος. Το βέτο Ερντογάν στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Σουηδία και τη Φινλανδία αποτελεί το φόντο των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται διά του Αιγαίου μέχρι την άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η κυβέρνηση της γείτονος παζαρεύει τη συγκατάθεσή της σε αυτή την πράξη διεύρυνσης που θεωρείται κορυφαία κίνηση συσπείρωσης της Δύσης και απομόνωσης της Ρωσίας στο πλαίσιο του νέου ψυχρού πολέμου, θέτοντας όρους που αφορούν τη μέχρι τώρα ανεκτική στάση Σουηδίας και Φινλανδίας στην “κουρδική τρομοκρατία”. Όμως και εδώ ο πραγματικός αποδέκτης δεν είναι παρά η Ουάσινγκτον και το πραγματικό επίδικο κρίνεται όχι στη Βαλτική, αλλά στη Μέση Ανατολή.
Η κουρδική “υπαρξιακή απειλή” δεν είναι τα μέλη του ΡΚΚ που έχουν βρει άσυλο στη βόρεια Ευρώπη αλλά η κουρδοκρατούμενη ζώνη που έχει δημιουργηθεί με αμερικανική στρατιωτική στήριξη σε όλο σχεδόν το μήκος των νοτίων συνόρων της Τουρκίας.
Εξού και τη στιγμή που η Τουρκία πιέζει προς Δυσμάς, προαναγγέλλοντας αποστολή του ερευνητικού σκάφους “Γιαβούζ” στο κεντρικό Αιγαίο, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας δίνει το “πράσινο φως” για άλλη μία “αντιτρομοκρατική επιχείρηση” στο έδαφος των νοτίων γειτόνων της.