Θέλησε, με αρκετή έπαρση, να αποδείξει ότι ένα σύστημα με στοιχεία κεντρικού σχεδιασμού και πολιτικό μονοπώλιο υπερέχει του δυτικού στην αντιμετώπιση προκλήσεων όπως η πανδημία. Και πέτυχε το αντίθετο: να επιβεβαιώσει ότι τα ανελαστικά συγκεντρωτικά συστήματα δεν έχουν μηχανισμούς έγκαιρης διόρθωσης πορείας.
Η Κίνα έχει εγκλωβιστεί σε μια πολιτική “μηδενικού COVID”, την οποία δεν μπορεί να αναιρέσει εύκολα, για λόγους τόσο αντικειμενικούς, εφόσον η χώρα είναι απροετοίμαστη για μια εκτίναξη των κρουσμάτων, όσο και πολιτικο-ιδεολογικούς, εφόσον πρόκειται για κατεξοχήν επιλογή του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπίνγκ.
Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, πολλαπλασιάζονται τα μηνύματα, όχι μόνο από τους “διαδηλωτές με τα λευκά χαρτιά” που έκαναν την εμφάνισή τους προσφάτως, αλλά κυρίως από τους ανθρώπους της αγοράς, ότι τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν όπως την τελευταία τριετία.
Και το τίμημα δεν το πληρώνει μόνο η ίδια η Κίνα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, ο ασιατικός κολοσσός οδεύει φέτος προς καθαρή συρρίκνωση της τάξης του 1% του ΑΕΠ. Όπερ σημαίνει ότι σε μια συγκυρία κρίσης σε Ευρώπη και Αμερική θα λείψει το “κινεζικό αντίβαρο”, που “τράβηξε το κάρο” της διεθνούς οικονομίας μετά το κραχ του 2009. Αν και τουλάχιστον θα υπάρχει η παρήγορη παράπλευρη επίπτωση ότι η Κίνα προορίζεται να εξαγάγει αποπληθωρισμό.
Υποχωρούν τα πλεονεκτήματα
Ο αντίκτυπος δεν αφορά μόνο το άμεσο οικονομικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τον αναλυτή Άμπροζ Έβανς-Πρίτσαρντ της “Daily Telegraph”, η πανδημική περιπέτεια της χώρας του Σι υπονομεύει, ίσως τελειωτικά, τη φιλοδοξία της να αναδειχθεί σε πρώτη οικονομική δύναμη παγκοσμίως.
Όπως εξηγεί, το μεγάλο “προσπέρασμα”, σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, θα συντελεστεί είτε εντός της τρέχουσας δεκαετίας είτε ποτέ, διότι πολλά από τα πλεονεκτήματα που έως τώρα συγκέντρωνε η Κίνα θα αρχίσουν να υποχωρούν ραγδαία, αρχής γενομένης από το “δημογραφικό μέρισμα”.
Η κινεζική κοινωνία είναι μία από τις ταχύτερα γηράσκουσες στον κόσμο (με ρυθμό γονιμότητας 1,15 παιδιών ανά γυναίκα) και η “δεξαμενή” της εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο προς τις πόλεις αρχίζει και αυτή να στενεύει. Το εργατικό δυναμικό πρόκειται να αρχίσει να συρρικνώνεται κατά 7 εκατομμύρια άτομα ετησίως, ενώ ο τεχνολογικός πόλεμος που εξαπολύουν οι ΗΠΑ δεν είναι βέβαιο πώς θα απαντηθεί.
Το μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στις εξαγωγές και τις επενδύσεις έχει ξεπεραστεί εδώ και περίπου μία δεκαετία, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας έχει προσγειωθεί στα χαμηλά επίπεδα των δυτικών χωρών, χωρίς η ίδια η Κίνα να έχει ακόμη ξεφύγει από την “παγίδα του μέσου εισοδήματος”. Ο κρατικός έλεγχος του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτρέπει, βέβαια, το ενδεχόμενο κατάρρευσης, όμως ένα μέλλον μακράς στασιμότητας διαγράφεται στον ορίζοντα.
Χαοτικές καταστάσεις
Σε όλα αυτά οι αντιφάσεις του Zero COVID έρχονται να προσδώσουν ιδιαίτερη οξύτητα. Το πλάνο 20 σημείων για τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, το οποίο παρουσιάστηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση του 20ού συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος τον Νοέμβριο, οδήγησε σε χαοτικές καταστάσεις.
Η Κίνα δοκιμάζει το “άνοιγμα” με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, ακόμα και των ηλικιωμένων, καθώς αποφεύχθηκαν οι εισαγωγές εμβολίων mRNA, αλλά και με ισχνό σύστημα υγείας (με 3 νοσοκόμες, λ.χ., ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 12 κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ), που οδηγεί σε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά θνητότητας, ακόμα και από γειτονικές χώρες. Το αποτέλεσμα (μετά και τους μαζικούς θανάτους στο Χονγκ Κονγκ που τρόμαξαν τους ιθύνοντες της πολύ λιγότερο προετοιμασμένης ηπειρωτικής χώρας) ήταν η υποχώρηση στην πεπατημένη του λοκντάουν.
Υπολογίζεται ότι αυτή τη στιγμή δίνουν μάχη με τον κορονοϊό 80 πόλεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του ΑΕΠ της χώρας και το 90% της εξαγωγικής της δυναμικότητας, ενώ 1 εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται έγκλειστοι στα ειδικά κέντρα καραντίνας.
Κατά τον Έβανς-Πρίτσαρντ, η “γκάφα” της πανδημικής πολιτικής του Σι υπολείπεται μόνο του παραληρηματικού “Μεγάλου Άλματος προς τα Εμπρός” του Μάο Τσετούνγκ στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Χρειάζεται ένα εσωτερικό “Σχέδιο Μάρσαλ” για την υγεία
Υπάρχουν, όμως, και εκτιμήσεις σε αντίθετη κατεύθυνση. Ότι δηλαδή η πολιτική των λοκντάουν δεν πρόκειται να μακροημερεύσει και ότι το κινεζικό καθεστώς έχει τη δυνατότητα να μετατρέψει την αδυναμία του σε δύναμη, καθιστώντας την οικοδόμηση ενός συστήματος υγείας βασικό αναπτυξιακό μοχλό, ελλείψει άλλου προφανούς.
Ήδη το πρόγραμμα 10 σημείων που ανακοίνωσε την Τετάρτη η Εθνική Επιτροπή Υγείας παραπέμπει στην πρώτη κατεύθυνση. Οι τοπικοί αξιωματούχοι χάνουν τη δυνατότητα να κηρύσσουν αυθαίρετα λοκντάουν σε μεγάλα αστικά κέντρα, οι μετακινήσεις μεταξύ των επαρχιών θα επιτρέπονται χωρίς τεστ και οι ευπαθείς ασθενείς ή οι επαφές κρουσμάτων θα παραμένουν κατ’ οίκον και όχι σε κέντρα καραντίνας.
Προσδοκίες και πιέσεις της αγοράς
Να υπάρξει επίσημη αποκήρυξη της πολιτικής Zero COVID θεωρείται απολύτως απίθανο. Όμως ολοένα και περισσότεροι εκτιμούν ότι το πραγματικό της τέλος θα έρθει νωρίτερα του αναμενομένου, ακόμα και αν το αποτέλεσμα είναι “άτσαλο”. Λ.χ., η Goldman Sachs δίνει πιθανότητες 30% να “ανοίξει” η Κίνα πριν από το δεύτερο τρίμηνο του 2023. Ομοίως, η Teneo Holdings εκτιμά ότι οι εξελίξεις θα επιταχυνθούν, προκειμένου η κοινωνική δυσαρέσκεια να μη λάβει πολιτικά χαρακτηριστικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως αναφέρει η “Wall Street Journal”, o Tέρι Γκου, ιδρυτής της Foxconn, κύριου προμηθευτή της Apple, άσκησε την επιρροή του στην πολιτική ηγεσία προκειμένου να υπάρξει ελαστικοποίηση της πανδημικής πολιτικής, με το επιχείρημα ότι απειλείται η θέση της χώρας στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.
Η συνταγή “διακηρύσσω νίκη και αποχωρώ”, πείθοντας τον πληθυσμό ότι μπορεί να “ζει με τον ιό”, δοκιμάσθηκε άλλωστε εγκαίρως στη Δύση. Όμως η υποκείμενη ευαλωτότητα της Κίνας στα θέματα δημόσιας υγείας δεν καταργείται με απλή διακήρυξη.
Μόλις το 5,3%
Η χώρα αφιερώνει στην περίθαλψη μόνο το 5,3% του ΑΕΠ της, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό της Ιαπωνίας τη δεκαετία του ’60, όταν ο μέσος όρος των ανεπτυγμένων χωρών είναι της τάξης του 10%. Επιπλέον, η ανυπαρξία δημόσιου συστήματος υγείας συνιστά καθοριστικό λόγο για το υψηλότατο επίπεδο αποταμίευσης των νοικοκυριών, που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την επιδιωκόμενη αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου.
Σύμφωνα με τους Ούβε Πάρπαρτ και Ντέιβιντ Γκόλντμαν των “Asia Times”, αυτό που χρειάζεται στην πραγματικότητα είναι ένα εσωτερικό “Σχέδιο Μάρσαλ”, προσανατολισμένο στην οικοδόμηση συστήματος υγείας (αρχής γενομένης, λ.χ., με μια πρωτοβουλία παραγωγής mRNA εμβολίων), το οποίο θα προσθέτει ποσοστό 0,5% έως 0,75% στον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης.