Η καλύτερη επιλογή για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Ουκρανία είναι ο αμυντικός εξοπλισμός της χώρας και η υποστήριξη της από τη Δύση – αλλά μένοντας εκτός ΝΑΤΟ.
Ορισμένες φορές τα αφηγήματά μας που έχουν στόχο να κερδίσουμε έναν πόλεμο οδηγούν στην απώλεια της ειρήνης. Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν ότι η κυβέρνηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν ήταν εξίσου υπεύθυνη με τους τρομοκράτες της Αλ Κάιντα που πραγματοποίησαν το πλήγμα. Έτσι, προσπάθησαν επί 20 χρόνια να κρατήσουν τους Ταλιμπάν μακριά από την εξουσία, μόνο και μόνο για να τους παραχωρήσουν τελικά τον έλεγχο όλης της χώρας.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Το αφήγημα που λέμε σήμερα στους εαυτούς μας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία ενέχει επίσης κινδύνους. Από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, πέρυσι, η συζήτηση στις πρωτεύουσες της Δύσης σχετικά με τις αιτίες της σύρραξης καταλήγουν σε ένα βασικό συμπέρασμα: η Ρωσία πήρε τα όπλα αποκλειστικά και μόνο ορμώμενη από τις επιθετικές και ιμπεριαλιστικές βλέψεις της, ενώ οι πολιτικές της Δύσης, όπως η πολυετής επέκταση του ΝΑΤΟ, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο.
Όταν το NATO σταθμίσει την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στη Συμμαχία, στη σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί στο Βίλνιους της Λιθουανίας τον επόμενο μήνα, πρέπει να παραδεχθεί ότι οι αιτίες του πολέμου είναι πιο περίπλοκες από ό,τι υποστηρίζει το εν λόγω δημοφιλές αφήγημα. Χωρίς αμφιβολία, η Ρωσία διαπράττει μια φρικτή, αδικαιολόγητη επίθεση κατά της Ουκρανίας, και οι ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της Μόσχας έχουν βαθιές ρίζες.
Αλλά, εν μέρει λόγω αυτών των φιλοδοξιών οι ηγέτες της Ρωσίας αντιδρούν και στην επέκταση του ΝΑΤΟ. Η ένταξη της Ουκρανίας στη Συμμαχία δεν θα βάλει φρένο σε αυτές τις φιλοδοξίες, παρότι θα θέσει τη χώρα υπό την “προστασία” των ΗΠΑ και πυρηνικών δυνάμεων. Η καλύτερη επιλογή για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Ουκρανία είναι να εξοπλιστεί η χώρα επαρκώς και να συνεχίσει να υποστηρίζεται από τη Δύση, παραμένοντας όμως εκτός του ΝΑΤΟ.
Από την πρώτη στιγμή της εισβολής, μια “χορωδία” νυν και πρώην Αμερικανών αξιωματούχων επιμένει -όπως έγραψε στο Twitter και ο πρώην πρέσβης στη Ρωσία, Μάικλ ΜακΦολ- ότι “αυτός ο πόλεμος δεν σχετίζεται με την επέκταση του ΝΑΤΟ”. Κατά τη γνώμη τους, η εισβολή είναι απόρροια, κυρίως, των ιδεοληψιών της Ρωσίας. Κατά μια εκδοχή, ο Αυταρχικός Πούτιν θέλει να καταστρέψει κάθε ψήγμα Δημοκρατίας κοντά στο κατώφλι του, μην τυχόν και οι Ρώσοι απαιτήσουν ανάλογες ελευθερίες. Κατά μια άλλη, ο Ιμπεριαλιστής Πούτιν θέλει να αποκαταστήσει τη ρωσική αυτοκρατορία προσαρτώντας εδάφη. Όπως και να ‘χει, οι κινήσεις της Δύσης έπαιξαν μηδαμινό ρόλο.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα το δουν τόσο απλοϊκά. Ακόμη και οι τύραννοι δεν δρουν αναίτια. Η εισβολή στην Ουκρανία, τη δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Ευρώπης, ενέχει τεράστιο κόστος και κινδύνους για τον κ. Πούτιν. Πριν επιτεθεί στο Κίεβο, ήταν ήδη για περισσότερο από δύο δεκαετίες ηγέτης της Ρωσίας, αρχικά συμπλέοντας και μετά πηγαίνοντας κόντρα στη Δύση.
Η άρνηση οποιουδήποτε ρόλου στα της Δύσης υποκρύπτει αυτό που οι ψυχολόγοι χαρακτηρίζουν ως “θεμελιώδες σφάλμα στην απόδοση αιτιών”: ήτοι την τάση να αποδίδεται η συμπεριφορά των άλλων στη φύση τους και όχι στις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν.
Είναι αρκετά τα στοιχεία που συνηγορούν στην άποψη ότι η επί χρόνια διεύρυνση του NATO προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Μόσχας και κατέστησε πιο ευάλωτη την Ουκρανία. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Μόσχα ήθελε να σταματήσει η επέκταση του NATO, που ξεκίνησε ως αντισοβιετική στρατιωτική συμμαχία, και να μειωθεί η σημασία του. Αντ’ αυτού, όμως, οι χώρες της Δύσης αναβάθμισαν το ΝΑΤΟ και το κατέστησαν κυρίαρχο πυλώνα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ξεκινώντας μάλιστα μια διαρκή διαδικασία επέκτασης προς Ανατολάς.
Μάλιστα, όπως είχε επισημάνει και η πρώην υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μαντλίν Ολμπράιτ, παρότι οι Ρώσοι “αντιτάσσονταν σφόδρα στη διεύρυνση”, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους συνέχισαν την επέκταση, ελπίζοντας ότι οι διαφωνίες θα εξομαλυνθούν με την πάροδο του χρόνου.
Ο χρόνος, όμως, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ενώ το ΝΑΤΟ ισχυριζόταν ότι δεν εστιάζει σε καμία χώρα, καλωσόριζε κράτη τα οποία ξεκάθαρα -και εύλογα- αναζητούσαν προστασία απέναντι στη Ρωσία.
Η Ρωσία, από την πλευρά της, δεν σταμάτησε ποτέ να διεκδικεί μια “ζώνη επιρροής” στον πρώην σοβιετικό χώρο, όπως το είχε θέσει ρητά ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν το 1995. Παρότι η Ουκρανία δεν επεδίωξε την ένταξή της στο NATO αμέσως μετά την ανεξαρτησία της το 1991, η στάση της άλλαξε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ιδίως μετά την ανάμειξη της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές της χώρας το 2004.
Εκείνη τη χρονιά, το NATO ενέταξε στις τάξεις του επτά νέα μέλη, μετά των οποίων και τις τρεις Βαλκανικές χώρες, αφήνοντας την Ουκρανία, και μερικές ακόμη χώρες, εγκλωβισμένη σε μια στενή ζώνη μεταξύ της δυτικής συμμαχίας και μιας δυσαρεστημένης πρώην αυτοκρατορίας.
Καθώς, όμως, οι εσωτερικές διαμάχες στην Ουκρανία εμπλέχθηκαν στην αναζωπυρούμενη κόντρα Ανατολής και Δύσης, η χώρα επεδίωξε να ενταχθεί στο NATO και βρήκε έναν ισχυρό υποστηρικτή: τον τότε Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο.
Εν όψει της συνόδου του NATO το 2008, ο κ. Μπους ήθελε να ανοίξει και επίσημα τον δρόμο για την ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας στη Συμμαχία, μέσω του Ενταξιακού Σχεδίου Δράσης. Πριν από τη σύνοδο, ο Ουίλιαμ Μπερνς, νυν διευθυντής της CIA και τότε πρέσβης των ΗΠΑ στη Ρωσία, προειδοποίησε ότι μια τέτοια κίνηση θα είχε “θανατηφόρες επιπτώσεις”.
“Η είσοδος της Ουκρανίας στο NATO είναι η πλέον κρίσιμη κόκκινη γραμμή για τη ρωσική ελίτ (όχι μόνο για τον Πούτιν)”, συμβούλεψε ο κ. Μπερνς. Προέβλεψε ειδικότερα ότι η απόπειρα ένταξης της Ουκρανίας στο NATO “θα δημιουργούσε γόνιμο έδαφος για την ανάμειξη της Ρωσίας στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία”. Κι άλλοι ανώτεροι αξιωματούχοι του τομέα πληροφοριών των ΗΠΑ, όπως η Φιόνα Χιλ, προέβησαν σε ανάλογες προειδοποιήσεις.
Ωστόσο, ο κ. Μπους απτόητος συνέχισε να προωθεί το σχέδιό του, στο οποίο όμως αντιτίθεντο ευρέως οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι της Αμερικής. Στο τέλος, κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό: το NATO διακήρυξε ότι η Ουκρανία και η Γεωργία “θα γίνουν μέλη” της συμμαχίας, αλλά δεν ξεκίνησε η επίσημη διαδικασία ένταξης.
Ήταν μια παράδοξη λύση, που προκαλούσε τη Ρωσία χωρίς να διασφαλίζει την Ουκρανία. Ωστόσο, οι ηγέτες του NATO συνέχισαν να την επαναλαμβάνουν επίμονα, ακόμη και κατά την τελευταία σύνοδο κορυφής πριν από την εισβολή της Ρωσίας, το 2022.
Η Ουκρανία σταμάτησε τις προσπάθειες ένταξης στο NATO το 2010, όταν ο φιλορώσος Βίκτορ Γιανουκόβιτς εξελέγη πρόεδρος. Μετά την εξέγερση που οδήγησε στη φυγή του Γιανουκόβιτς από τη χώρα το 2014, ο κ. Πούτιν φοβήθηκε ότι οι νέοι ηγέτες της Ουκρανίας θα υιοθετήσουν πιο φιλική προς τη Δύση στάση, και προχώρησε άμεσα στην προσάρτηση της Κριμαίας.
Προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτήν την κίνηση για να αποσπάσει ανταλλάγματα από το Κίεβο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, η επιθετικότητα της Ρωσίας οδήγησε τους Ουκρανούς πιο κοντά στη Δύση. Η Ουκρανία μάλιστα κατοχύρωσε το αίτημά της για ένταξη στο NATO στο Σύνταγμά της, το 2019. Έτσι, κι αφού ο κ. Πούτιν απέτυχε μέχρι το 2002 να εμποδίσει την Ουκρανία να αποδεσμευτεί από το “άρμα” της Ρωσίας, διέταξε τον στρατό του να προελάσει προς το Κίεβο.
Ανεξαρτήτως του πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος, ο κίνδυνος επανάληψης της ιστορίας είναι μεγάλος. Από το 2014, το NATO έχει αποδείξει ότι δεν επιθυμεί να συγκρουστεί με τη Ρωσία για την Ουκρανία.
Στην περίπτωση, όμως, που η Ουκρανία γίνει μέλος και η Ρωσία εισβάλει ξανά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα υπόλοιπα μέλη του NATO θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα προχωρήσουν στον “Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο”, όπως χαρακτήρισε εύστοχα ο πρόεδρος Μπάιντεν μια ευθεία σύγκρουση με τη Ρωσία, ή εάν θα αρνηθούν να υπερασπιστούν την Ουκρανία, διαρρηγνύοντας με αυτόν τον τρόπο την εγγύηση ασφάλειας σε όλα τα μέλη της Συμμαχίας.
Οποιαδήποτε λύση για διαρκή ειρήνη πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις περίπλοκες σχέσεις. Όταν θα διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα πρέπει να βάλει ξανά στο τραπέζι την πρόταση που φέρεται να είχε κάνει η Ουκρανία πέρυσι τον Μάρτιο, ότι θα σταματήσει την προσπάθεια ένταξης στο NATO.
Αντίθετα, μια μεταπολεμική Ουκρανία, όπως είχε προτείνει ο κ. Ζελένσκι, θα πρέπει να υιοθετήσει το “ισραηλινό μοντέλο”, ήτοι να φτιάξει έναν μεγάλο, τεχνολογικά εξελιγμένο στρατό και μια ισχυρή αμυντική βιομηχανία με ευρεία εξωτερική βοήθεια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, θα πρέπει να χαράξει τάχιστα έναν δρόμο ένταξης της Ουκρανίας στο μπλοκ προκειμένου να μπορέσει να προσελκύσει επενδύσεις για την ανοικοδόμησή της. Αυτή η εξέλιξη θα παρείχε στη χώρα εγγυήσεις ασφαλείας, οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχυθούν περαιτέρω μέσω της δέσμευσης των ΗΠΑ και άλλων χωρών που δεν ανήκουν στην Ε.Ε. για παροχή υλικής υποστήριξης σε περίπτωση περαιτέρω επιθετικότητας.
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η Ρωσία πιθανότατα θα αντιταχθεί επίσης στην ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. ή σε κάποιον άλλο δυτικό θεσμό. Αλλά η Μόσχα είναι πιο πιθανό να ανεχθεί την ένταξη της Ουκρανίας στην Ε.Ε. παρά στο αμερικανοκυριαρχούμενο ΝΑΤΟ. Θα είναι ακόμη ευκολότερο δε, εάν οι χώρες της Ευρώπης πρωτοστατήσουν στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας, καθώς θα ελαχιστοποιηθεί η πεποίθηση του κ. Πούτιν ότι οι Αμερικανοί περικυκλώνουν τη χώρα του και κινούν όλα τα νήματα.
Η Ουκρανία έχει ανάγκη ένα όραμα πραγματικής νίκης -ενός ευημερούντος, δημοκρατικού και ασφαλούς μέλλοντος- όχι την Πύρρειο νίκη του Νατοϊκού ονείρου και των ρωσικών εισβολών. Οι διεθνείς εταίροι πρέπει να ξεκινήσουν να χτίζουν αυτό το όραμα από το καλοκαίρι. Είναι καιρός να μπούμε σε μια λιγότερο προπαγανδιστική φάση του δημόσιου διαλόγου, όπου τα μαθήματα του παρελθόντος διαμορφώνουν το μέλλον.
Όσο κι αν δικαιολογεί κανείς τη διεύρυνση του NATO μέχρι σήμερα, είναι θετικό ότι η Ουκρανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν ακόμη περιθώριο να επηρεάσουν την αντίδραση της Ρωσίας και να μην καταστούν απλώς “όμηροι” των σκοτεινών βλέψεων της Μόσχας. Θα πρέπει όμως να λάβουν αυτές τις πολύ δύσκολες αποφάσεις με καθαρό μυαλό.
* Ο Stephen Wertheim είναι ανώτερο στέλεχος στο American Statecraft Program του Carnegie Endowment for International Peace και λέκτορας στη Νομική Σχολή του Yale και στο Catholic University. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Tomorrow, the World: The Birth of U.S. Global Supremacy”.