Όσοι έχουν έστω και μια μικρή κατάθεση στην τράπεζα κερδίζουν μηδενικά επιτόκια, ενώ ταυτόχρονα χάνουν από τον πληθωρισμό. Αυτό δεν αφορά όλους τους καταθέτες, καθώς το 72% δεν έχει στην άκρη ούτε 1.000 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΤΕΚΕ. Αφορά στο υπόλοιπο περίπου 28% που κατέχει το 92% των συνολικών καταθέσεων ιδιωτών που ξεπερνούν τα 135 δισ. ευρώ.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η απώλεια από τον πληθωρισμό πρακτικά συνδέεται με τη μείωση της αγοραστικής δύναμης. Έαν για παράδειγμα σήμερα έχουμε διαθέσιμα 100 ευρώ και μπορούμε να αγοράσουμε αγαθά 100 ευρώ, σε έναν χρόνο, με πληθωρισμό 3%, θα μπορούμε να αγοράσουμε τα ίδια αγαθά με 103 ευρώ. Αν δεν έχουμε αυξήσει τα αρχικά 100 ευρώ σε 103 ευρώ (και μείναμε με τα 100 ευρώ), τότε δεν θα μπορούμε να τα αγοράσουμε ή θα αναγκαστούμε να αγοράσουμε λιγότερα από τα αγαθά αυτά κατά 3 ευρώ. Στην πραγματικότητα τα 100 ευρώ σήμερα έγιναν 97 σε έναν χρόνο (από πλευράς αγοραστικής δύναμης).
Απώλειες 4 δισ. ευρώ
Με την υπόθεση ότι ο πληθωρισμός το 2022 θα διαμορφωθεί στο 3%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, οι συνολικές απώλειες από τις καταθέσεις των νοικοκυριών σε ένα χρόνο εκτιμώνται σε 4 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σχεδόν στη μισή καθαρή αύξηση των αποταμιεύσεων το 2021.
Διστακτικοί καταθέτες
Τα μηδενικά επιτόκια δημιουργούν την τάση αναζήτησης υψηλότερων αποδόσεων. Ωστόσο, η πλειονότητα των καταθετών (αυτών που έχουν υπόλοιπα άνω των 50.000 ευρώ) παραμένει ακόμα διστακτική. Μιλώντας με εξειδικευμένα στελέχη, οι περισσότεροι ακόμα προτιμούν να βλέπουν τα χρήματά τους στο ταμιευτήριο και να χάνουν από τον πληθωρισμό παρά να πάρουν οποιοδήποτε ρίσκο για άλλα επένδυση, όπως ένα αμοιβαίο κεφάλαιο χαμηλού ρίσκου.
Γιώργος Βαρελτζίδης
Σύμφωνα με τον κ. Γιώργο Βαρελτζίδη, Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή της Eurobank και Επικεφαλής Γενικής Διεύθυνσης Ιδιωτών της Τράπεζας, η δυσπιστία αυτή οφείλεται κυρίως σε τρεις λόγους:
Πρώτον, η συσσώρευση αποταμιεύσεων και πλούτου παρατηρείται στις μεγαλύτερες ηλικίες, δηλαδή άνω των 65-70 ετών. Οι ηλικίες αυτές έχουν ακόμα νωμές τις αρνητικές μνήμες από την κατάρρευση του ελληνικού Χρηματιστηρίου το 1999 και της 10ετούς κρίσης που ακολούθησε από το 2008 και μετά. Δηλαδή είναι δικαιολογημένη η απώλεια εμπιστοσύνης όταν ακούν για μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια, κλπ.
Δεύτερον, ο μέσος Έλληνας καταθέτης κρίνει βάσει των εμπειριών και των δεδομένων στην Ελλάδα, αγνοώντας τις προοπτικές ή τις θετικές εξελίξεις και τις υψηλές αποδόσεις σε άλλες αγορές.
Η ενημέρωση
Όπως εξηγεί ο κ. Βαρελτζίδης, η Eurobank ήταν από τις πρώτες τράπεζες που ξεκίνησε με βασικό εργαλείο την ενημέρωση για εναλλακτικές μορφές αποταμίευσης, χαμηλού ρίσκου, ακόμα και με σταδιακές καταβολές, με λύσεις προσαρμοσμένες στο προφίλ ρίσκου του κάθε πελάτη, στις ανάγκες του, τους στόχους του, την οικογενειακή του κατάσταση, κλπ. Σταδιακά, όπως συμπληρώνει ο κ. Βαρελτζίδης, παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των ποσοστών που προσθέτει εναλλακτικές μορφές επένδυσης στις καταθέσεις του.
Οι τέσσερις συστημικές
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμόδιων στελεχών από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, δηλαδή Eurobank, Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς, τα ποσοστά της πελατείας τους με καταθέσεις άνω των 50.000 ευρώ που έχουν μετακινηθεί και προς εναλλακτικές μορφές (πχ χαμηλού ρίσκου αμοιβαία κεφάλαια) έχουν διπλασιαστεί την τελευταία διετία. Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε το 2021. Γενικά, εκτιμάται ότι το 2019 ήταν τοποθετημένο και σε άλλα αποταμιευτικά προϊόντα γύρω στο 5% των καταθετών (με υπόλοιπα άνω των 50.000 ευρώ), το 2020 αυξήθηκε γύρω στο 6-7% και το 2021 στο 15%. Τα ποσοστά αυτά είναι αρκετά χαμηλά αν ληφθούν υπόψη τα αντίστοιχα άλλων δεκαετιών που σε ορισμένες τράπεζες ξεπερνούσαν το 60-65%.
Αμοιβαία κεφάλαια
Πράγματι, τα στοιχεία από την Ένωση Θεσμικών Επενδυτών και από την Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος επιβεβαιώνουν τη δυστακτική αυτή μετακίνηση. Το 2021, οι καθαρές εισροές σε όλα τα αμοιβαία κεφάλαια ήταν μόλις 157 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 100 εκατ. αφορούσαν σε μικτά. Ένδειξη για κύρια προτίμηση σε μέτριο ρίσκο. Το 2021 οι εισροές εκτινάχθηκαν σε 2,4 δισ. ευρώ. Και το 2021, το 1,5 δισ. από 2,4 δισ. αφορούσε σε μικτά αμοιβαία κεφάλαια, ενώ εμφανίστηκαν 0,5 δισ. σε ελληνικά ομολογιακά. Δηλαδή 2 δισ. τοποθετήθηκαν σε χαμηλού έως μέτριου ρίσκου.
Ασφάλειες
Στην ασφαλιστική αγορά, το 2021 εισέρρευσαν 400 εκατ. ευρώ σε ασφαλιστικά προϊόντα συνδεδεμένα με επενδύσεις και το ποσό αυτό το 2021 πρόκειται να ξεπεράσει τα 600 εκατ. ευρώ, αφού μέχρι τέλη Νοεμβρίου είχε φτάσει τα 574 εκατ. ευρώ. Δηλαδή, στη διετία, σε τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα που συνδυάζουν αποταμίευση εισέρρευσε 1 δισ. ευρώ.
Τόσο το 1 δισ. στην ασφαλιστική αγορά όσο κατά 2,4 δισ. στα αμοιβαία κεφάλαια είναι αρκετά λιγότερα από τα 19 δισ. ευρώ που ήταν η καθαρή αύξηση των καταθέσεων για τα νοικοκυριά.
Σημειώνεται ότι τα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνουν επιχειρήσεις και τον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, όπως ασφαλιστικές επιχειρήσεις, επενδυτικές εταιρείες, χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, κλπ, καθώς η κατάθεση από το νοικοκυριό σε ένα αμοιβαίο μπορεί να μην έδειχνε καμία μεταβολή σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος.