
Από το 2010 και μετά, με την οικονομική καταστροφή της χώρας από την οποία δεν έχουμε συνέλθει, ο κόσμος κατέβασε πολύ χαμηλά τον πήχη των απαιτήσεών του σε αυτό που λέμε «τα πράγματα πηγαίνουν καλά»

Αν σκεφτούμε πως η χώρα έζησε τη μεγαλύτερη καταστροφή από την εποχή του Β Παγκοσμίου Πολέμου είναι λογικό σε μεγάλο βαθμό. Κλειστές τράπεζες είχαμε δει μονο σε ταινίες και στις ειδήσεις για χώρες μακρινές σε άλλες ηπείρους.
Ανάμεσα στο 2009 και το 2014 η χώρα έχασε περίπου το 25% του ΑΕΠ της. Η επίσημη ανεργία έφτασε κάποια στιγμή το 27%, με την πραγματική να ξεπερνά το 30%. Αυτό ήταν μια οικονομική και κοινωνική καταστροφή ισοδύναμη με τις συνέπειες πολέμου και στην Ευρώπη είχαν να καταγραφούν τέτοια φαινόμενα από τη δεκαετία του 1930.
Η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια, άντεξε τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και τώρα εμφανίζεται να έχει καλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από άλλες πολύ πιο αναπτυγμένες χώρες, την ώρα που οι οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν τη θέση της.
Οι αριθμοί ευημερούν.
Μόνο που αυτό είναι η μια όψη της πραγματικότητας.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι την ίδια ώρα η αύξηση του κόστους ζωής είναι μεγαλύτερη από την αύξηση των ονομαστικών μισθών, σε αρκετές περιοχές έχουμε σημάδια μιας στεγαστικής κρίσης και η χώρα εξακολουθεί να μην μπορεί να επαναπατρίσει τον πιο πολύτιμο «εθνικό της πόρο», δηλαδή το μορφωμένο και εξειδικευμένο δυναμικό που μετανάστευσε στην περίοδο της κρίσης.
Επίσης αν διαβάσει κανείς καλύτερα τις οικονομικές εκθέσεις και δεν ζαλιστεί από τα παλαμάκια της κυβέρνησης θα συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν και ορισμένοι αριθμοί που δεν ευημερούν.
Για παράδειγμα η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και των κρατών-μελών του (OECD Outlook) επισημαίνει μεν τους σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας, αλλά υπογραμμίζει και το σοβαρό πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας.
Οχι δεν φταίει ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι «τεμπέληδες».
Πάλι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι εργαζόμαστε περισσότερες ώρες σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το πρόβλημα της χαμηλής παραγωγικότητας έχει να κάνει με τον τρόπο που η ελληνική οικονομία εξελίσσεται σε μια οικονομία «χαμηλών προσδοκιών». Μας αρκεί να έχουμε «ανάπτυξη», χαιρόμαστε που η ανεργία έχει υποχωρήσει, ικανοποιούμαστε που δεν ανεβαίνει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, αλλά πέραν αυτού τι;
Χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, με δεδομένο και το σχετικά υψηλό μορφωτικό επίπεδο πλέον του εργατικού δυναμικού, σημαίνει ότι δεν είμαστε μια οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας. Ότι τους ανθρώπους που έχουμε δεν τους βάζουμε να δουλέψουμε σε προηγμένες παραγωγικές διαδικασίες που παράγουν προϊόντα που βασίζονται στην υψηλή τεχνολογία και άρα εξασφαλίζεται υψηλότερη παραγωγικότητα. Όσο ικανός και εργατικός εάν είναι κάποιος που δουλεύει στην εστίαση δεν παράγει τον ίδιο πλούτο με κάποιον που εργάζεται σε μια αυτοκινητοβιομηχανία. Και η χώρα μας βαριά βιομηχανία θεωρεί πλέον τον τουρισμό!!!

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να βολευτούμε σε αυτή την κατάσταση. Μια οικονομία με μεγάλη βαρύτητα των υπηρεσιών, με διάφορες μορφές προσόδου που συμπληρώνουν το εισόδημα αλλά δεν συνιστούν ανάπτυξη με προοπτική (π.χ. βραχυχρόνιες μισθώσεις), με λίγους θύλακες υψηλής τεχνολογίας και με διαρκή αναζήτηση του επόμενου μεγάλου ευρωπαϊκού πακέτου που θα «ρίξει χρήμα στην αγορά», θα τροφοδοτήσει την βιομηχανία των έργων, θα επιδοτήσει ουσιαστικά την οικονομία με τον όποιο επιπλέον πλούτο παράγεται να καταλήγει στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων που εισάγονται από το εξωτερικό.
Προφανώς και μέσα σε αυτή τη διαδρομή αρκετοί άνθρωποι θα έχουν δουλειά, ορισμένοι θα αυξήσουν σημαντικά το εισόδημά τους, θα αποκτήσουν καλύτερο αυτοκίνητο ή μεγαλύτερο σπίτι, αλλά η χώρα αναπτυξιακή δυναμική δεν θα έχει. Θα είναι μια χώρα σε διαρκή «χαμηλή πτήση» που θα πιστεύει ότι δεν έχει τη δυνατότητα να ονειρευτεί μια άλλη αναπτυξιακή πορεία και μια άλλη ανοδική ιστορική διαδρομή.
Ποιος φταίει;
Το εύκολο θα ήταν να δείξουμε με το δάχτυλο την κυβέρνηση και να πούμε «αυτή φταίει». Αν όμως σκεφτούμε αντικειμενικά, έξω από κομματικά στεγανά και προσπαθήσουμε να θυμηθούμε το παρελθόν, θα βρούμε διαχρονικές ευθύνες.
Θα θυμηθούμε τον «εκσυγχρονισμό με πήλινα πόδια» που μας οδήγησε παράλληλα στο ευρώ και στην οικονομική κρίση. Ξεχωριστό κεφάλαιο τα πέτρινα μνημονιακά χρόνια που, εκτός των άλλων, κατέστρεψαν παραγωγικό δυναμικό της χώρας.
Θα θυμηθούμε τη δεκαετία του ’80 και πώς εθίστηκε ένας λαός στο εύκολο, γρήγορο χρήμα από την Ευρώπη που αντί για παραγωγή σπαταλήθηκε σε άλλες οικονομικές διαδικασίες. Μπορεί να απέδωσαν βραχυπρόσθεσμα αλλά μακροπόθεσμα…. δεν.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα. Η χώρα πρέπει να αποκτήσει ξανά στοιχεία ιστορικής φιλοδοξίας. Να πιστέψει ότι μπορεί να έχει όνειρα. Ότι μπορεί να κάνει άλματα στην ανάπτυξη. Ότι μπορεί να αποκτήσει υψηλή τεχνολογία. Ότι μπορεί να γίνει οικονομικό σημείο αναφοράς στην περιοχή. Ότι στη βάση όλων αυτών θα γίνει και πιο ευημερούσα και πιο δίκαιη και με μεγαλύτερη συνοχή.
Κάποτε είχαμε ως εθνικό στόχο την ένταξε στην ΕΟΚ, μετά στο ευρώ. Τώρα ποιος είναι ο εθνικός στόχος;
Αυτή είναι η συζήτηση που θα έπρεπε να κάνουμε στη χώρα και δεν την κάνουμε. Και αυτό εξηγεί τη βαθύτερη κρίση του πολιτικού συστήματος.
Είναι κρίμα που στις ευρωεκλογές που έρχονται σε λιγότερο από ένα μήνα αυτή η συζήτηση ΔΕΝ γίνεται γι άλλη μια φορά.