Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και η θέση της Ελλάδας

Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και η θέση της Ελλάδας
Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και η θέση της Ελλάδας

Η Ελλάδα εμπλέκεται στις εξαιρετικά ταχείες γεωπολιτικές αλλαγές στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Αθήνα έχει απαντήσει στο εκρηκτικό μείγμα ανταγωνιστικών θαλάσσιων συμφερόντων, ενεργειακών διεκδικήσεων και στρατιωτικών ασκήσεων, προωθώντας μια ολοένα και πιο προληπτική εξωτερική πολιτική, με στόχο να κερδίσει μόνιμη επιρροή εκεί. Αυτό είναι ένα παιχνίδι με υψηλό διακύβευμα, αλλά η Αθήνα έχει αποφασίσει ότι αξίζει το ρίσκο -και για καλό λόγο.

του Βασίλη Ντούσα

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Εξελίξεις όπως η μεταναστευτική κρίση του 2015 -που εν μέρει οφείλεται στις ένοπλες συγκρούσεις στη Σύρια και στο Ιράκ- απέδειξαν την ανάγκη η Ελλάδα να δώσει μεγαλύτερη προσοχή στις εξελίξεις στην ευρύτερη νοτιοανατολική γειτονιά. Αυτό υπογραμμίστηκε από την περισσότερο φιλόδοξη περιφερειακή στάση της Τουρκίας υπό΄το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”, η οποία στάση κορυφώθηκε το Νοέμβριο του 2019 με το μνημόνιο κατανόησης με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμμαχίας της Λιβύης, που σχεδιάστηκε για να επαναχαράξει τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δύο πλευρών. Η Αθήνα εξέλαβε τη συμπεριφορά της Άγκυρας ως ευθεία απειλή στην ελληνική κυριαρχία, ιδίως σε ό,τι αφορά στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και στην πρόσβαση στο φυσικό αέριο.

Η Ελλάδα έχει απαντήσει προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τα ανοίγματα που δημιουργήθηκαν από την επιδείνωση των αμερικανό-τουρκικών σχέσεων. Οι λαμβανόμενες ως “αποτυχίες” στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν βοηθήσει ώστε να πειστεί η Αθήνα για την ανάγκη να διαδραματίσει έναν μεγαλύτερο (αν όχι ηγετικό) και πιο συνεπή ρόλο στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ στην περιοχή.

Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα έχει προσφύγει στα κράτη-μέλη που παραδοσιακά είχαν μια πιο συμφιλιωτική προσέγγιση απέναντι στην Τουρκία -όπως η Ισπανία, η Ιταλία, και η Μάλτα- και αύξησαν τον συντονισμό της με την Κύπρο. Παράλληλα, η Αθήνα έχει επιδιώξει να ενισχύσει το διπλωματικό της προφίλ επιχειρώντας να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκές διπλωματικές πρωτοβουλίες, όπως οι διασκέψεις για τη Λιβύη που φιλοξένησε η Γερμανία τον Ιανουάριο του 2020 και τον Ιούνιο του 2021. Είναι κρίσιμο πως η Αθήνα έχει επίσης αποδειχθεί πιο πρόθυμη να πληρώσει για την ευρωπαϊκή υποστήριξη, όπως αποτυπώνεται στην πρόσφατη αγορά τν γαλλικών αεροσκαφών Rafale.

Η Ελλάδα έχει ενισχύσει περαιτέρω τη δεκαετή συνεργασία στην πολιτική και στην ασφάλεια με το Ισραήλ. Το Φόρουμ της Φιλίας -που έλαβε χώρα στην Αθήνα στις αρχές του έτους και στο οποίο συμμετείχαν εκπρόσωποι της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν- κάλυψε μια σειρά περιφερειακών ανακαλύψεων. Η ελληνική διπλωματία ήταν επίσης κεντρική για τη δημιουργία του φόρουμ για το αέριο της Ανατολικής Μεσογείου -που τώρα περιλαμβάνει την Αίγυπτο, το Ισραήλ, την Παλαιστινιακή Αρχή, την Κύπρο, την Ιταλία, την Ιορδανία και τη Γαλλία.

Η Ελλάδα έχει αναβαθμίσει την στρατιωτική της συνεργασία με τα ΗΑΕ -τα οποία προσφάτως συμμετείχαν σε κοινή ναυτική άσκηση με την Ελλάδα και την Αίγυπτο στην Ανατολική Μεσόγειο. Τον Αύγουστο του 2020, η Αθήνα και το Κάιρο υπέγραψαν μια συνθήκη που καθόριζε μια αποκλειστική οικονομική ζώνη στην περιοχή, με στόχο να αντιμετωπίσει τις θαλάσσιες αξιώσεις της Τουρκίας εκεί.  

Και η Ελλάδα επί του παρόντος συνεργάζεται με την Αίγυπτο σε σχέδια για την εξαγωγή φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Τον Οκτώβριο του 2020, ο Έλληνες ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας επισκέφθηκε τη Βαγδάτη και το Ερμπίλ, όπου άνοιξε το πρώτο προξενείο της Ελλάδας στο ιρακινό Κουρδιστάν. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται ευρέως να επισκεφθεί τη Βαγδάτη σύντομα -στο πλαίσιο μιας στρατηγικής αυξημένης ενασχόλησης και επαγρύπνησης, στη Μέση Ανατολή.

