Η κυβέρνηση έχει πολλά θέματα να αντιμετωπίσει. Η αλήθεια είναι πως από το 2019 που εξελέγη μόνο το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής της ήταν σχετικά βατό. Από τα τέλη Φεβρουαρίου του 2020 ζούμε όλοι στον κόσμο της πανδημίας, που πέρα από τις εκατόμβες νεκρών έχουμε και την οικονομική πίεση που ασκεί στη χώρα μας. Τους τελευταίους μήνες έχουμε την ενεργειακή κρίση, ενώ σε ύφεση εμφανίζεται η κρίση (μόνιμη) με την Τουρκία.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Πέρα από την κριτική όμως μπορούμε να μοιραστούμε και κάποιες σκέψεις για βελτίωση κάποιων τομέων στους οποίους η κυβέρνηση θα μπορούσε να βελτιώσει τις επιδόσεις της. Δεν είναι απαραίτητα εύκολες, ίσως να έχουν και πολιτικό κόστος, αξίζει πιστεύουμε ωστόσο να συζητηθούν στο πλαίσιο της δημόσιας σφαίρας.
Η ηλεκτροκίνηση
Από την πρώτη ημέρα της τετραετίας η κυβέρνηση έπρεπε να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στην ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων και των ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Η ηλεκτροκίνηση αποτελεί τον πυρήνα της πράσινης μετάβασης στην οποία έχουν δεσμευτεί η Ε.Ε. και φυσικά η Ελλάδα.
Η προτεραιότητα στην ηλεκτροκίνηση των λεωφορείων και των ταξί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη επιβάλλεται για τους ακόλουθους λόγους.
Πρώτον, η ποιότητα του αέρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι κακή εξαιτίας των κινητήρων ντίζελ, και η υπόθεση βρίσκεται ήδη στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε υποδομή για την ηλεκτροκίνηση –όπως πολλούς σταθμούς φόρτισης– και ο ασφαλέστερος τρόπος για να την αναπτύξουμε σε μαζική κλίμακα είναι τα λεωφορεία και τα ταξί.
Τρίτον, με την ηλεκτροκίνηση λεωφορείων και ταξί θα δημιουργηθεί η αγορά για μια νέου τύπου βιομηχανία, όπως είναι οι μπαταρίες και η παραγωγή και συναρμολόγηση ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αναγκαίες για τη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας μας σε νέα βάση.
Δεν έγινε μέχρι σήμερα απολύτως τίποτα.
Τα μόνα «νέα» λεωφορεία που εμφανίστηκαν στις συγκοινωνίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης προέρχονται από τη Γερμανία, είναι μεταχειρισμένα 15ετίας με κινητήρες ντίζελ.
Τα κίνητρα που δόθηκαν για την ηλεκτροκίνηση των ταξί αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκή.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να προμηθευτεί γύρω στα 750 καινούργια λεωφορεία για την κάλυψη των αναγκών, εκ των οποίων όμως μόνο τα μισά θα είναι ηλεκτροκίνητα. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο διαγωνισμός έμπλεξε στις γνωστές διαδικασίες προϋποθέσεων, διευκρινήσεων, παρατάσεων. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα καινούργια λεωφορεία, κατά το ήμισυ ηλεκτροκίνητα, θα εμφανιστούν στις αστικές συγκοινωνίες την άλλη τετραετία.
Εφόσον δεν μπορέσαμε να δημιουργήσουμε δυναμική υπέρ της ηλεκτροκίνησης στη χώρα μας, ατόνησε και το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για νέου τύπου επενδύσεις στη βιομηχανία.
Την εντυπωσιακή αδράνειά μας αναδεικνύει ο δυναμισμός που δείχνει η Τουρκία στο ζήτημα, η οποία εντός του 2022 θα αρχίσει τη μεγάλης κλίμακας παραγωγή ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων.
Η βελτίωση των συγκοινωνιών
Από τον Σεπτέμβριο του 2020 πολλοί φορείς έκαναν προτάσεις για τη βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Αφορμή η πανδημία, ωστόσο η ανάγκη για βελτίωση είναι μεγαλύτερη από το πρόσκαιρο κι εφήμερο.
Πάντως οι επιδόσεις μας σε ό,τι αφορά την πανδημία θα ήταν ακόμη από τις καλύτερες στην Ε.Ε. Ήταν φανερό όμως ότι η κακή κατάσταση των συγκοινωνιών θα μπορούσε να συμβάλει στη διάδοση του κορονοϊού. Αυτό δυστυχώς έγινε.
Οι αρμόδιοι θα πρέπει να έχουν καταλάβει ότι έπρεπε να είχαν συμβάλλει στην έγκαιρη βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών για λόγους αποτελεσματικής αντιμετώπισης του COVID-19.
Η απολιγνιτοποίηση
Κανείς δεν κατάλαβε τη βιασύνη για την απολιγνιτοποίηση. Η Πολωνία, που έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τον άνθρακα στην Ε.Ε., έχει αναλάβει τη δέσμευση να κλείσει τα ανθρακωρυχεία της μέχρι το 2048. Η αντίστοιχη δέσμευση για τη Γερμανία ήταν το 2038. Μετά την άνοδο των Πρασίνων στην εξουσία, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός ανέλαβε την υποχρέωση να προσπαθήσει να κλείσει τα ανθρακωρυχεία μέχρι το 2030, διατηρώντας τη δυνατότητα μιας παράτασης, αν το επιβάλλουν οι συνθήκες.
Επομένως, δεν υπήρχε κανένας λόγος να πάμε σε απολιγνιτοποίηση-εξπρές, ούτε φυσικά σώζουμε τον πλανήτη με τη βιασύνη μας. Χαρακτηριστικά η Κίνα, ο μεγαλύτερος παραγωγός άνθρακα στον κόσμο, αύξησε την παραγωγή το 2021 κατά 4% για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες. Οι περισσότερες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Κίνα χρησιμοποιούν σαν καύσιμο τον άνθρακα. Ανάλογες εξελίξεις και στην Ινδία.
Σε ό,τι μας αφορά, προχωράμε στο γρήγορο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, πραγματοποιώντας ταυτόχρονα δαπανηρές εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας από χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, οι οποίες την παράγουν με λιγνιτικές μονάδες πολύ πιο ρυπογόνες από τις δικές μας.
Η γρήγορη απολιγνιτοποίηση δημιούργησε ένα σωρό προβλήματα στην οικονομία της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας και μετέτρεψε το φυσικό αέριο σε καύσιμο της μεταβατικής περιόδου, προτού φτάσουμε στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ).
Το φυσικό αέριο επιλέχθηκε σαν μεταβατικό καύσιμο, γιατί, αν και εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο, είχε σοβαρά πλεονεκτήματα κόστους. Οι αλλαγές όμως στη διεθνή αγορά ενέργειας και οι γεωπολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα στις σχέσεις Ε.Ε. – Ρωσίας, πολλαπλασίασαν τη διεθνή τιμή του φυσικού αερίου και το έκαναν πανάκριβο. Παράλληλα, αυξήθηκαν εντυπωσιακά και οι τιμές των αερίων ρύπων, με αποτέλεσμα η γρήγορη απολιγνιτοποίηση να προκαλέσει τεράστιες οικονομικές επιβαρύνσεις στην οικονομία μας, ιδιαίτερα στη βιομηχανία.
Ο τόχος της απολιγνιτοποίησης δεν πρέπει να πάψει. Αντίθετα έχουμε ηθική υποχρέωση να προσταστεύσουμε το περιβάλλον. Ωστόσο αυτό δε μπορεί να γίνει βίαια χωρίς να γίνονται αντιληπτές οι ευρύτερες παράμετροι. Μακάρι η κυβέρνηση να είχε προνοήσει ώστε να μην είχαμε τόσο μεγάλη εξάρτηση από ένα εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο.
Πράσινο ομόλογο
Παρά τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, είναι φανερό ότι χρειαζόμαστε πρόσθετη χρηματοδότηση για να επιταχύνουμε την πράσινη μετάβαση.
Τα όποια χρηματοδοτικά κενά θα μπορούσαμε να τα καλύψουμε με την έκδοση πράσινου ομολόγου. Το έκανε με επιτυχία ο Ντράγκι στην Ιταλία, εξασφαλίζοντας 8 δισ. ευρώ για πράσινες επενδύσεις, και πρόκειται να το κάνει και ο Σάντσεθ στην Ισπανία.
Με τον τρόπο αυτόν θα περιορίζαμε την εξάρτησή μας από την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και τις όποιες καθυστερήσεις της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών και θα μπορούσαμε να κινηθούμε πιο άνετα και πιο γρήγορα στο ζήτημα των πράσινων επενδύσεων.
Το Ελληνικό Δημόσιο θα έπρεπε να έχει εκδώσει το πράσινο ομόλογο το β’ εξάμηνο του 2021.
Το διεθνές περιβάλλον για τα επιτόκια είναι ήδη πιο δύσκολο απ’ ό,τι ήταν το β’ εξάμηνο του 2021 και θα είναι ακόμη πιο δύσκολο το β’ εξάμηνο του 2022. Κατά συνέπεια, η καθυστέρηση στην έκδοση πράσινου ομολόγου κοστίζει ακριβά, ενώ ο τρόπος που διατυπώνει η κυβέρνηση την πρόθεσή της να προχωρήσει στην έκδοση πράσινου ομολόγου δεν ακούγεται ιδιαίτερα δεσμευτικός.
Χρήματα για ΕΣΥ, Παιδεία
Μία άλλη πρόταση είναι η πρόσθετη χρηματοδότηση του ΕΣΥ και της Παιδείας.
Με απόφαση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις απέκτησαν τη δυνατότητα να προσφύγουν σε αυτόν για δανεισμό της τάξης του 2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) με περίπου μηδενικό επιτόκιο. Τα ποσά, στην περίπτωση της Ελλάδας της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών του COVID-19 σε τομείς όπως η Υγεία και η Παιδεία.
Άλλωστε η υποδομή του ΕΣΥ και της Παιδείας πρέπει να ενισχυθεί, ανεξάρτητα από την πορεία της πανδημίας.
Το οικονομικό επιτελείο δεν θεώρησε το περίπου μηδενικό επιτόκιο ιδιαίτερα ελκυστικό, γιατί για ένα μεγάλο διάστημα το Ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν στις διεθνείς αγορές με συγκρίσιμο, εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο. Σήμερα όμως επικρατεί διεθνώς τάση ανόδου των επιτοκίων, γι’ αυτό και το πρόσφατο δεκαετές ομόλογο του Ελληνικού Δημοσίου είχε επιτόκιο της τάξης του 1,85%.
Επομένως, θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει χρήματα σε ό,τι αφορά το κόστος δανεισμού μας και μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε, αν προσφύγουμε στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Δεύτερον, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και ο επικεφαλής του, Κλάους Ρέγκλινγκ, φοβίζουν τις κυβερνήσεις, με την έννοια ότι μπορεί να ζητήσουν να ρίξουν μια ματιά στα βιβλία προτού βάλουν την υπογραφή τους σε ένα δάνειο με περίπου μηδενικό επιτόκιο.
Δεν είναι τυχαίο ότι καμία κυβέρνηση της Ε.Ε. δεν θέλησε να δανειοδοτηθεί με τόσο ευνοϊκούς όρους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ξεπεράσει τους όποιους δισταγμούς της και να εξασφαλίσει σοβαρή πρόσθετη χρηματοδότηση για τη βελτίωση της υποδομής του ΕΣΥ και της Παιδείας.
Αξίζει να κινηθεί η κυβέρνηση προς αυτή την κατεύθυνση αντί να προβληματίζονται οι πολίτες για την κατάσταση και την προοπτική του ΕΣΥ και της Παιδείας.
Μικρό και ευέλικτο
Το μικρό και ευέλικτο κυβερνητικό σχήμα, αποτελεί αταλύτη για την αποτελεσματική διαχείριση του δημόσιου χρήματος.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια κινηθήκαμε στην αντίθετη κατεύθυνση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε το πολυπληθέστερο υπουργικό συμβούλιο που είχαμε ποτέ, ενώ και η διόγκωση του Μαξίμου έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της. Δεν λειτουργεί όπως την εποχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη σαν ένας μηχανισμός που υποστηρίζει τον πρωθυπουργό στη σχέση του με την κυβέρνηση, αλλά σαν μία υπερ-κυβέρνηση που αφαιρεί αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες από το πολυπληθές υπουργικό συμβούλιο.
Η πανδημία λειτούργησε διεθνώς σαν δημοσιονομικό άλλοθι για τις κυβερνήσεις, να αυξήσουν ανεξέλεγκτα τις δημόσιες δαπάνες. Είναι φανερό ότι σε ορισμένους τομείς όπως η Υγεία όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά επιβάλλεται η σημαντική αύξηση των δαπανών.
Δυστυχώς δεν γίνονται σοβαρές προσπάθειες ελέγχου των δημοσίων δαπανών σε τομείς που δεν επηρεάζονται από την πανδημία, ενώ συνεχίζονται μαζικοί διορισμοί, η επέκταση της γραφειοκρατίας και χειρισμοί υψηλού δημοσιονομικού κόστους που θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί.
Η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στην Ε.Ε. των «27» στις δημόσιες δαπάνες, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, μετά τη Γαλλία. Θα έπρεπε να ήμαστε πολύ πιο προσεκτικοί, γιατί έχουμε ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 200% επί του ΑΕΠ και δημοσιονομικό έλλειμμα, για δεύτερη χρονιά, της τάξης του 9%-10% του ΑΕΠ.
Το σχετικά χαμηλό επίπεδο της διοίκησης και η χαμηλή ποιότητα αρκετών από τις υπηρεσίες που προσφέρει το κράτος και τα παρακλάδια του δεν δικαιολογούν τόσο υψηλό επίπεδο δημοσίων δαπανών.
Επιπλέον, συνεχίστηκε –λόγω πανδημίας– η αποδυνάμωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, ο οποίος θα κληθεί μαζί με τους φορολογούμενους πολίτες να σηκώσει τα νέα μεγάλα δημοσιονομικά βάρη.
Δεν υπάρχει σοβαρή πιθανότητα επιστροφής στην περίοδο των μνημονίων. Παρόλα αυτά οι διορθώσεις και οι προσαρμογές πρέπει να γίνονται έγκαιρα με πρωτοβουλία της Αθήνας, αντί να επιβάλλονται καθυστερημένα από τις Βρυξέλλες, χωρίς να λαμβάνουν πάντα υπόψη τους ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας.
Η πανδημία
Η ευρωπαϊκή μέθοδος αντιμετώπισης της πανδημίας ήταν αρκετά πρόχειρη και εξέθετε τη δημόσια Υγεία σε σοβαρούς κινδύνους.
Ίσως έπρεπε να υπάρξει αυστηρότερη προσέγγιση στο θέμα των μέτρων, αξιοποιώντας και την εμπειρία χωρών όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, η Σιγκαπούρη, η Νέα Ζηλανδία και η Αυστραλία.
Αρχικά η Ελλάδα είχε από τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε. Με το πέρασμα του χρόνου έπεσαν οι επιδόσεις μας ακόμη και στο προβληματικό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Από τον Νοέμβριο του 2020 κινούμαστε ολοένα και πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και το τελευταίο διάστημα έχουμε από τις χειρότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά στις εισαγωγές στις ΜΕΘ και στους θανάτους, σε σχέση με τον πληθυσμό.
Eίναι σαφές πως ο κόσμος δεν αντέχει άλλο σκληρά, περιοριστικά μέτρα. Είναι σαφές πως ούτε θα εφαρμόζονταν από τους πολίτες, ούτε φυσικά η κυβέρνηση θα επωμιζόταν το πολιτικό κόστος εάν δεν ήταν απαραίτητο.
Συνεπώς στο πλαίσιο της πανδημίας περισσότερο θα κινούμαστε με γνώμονα τη διαχείριση των δεδομένων όπως εμφανίζονται με την ελπιδα να ακολουθήσει τη φυσική της εξέλιξη και να ατονήσει.