Από τη φορολογία στα «ουρανοκατέβατα» κέρδη μέχρι τη μείωση των προμηθειών. Τα μέτρα που εξετάζει το Μαξίμου.
Στο μέτρο της έκτακτης φορολογίας στα τραπεζικά (υπερ)κέρδη προσανατολίζεται η κυβέρνηση υπό την πίεση που δημιουργεί αφενός ο κοινωνικά προκλητικός συνδυασμός καρτελοποίησης και νόμιμης τοκογλυφίας στον κλάδο, που παράγει άκοπα και χωρίς ρίσκο τεράστια κέρδη, και αφετέρου η πρωτοβουλία του Νίκου Ανδρουλάκη να προαναγγείλει τροπολογία για έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, στην «πρεμιέρα» του στη Βουλή ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανακοίνωσε χθες το πρωί ότι θα φέρει τροπολογία για έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών, ενώ αργότερα διευκρίνισε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ ότι θα προτείνει ένα ποσοστό 3-5%, με στόχο να αντληθούν έσοδα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για να χρηματοδοτηθεί η μείωση του ΦΠΑ σε αγαθά πρώτης ανάγκης.
Η απόφαση της κυβέρνησης Σάντσεθ στην Ισπανία την περασμένη εβδομάδα να αυξήσει στο 7% το συντελεστή έκτακτης φορολογίας στις τράπεζες, την οποία ξεκίνησε το 2022 με 4,8%, έφερε στο προσκήνιο την στρεβλή κατάσταση που παράγει «ουρανοκατέβατα» κέρδη σε όλη την τραπεζική αγορά της ευρωζώνης, η οποία όμως στην Ελλάδα έχει λάβει διαστάσεις υπερβολής, η οποία αποσιωπάται συστηματικά, αλλά έχει αναλυθεί επανειλημμένα από το ieidiseis.
Η κατάσταση προκαλεί συνεχείς αντιδράσεις από τους φορείς της αγοράς τα τελευταία χρόνια, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το τελευταίο διάστημα, όμως, η στρέβλωση στην τραπεζική αγορά, η δυσαρέσκεια καταναλωτών, καταθετών και επιχειρήσεων καθώς και η πολιτική πίεση από το ΠΑΣΟΚ που κάνει «σημαία» το θέμα των τραπεζών, αναγκάζει το Μαξίμου να εξετάζει παρεμβάσεις, όπως η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζικών κερδών αλλά και η μείωση των προμηθειών.
Είναι ενδεικτικό ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, όταν ρωτήθηκε σχετικά όχι μόνο δεν διέψευσε το ενδεχόμενο έκτακτης φορολογίας, αλλά το άφησε διάπλατα ανοιχτό, βάζοντας μάλιστα και θέμα τραπεζικών προμηθειών λέγοντας ότι:
«(…) Είναι δεδομένο ότι η Κυβέρνηση εξετάζει όλα τα εργαλεία που έχει στα χέρια της, αλλά αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία, πέραν του σημαντικού ζητήματος της έκτακτης φορολόγησης, που σε άλλες περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε δει, όταν κρίνουμε απαραίτητο να το εφαρμόζουμε, αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία είναι οι τράπεζες να προσαρμοστούν στις ανάγκες των πολιτών και με μια σειρά αποφάσεις που θα πάρουν, να μειώσουν τα βάρη και τις χρεώσεις έναντι των πολιτών. Αυτό είναι που επιδιώκει η κυβέρνηση και θα εξαντλήσει όλα τα μέσα που έχει, προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί και αυτό είναι ένα μέρος του αυξημένου κόστους ζωής των πολιτών».
Καρτέλ στις προμήθειες
Το θέμα των προμηθειών είναι η μεγάλη «αμαρτία» των ελληνικών τραπεζών, για την οποία η Επιτροπή Ανταγωνισμού επέβαλε πρόστιμο 42 εκατ. ευρώ τον περασμένο Δεκέμβριο, αφού διαπίστωσε ότι υπάρχουν «εναρμονισμένες πρακτικές» δηλαδή συντονισμός και συνεργασία που νοθεύουν τον ανταγωνισμό ή αλλιώς «καρτέλ».
Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι ότι από τη στιγμή που επιβλήθηκε το πρόστιμο, οι τράπεζες δεν πτοήθηκαν και συνέχισαν να ανεβάζουν τα έσοδα από τις προμήθειες, αλλάζοντας μάλιστα και την ονοματολογία, βαφτίζοντας δηλαδή «έξοδα» ένα μέρος της προμήθειας, για να εμφανιστεί εικονική μείωση της τελευταίας.
Κι όλα αυτά για απλές και αυτοματοποιημένες συναλλαγές όπως για παράδειγμα μεταφορές χρημάτων από τράπεζα σε τράπεζα, πληρωμές λογαριασμών, ανάληψη μετρητών και άλλες καθημερινές συναλλαγές οι οποίες έχουν σχεδόν μηδενικό κόστος για την τράπεζα.
Στο πρώτο εννεάμηνο του 2024 οι συνολικές προμήθειες που χρέωσαν οι 4 συστημικές τράπεζες έφτασαν τα 1,549 δισ. ευρώ, 14,4% περισσότερες από την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Ο φόβος του IRIS
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με πληροφορίες, χρησιμοποιεί το ενδεχόμενο έκτακτης φορολόγησης των κερδών ως το σκληρότερο σενάριο και το ενδεχόμενο παρεμβάσεων στις προμήθειες ως το «μαλακό» σενάριο.
Εξετάζεται μάλιστα το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης το σύστημα μεταφορών χρημάτων IRIS που έχουν ενσωματώσει υποχρεωτικά οι τράπεζες στις ηλεκτρονικές εφαρμογές τους, το οποίο λειτουργεί μέσω του φορολογικού συστήματος taxisnet και επιτρέπει στους χρήστες να μεταφέρουν χρήματα με μηδενική προμήθεια σε οποιονδήποτε άλλο φορολογούμενο χρησιμοποιώντας το ΑΦΜ ή το κινητό του τηλέφωνο.
Το ανώτατο όριο για τις μεταφορές μέσω IRIS είναι 500 ευρώ ημερησίως, και σύμφωνα με πληροφορίες ως μοχλός πίεσης για τις τράπεζες μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αύξηση του ορίου ή ακόμα και η επέκταση του συστήματος σε πληρωμή ορισμένων λογαριασμών.
Τέτοιες παρεμβάσεις θα δημιουργούσαν μια αξιόπιστη εναλλακτική με μηδενικό κόστος στερώντας τις τράπεζες από τις προμήθειες και αυτός είναι ο λόγος που οι τραπεζίτες «μισούν» το IRIS.
Ουρανοκατέβατα κέρδη ρεκόρ
Η υψηλή κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών λαμβάνει προκλητικές διαστάσεις, δεδομένου ότι τα συσσωρεύουν, όχι επειδή κάνουν καλά την δουλειά τους που είναι να χρηματοδοτούν την οικονομία δίνοντας δάνεια στις επιχειρήσεις, αλλά απλά «γυρίζοντας» τα χρήματα των καταθετών σε άλλες τοποθετήσεις.
Η συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχει πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, ενώ και οι ίδιες οι τράπεζες αφήνουν τα χρήματα των καταθέσεων να λιμνάζουν με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, για να τα εκμεταλλεύονται οι ίδιες καταθέτοντάς τα σε ειδικό Λογαριασμό Διευκόλυνσης της ΕΚΤ με υψηλό επιτόκιο.
Όλες οι τράπεζες της ευρωζώνης επωφελήθηκαν από τα υψηλά επιτόκια και τον Λογαριασμό Διευκόλυνσης καθώς είχαν τη δυνατότητα να μαζεύουν καταθέσεις πληρώνοντας χαμηλά επιτόκια, και να μεταφέρουν τα χρήματα σε δικές τους καταθέσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με υψηλό επιτόκιο, το οποίο είχε φτάσει στο 4% και τώρα έχει πέσει στο 3,25%. Η διαφορά επιτοκίου είναι καθαρό έσοδο, χωρίς ρίσκο, με «επιδότηση» της ΕΚΤ.
Στην Ελλάδα, όμως, η κατάσταση στην τραπεζική αγορά έχει ξεπεράσει κάθε ευρωπαΪκό προηγούμενο και οι 4 συστημικές τράπεζες (Εθνική, Πειραιώς, Alpha, Eurobank) την τελευταία τριετία έχουν παράγει κέρδη ύψους περί τα 12 δισ. ευρώ, μοιράζοντας μέρισμα λίγο κάτω από τα 3 δισ. ευρώ, απλά και μόνο χρεώνοντας -ομοιόμορφα, χωρίς να ανταγωνίζονται μεταξύ τους- υψηλές προμήθειες και εκμεταλευόμενες τα χρήματα των καταθετών, τα οποία «γυρίζουν» σε καταθέσεις στην ΕΚΤ. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μια από τις μεγαλύτερες «ψαλίδες» επιτοκίων, καθώς πληρώνουν το τρίτο χαμηλότερο επιτόκιο καταθέσεων στην ευρωζώνη, αλλά χρεώνουν το τρίτο υψηλότερο επιτόκιο δανεισμού στα νοικοκυριά.