Μια ριψοκίνδυνη στρατηγική

Παρόλα αυτά, η φιλόδοξη νέα στρατηγική της Ελλάδας έρχεται με τα δικά της ρίσκα. Πρώτον, η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται όλο και πιο πορώδες. Η δημιουργία κοινού εδάφους με τους γείτονες, όπως το Ισραήλ και την Αίγυπτο, και ε τις περιφερειακές δυνάμεις όπως τα ΗΑΕ, έχει ωφελήσει την Ελλάδα μέχρι τώρα. Αυτή η προσέγγιση έχει βοηθήσει την Ελλάδα να επιδιώξει κοινούς διπλωματικούς, αμυντικούς, οικονομικούς και ενεργειακούς στόχους με τους εταίρους της, και να σχηματίσει ένα ενωμένο μέτωπο εναντίον της Άγκυρας.

Αλλά η ταυτόχρονη συμμετοχή τόσο διαφορετικών παραγόντων στην περιοχή -ιδίως σε στρατιωτικές υποθέσεις- έχει αναδείξει τον κίνδυνο της κλιμάκωσης. Αυτό ήταν εμφανές το καλοκαίρι του 2020, όταν υπήρξε απότομη άνοδος στις εντάσεις σχετικά με τις ναυτικές ασκήσεις και με τα σχέδια της Τουρκίας για γεώτρηση αερίου σε θαλάσσιες περιοχές που διεκδικούνται από την Ελλάδα κι την Κύπρο. Μια τέτοια κλιμάκωση θα μπορούσε να γίνει πιο κοινή σε μια ήδη ευμετάβλητη περιοχή -μια εξέλιξη η οποία θα δημιουργούσε σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα, στην ασφάλεια και στην άμυνα.

Δεύτερον, η δημιουργία ενός νέου συνόλου σχέσεων που βασίζονται σε κοινά παράπονα και απειλές, μπορεί να εξυπηρετήσει μόνο τα συμφέροντα της Ελλάδας βραχυπρόθεσμα. Για παράδειγμα, εάν η Τουρκία “τα βρει” με την Αίγυπτο ή το Ισραήλ -κάτι που οι πρόσφατες τουρκικές εισηγήσεις φαίνεται ότι είναι αυτό που θέλουν να πετύχουν- αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί προβληματικό για την επιδίωξη των περιφερειακών στόχων της Ελλάδος.

Για χρόνια η γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής κινητοποιούνταν από τα αντανακλαστικά προς τον “εχθρό του εχθρού μου”. Ωστόσο, οι τακτικές συμμαχίες που έχει δημιουργήσει αυτό, θα μπορούσαν να είναι εύθραυστες για να υποστηρίξουν τη νέα στρατηγική της Ελλάδας στην περιοχή (ακόμη και αν δεν υπάρχει τέλος εν όψει στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό στη Μέση Ανατολή).

Ομοίως, η σύγκλιση των ευρωπαϊκών γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων και της Μέσης Ανατολής στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει ενισχύσει τη διπλωματική θέση της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε επίσης να εκθέσει τη χώρα σε διαμάχες που ξεπερνούν τη διπλωματική ικανότητα της και αυτή της ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα θα χρειαστεί να συμμετάσχει σε ένα πολύ πιο απαιτητικό διπλωματικό παιχνίδι έναντι των εταίρων της στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή, για να αποφύγει κρίσεις που επηρεάζουν τη θέση της σε κάθε περιοχή.

Τέλος, βασικές πρωτοβουλίες όπως ο αγωγός του EastMed, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδειχθούν σισύφειες. Θα μπορούσαν να προσφέρουν στην Αθήνα μια πολύτιμη αφήγηση. Αλλά είναι ασαφές εάν θα είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα, αν μη τι άλλο εξαιτίας της αβεβαιότητας αναφορικά με τη χρηματοδότηση και την ανταγωνιστικότητα για την εξόρυξη αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Στο μεταξύ, η ικανότητα της Ελλάδας να κερδίζει από τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσε να υπονομευθεί από τις διαφωνίες με την Τουρκία.

Αναπόφευκτα, η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να αντιμετωπίζει αυτούς τους προφανείς περιφερειακούς κινδύνους. Μέχρι στιγμής, η ηγεσία της χώρας φαίνεται να γνωρίζει τόσο τους ίδιους όσο και τους περιορισμούς των πρωτοβουλιών εξωτερικής πολιτικής χωρίς βιώσιμη διπλωματική ενασχόληση. Η βασική πρόκληση για την Αθήνα είναι να μετατρέψει την αυξημένη διπλωματική παρουσία σε μεγαλύτερη επιρροή και πιο διαρκείς δεσμεύσεις. Σε αυτή την προσπάθεια, η Αθήνα θα πρέπει να θυμάται ότι η διπλωματία στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα είναι σπριντ, αλλά μαραθώνιος.

Μπορείτε ναα δείτε το κείμενο εδώ: https://ecfr.eu/article/greece-in-the-eastern-mediterranean-turning-engagement-into-influence/

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *