Ελληνική οικονομία 2026: Σταθερότητα ή ασταθής ισορροπία; Το ΔΝΤ, η Κομισιόν και τα όρια του αφηγήματος ανάπτυξης

Η ετήσια Σύνοδος του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες, αποτελεί — όπως κάθε φθινόπωρο — μια καλή αφορμή για απολογισμό και εκτίμηση της πορείας της ελληνικής οικονομίας.

Διονύσης Τζουγανάτος

Φέτος, οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών κινούνται κοντά στις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών και του Προϋπολογισμού. Ωστόσο, το ΔΝΤ — παραδοσιακά πιο ρεαλιστικό στις εκτιμήσεις του — βλέπει τα πράγματα με λιγότερο ενθουσιασμό, τονίζοντας ότι ο προϋπολογισμός «θέτει στόχους» και όχι «δεδομένα».

Με βάση τα στοιχεία του ΥΠΟΙΚ, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα παρουσιάζουν ένα πλαίσιο όπου η Ελλάδα φαίνεται να πορεύεται προς το 2026 μέσα σε κλίμα «σχετικής σταθερότητας» — ένα αγαθό που γίνεται όλο και πιο σπάνιο στην Ευρώπη.

Τα Οικονοκλαστικά απευθύνθηκαν σε έναν έμπειρο οικονομικό παράγοντα, με βαθιά γνώση της ελληνικής κρίσης και συμμετοχή σε κρίσιμες θέσεις ευρωπαϊκής και κυβερνητικής ευθύνης. Ο ίδιος εκτιμά ότι η χώρα έχει όντως καταφέρει να ξεπεράσει τη «γωνία της κρίσης» και να αφήσει πίσω τα μεγάλα προβλήματα των μνημονίων και της πανδημίας.

Ωστόσο, προειδοποιεί πως η σημερινή σταθερότητα δεν αποτελεί εγγύηση για το μέλλον — για δύο βασικούς λόγους:

  1. Δεν έχει διαμορφωθεί μια νέα, πιο ανθεκτική παραγωγική ταυτότητα στην οικονομία.
  2. Η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε ένα ρευστό διεθνές περιβάλλον, χωρίς επαρκείς εσωτερικές άμυνες απέναντι στις επερχόμενες αναταράξεις.

Με άλλα λόγια, η οικονομία θυμίζει μια «ασταθή ισορροπία» που μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή από έναν εξωτερικό παράγοντα.


Η «κανονικότητα» υπό δοκιμασία

Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών, η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια φάση «κανονικότητας», με στόχο ρυθμό ανάπτυξης 2,4% για το 2026, τροφοδοτούμενο από ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, καθώς και από έναν τουρισμό που συνεχίζει να υπεραποδίδει.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με ελαφρώς χαμηλότερη πρόβλεψη 2,2%, ενισχύει αυτό το αφήγημα, κάνοντας λόγο για αύξηση των επενδύσεων και υποχώρηση του πληθωρισμού στο 2,2%.

Ωστόσο, αυτή η εικόνα είναι περισσότερο ελκυστική παρά στέρεη. Οι ρυθμοί ανάπτυξης συγκρίνονται με μια εξαιρετικά χαμηλή ευρωπαϊκή βάση, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της αισιοδοξίας οφείλεται στη συνεχιζόμενη ροή ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων — μια εξωγενή πηγή που δεν μπορεί να εγγυηθεί μακροπρόθεσμη δυναμική. Ιδίως καθώς το Ταμείο Ανάκαμψης ολοκληρώνει τον κύκλο του σε λιγότερο από έναν χρόνο.

Το ΔΝΤ, πιο επιφυλακτικό, τοποθετεί την ανάπτυξη στο 2%, υπενθυμίζοντας ότι η ώθηση της μεταπανδημικής ανάκαμψης εξαντλείται, ενώ οι διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας παραμένουν άλυτες:
χαμηλή παραγωγικότητα, έντονο δημογραφικό πρόβλημα, θεσμική αδράνεια και ασθενές βιομηχανικό υπόβαθρο.


Το μόνιμο «καμπανάκι» του Ισοζυγίου

Το πιο ανησυχητικό στοιχείο, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, είναι το διαρκές έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών — ένας καθρέφτης της παραγωγικής ανεπάρκειας της χώρας.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταναλώνει και να επενδύει περισσότερα από όσα παράγει, με αποτέλεσμα η ανάπτυξή της να εξαρτάται από εισροές ξένων κεφαλαίων και κοινοτικών πόρων. Αυτή η εξάρτηση την καθιστά εξαιρετικά ευάλωτη σε κάθε διεθνή διαταραχή — εμπορική, νομισματική ή γεωπολιτική.

Ο εντεινόμενος εμπορικός ανταγωνισμός και η νομισματική αστάθεια ανάμεσα στις μεγάλες κεντρικές τράπεζες δημιουργούν ένα περιβάλλον που θα πλήξει δυσανάλογα μια οικονομία όπως η ελληνική, χωρίς βαθιές εσωτερικές αντοχές.

Η σημερινή σταθερότητα, επομένως, δεν είναι προϊόν εσωτερικής δύναμης αλλά αποτέλεσμα μιας εύθραυστης εξισορρόπησης εξωτερικών ροών — μια ισορροπία που μπορεί εύκολα να διαταραχθεί.


Το πραγματικό ερώτημα

Το κρίσιμο ζήτημα για το 2026 δεν είναι αν ο ρυθμός ανάπτυξης θα φτάσει το 2% ή το 2,4%, αλλά αν αυτή η ανάπτυξη θα αποκτήσει ουσιαστική, εγχώρια παραγωγική βάση και θα μειώσει την εξάρτηση από το εξωτερικό περιβάλλον.

Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν διαφαίνεται ακόμη στον ορίζοντα — και δύσκολα μπορεί να οικοδομηθεί σε μια περίοδο που οι «ισχνές αγελάδες» επιστρέφουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *