Eλληνοτουρκικά | US-Turkey relations will remain crisis-ridden for a long time to come

Eλληνοτουρκικά | US-Turkey relations will remain crisis-ridden for a long time to come
Supporters of Turkish President Tayyip Erdogan wave national flags ahead of a meeting of the president with NATO Secretary General Jens Stoltenberg, in Brussels, Belgium March 9, 2020. REUTERS/Johanna Geron Eλληνοτουρκικά | US-Turkey relations will remain crisis-ridden for a long time to come

Οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία παρουσιάζουν μία μακροχρόνια ιστορική πολυπλοκότητα, χωρίς να παρουσιάζεται κάποια εποχή ακμής. Ακόμα και με αυτή την παραδοχή, οι σχέσεις τα τελευταία χρόνια είναι εξαιρετικά κακές.

Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!

Τα παραπάνω αναφέρει άρθρο του Galip Dalay στην ιστοσελίδα της σημαντικής δεξαμενής σκέψης Brookings. Τίτλος του κειμένου: US-Turkey relations will remain crisis-ridden for a long time to come (Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας θα παραμείνουν σε κρίση για πολύ καιρό ακόμη)

Σημειώνει μεταξύ των άλλων:

Συνεχείς κρίσεις, ένα μη λειτουργικό πλαίσιο συνεργασίας και μία αποκλίνουσα αντίληψη των απειλών, έχουν επιδεινώσει τους δεσμούς των δύο χωρών.

Παρά τα θετικά μηνύματα της Άγκυρας, εσχάτως, οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση γενικότερα, αναμένεται να επιδεινωθούν καθώς η προσπάθεια της Τουρκίας να μειώσει την εξάρτησή της από τη Δύση αλλά και η αποκλίνουσα αντίληψη μεταξύ των δύο πλευρών για το τι σημαίνει «επανέναρξη» αναμένεται να φέρει τις δύο πλευρές ενώπιον δύσκολων διλημμάτων.

Όσον αφορά τη σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας, οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται διαφορετικά τόσο τις γεωπολιτικές εξελίξεις όσο και το ρόλο της Τουρκίας στο υπό διαμόρφωση νέο κόσμο και στην κλιμακούμενη αντιπαράθεση των μεγάλων δυνάμεων, των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Ρωσία.

Στο πλαίσιο αυτό, σε μία ρεαλιστική προσέγγιση, οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα πρέπει να εγκαταλείψουν αντιλήψεις του παρελθόντος για μία στρατηγική συμμαχία ή μία ιδανική εταιρική σχέση και να επιδιώξουν τη διαμόρφωση μίας νέας σχέσης που θα είναι συναλλακτική και θα βασίζεται σε σαφείς στόχους και θα έχει σαφή όρια.

Η στρατηγική αυτονομία της χώρας, ως επικρατούσα αντίληψη στην πολιτική ελίτ της Τουρκίας σήμερα, σημαίνει ουσιαστικά αυτονόμηση από τα δεσμά που επέβαλε η δυτικόστροφη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο όμως σημαίνει ότι οι ΗΠΑ και η Τουρκία θα βρίσκονται σε μία συνεχή αντιπαράθεση.

Πέντε κρίσεις που έθεσαν σε δοκιμασία τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ στο παρελθόν φαίνεται ότι θα είναι και στην ατζέντα της νέας Διοίκησης του προέδρου Τζο Μπάιντεν. Η αγορά των S-400 από την Τουρκία και οι παρεπόμενες κυρώσεις, οι Κούρδοι της Συρίας, η κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο, η υπόθεση Halkbank με την οποία η τουρκική τράπεζα κατηγορείται για παραβίαση των κυρώσεων έναντι του Ιράν, αλλά και η οπτική Biden περί οπισθοδρόμησης της Δημοκρατίας στην Τουρκία, είναι πέντε κρίσιμα ζητήματα που εξακολουθούν να δοκιμάζουν τις σχέσεις των δύο χωρών.

Κατά τη διάρκεια της ακρόασής του στη Γερουσία, ο νέος ΥΠΕΞ των ΗΠΑ, Antony Blinken χαρακτήρισε την Τουρκία ως «αποκαλούμενο στρατηγικό εταίρο», μία ενδεικτική αναφορά για τη διάθεση της νέας Διοίκησης έναντι της Τουρκίας.

Από την άλλη πλευρά, σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις στην Τουρκία, η κοινή γνώμη κατατάσσει τις ΗΠΑ στην πρώτη θέση των χωρών που απειλούν την εθνική ασφάλεια της Τουρκίας. Αντίθετα από τις σχέσεις της Ευρώπης με την Τουρκία, οι σχέσεις των ΗΠΑ με αυτή, βασίζονται σε ένα μόνο θέμα: την εταιρική σχέση ασφάλειας η οποία διαμορφώθηκε στον πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.

Ωστόσο, σήμερα, η γεωπολιτική απορρύθμιση και η αποκλίνουσα αντίληψη για το τι σημαίνει απειλή, αποτελούν τα κυρίαρχα στοιχεία των σχέσεων αυτών, και όπως δείχνει η μακροχρόνια τριβή της Τουρκίας με την Κεντρική Διοίκηση ( Central Command , CENTCOM ) των ΗΠΑ στη Συρία, οι στρατιωτικές σχέσεις των δύο χωρών γίνονται όλο και περισσότερο κακές.

Η προμήθεια των ρωσικών S -400 από την Τουρκία -κάτι που σύμφωνα με πολλούς στη Δύση δείχνει την απομάκρυνση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ- δεν γίνεται μόνο για λόγους άμυνας αλλά ενέχει και γεωπολιτικά στοιχεία.

Η επιλογή αυτή έχει ενισχύσει τις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας, ιδιαίτερα στη Συρία. Αν και η Ρωσία δεν έχει προβεί στην μεταφορά τεχνολογίας προς την Τουρκία όσον αφορά το σύστημα των S -400, η Τουρκία προχώρησε στην αγορά του. Κάτι που ανησυχεί έντονα την Ουάσιγκτον, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για αγορά ρωσικών όπλων και από άλλου εταίρους της, όπως είναι η Ινδία.

Επίσης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα αντιλαμβάνονται τις διεθνείς σχέσεις με αποκλίνουσα προσέγγιση. Καθώς οι ΗΠΑ θεωρούν την Κίνα ως συστημικό αντίπαλο και οι σχέσεις με την Ρωσία αναμένεται να γίνουν πιο ταραχώδεις, η κυβέρνηση ΑΚΡ-ΜΗΡ της Τουρκίας, πιστεύει ότι το τρέχον διεθνές σύστημα δεν είναι δυτικο-κεντρικό όπως ήτανε και γι’ αυτό, η Τουρκία, θα πρέπει να ακολουθήσει τα συμφέροντά της μέσω μίας περισσότερο ποικιλόμορφης, γεωστρατηγικά, εξισορροπημένης δράσης.

Αυτή η θεώρηση των διεθνών σχέσεων από την Τουρκία μπορεί να φαίνεται ανώμαλη για την Ουάσιγκτον, αλλά για τη συμμαχική κυβέρνηση της Άγκυρας, γίνεται αντιληπτή, ως μία προσαρμογή στη νέα κανονικότητας της παγκόσμιας πολιτικής. Και η θεώρηση αυτή, δεν αναμένεται να αλλάξει κατά τη διάρκεια της Διοίκησης Biden .

Ωστόσο, στην πράξη, αυτή η νεφελώδης θεώρηση σημαίνει ουσιαστικά την μείωση της εξάρτησης της Τουρκίας από τη Δύση, χωρίς να οδηγεί στην αυτόνομη, ανεξάρτητη, δράση της στη διεθνή κονίστρα. Για παράδειγμα, η Τουρκία επιδεικνύει μειωμένο ενδιαφέρον έναντι της «στρατηγικής αυτονομίας» της σε σχέση με την Κίνα και την Ρωσία.

Η κυβέρνηση Erdogan, έχει μείνει σχεδόν σιωπηλή έναντι της κινεζικής καταδίωξης των Μουσουλμάνων Ουιγούρων προκειμένου να μην εναντιωθεί στην Κίνα.

Επιδεικνύει, την ίδια εξαιρετική προσοχή προκειμένου να μην εναντιωθεί στις ευαισθησίες και τις κόκκινες γραμμές της Ρωσίας. Οι στάσεις αυτές, αποτελούν ένα παράδοξο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Επιδιώκοντας να μειώσει την εξάρτησή της από τη Δύση, έχει οδηγηθεί στην αύξηση της εξάρτησής και της τρωτότητας της έναντι της Κίνας και της Ρωσίας.

Μία άλλη εκδήλωση των θεμελιωδών διαφορών μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας είναι η αντίληψη του τι σημαίνει «επανεκκίνηση» των σχέσεων των δύο χωρών.

Για τη νέα Διοίκηση Biden -η οποία θα δώσει έμφαση στην ενίσχυση των συμμαχιών, των θεσμών και της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης- μία επανεκκίνηση σημαίνει ότι η Τουρκία θα αντιστρέψει την πορεία των σχέσεων της με την Κίνα και τη Ρωσία, εγκαταλείποντας τους S -400 και επιστρέφοντας στο ΝΑΤΟ και τη Δύση.

Αντίθετα, για την κυβέρνηση Erdogan , μία επανεκκίνηση σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα αντιληφθούν τη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στην γειτονιά της Τουρκίας, αλλά και τον ρόλο της Τουρκίας σε αυτή, και τις ευρύτερες αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις. Θα σήμαινε δηλαδή ότι η Άγκυρα δεν θα αλλάξει κατ’ ουσία, την πορεία των σχέσεων της με την Ρωσία και την Κίνα.

Με άλλα λόγια, καθώς ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων συνεχίζει να κλιμακώνεται, ενώ οι ΗΠΑ αναμένουν μία μεγαλύτερη συνοχή και αλληλεγγύη εντός του δυτικού συνασπισμού, η Τουρκία στοιχηματίζει σε ένα είδος εξισορροπητικής δράσης μεταξύ των δυνάμεων αυτών.

Αν και φαίνεται σαφώς ότι οι δύο πλευρές έχουν διαφορετική αντίληψη, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να οδηγηθούν και στη ρήξη. Η εξεύρεση μίας μέσης οδού φαίνεται δυνατή. Αυτή η μέση οδός, θα πρέπει να ξεχάσει την παλαιότερη αντίληψη μίας στρατηγικής συμμαχίας ή μίας ιδανικής εταιρικής σχέσης, καθώς μία τέτοια αντίληψη δημιουργεί ρήγματα μεταξύ των προσδοκιών και της πραγματικότητας, με επακόλουθο, την απογοήτευση μεταξύ των δύο πλευρών.

Οι γεωπολιτικές προτεραιότητες και εκείνες της ασφάλειας μεταξύ των δύο πλευρών, αποκλίνουν σημαντικά, και γι’ αυτό θα πρέπει να μειώσουν τις προσδοκίες τους ο ένας έναντι του άλλου. Η μορφή της νέας σχέσης τους θα πρέπει να είναι περισσότερο συναλλακτική, έχοντας σαφείς στόχους και όρια. Σε αυτό το στάδιο, υπάρχουν περιορισμένα περιθώρια προόδου στους προαναφερθέντες πέντε τομείς διαφωνίας των δύο χωρών.

Μια αμοιβαία αποδεκτή φόρμουλα στους S-400 είναι απίθανο να βρεθεί σύντομα και το ζήτημα αυτό αναμένεται να προκαλεί μακροχρόνια τριβή στις σχέσεις των δύο χωρών. Σ

την Ανατολική Μεσόγειο, στην καλύτερη περίπτωση, η κρίση μπορεί να παγώσει, πράγμα που σημαίνει την έναρξη διμερών συνομιλιών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, αποφεύγοντας οι δύο πλευρές την αποστολή πλοίων σε διαφιλονικούμενα ύδατα για έρευνες.

Επιπλέον, στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι πιθανό να δούμε έναν μεγαλύτερο συντονισμό πολιτικών μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης.

Το μέλλον της πολιτικής της Τουρκίας έναντι των Κούρδων της Συρίας, συνδέεται στενά με το μέλλον του κυβερνώντος συνασπισμού στην Τουρκία και με τις πολιτικές εξελίξεις σε αυτή.

Όσο ο συνασπισμός Erdogan με το ακροδεξιό MHP παραμένει σε ισχύ, η προοπτική για αλλαγή πολιτικής είναι περιορισμένη. Και η Διοίκηση Biden , πιθανότατα, θα εκφράζεται εντονότερα σε συγκεκριμένες υποθέσεις, με πολιτική σκοπιμότητα, όπως είναι εκείνη του πρώην συμπροέδρου του φιλοκουρδικού HDP Selahattin Demirtaş, του φιλάνθρωπου Osman Kavala και του συγγραφέα Ahmet Altan.

Ομοίως, η υπόθεση Halkbank, θα συνεχίσει να ρίχνει τη σκιά της στις διμερείς σχέσεις. Όλες αυτές οι διαμάχες θα δώσουν μόνιμο χαρακτήρα στις κρίσεις των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας. Ωστόσο, οι δύο χώρες μπορούν να συνεργαστούν σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, όπως στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, όπου υπάρχει μία επικάλυψη των συμφερόντων των δύο πλευρών. Έτσι, πρέπει να τμηματοποιήσουν τις σχέσεις τους.

Στο τρέχον πολιτικό κλίμα, οι ΗΠΑ και η Τουρκία είναι απίθανο να καταφέρουν να επιλύσουν οποιοδήποτε από τα κύρια σημεία διαμάχης τους. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επενδύσουν χρόνο και ενέργεια στη διαχείριση κρίσεων και όχι στη επίλυση κρίσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η συνολική ρήξη.

Με άλλα λόγια, διαχείριση κρίσεων, συναλλακτική προσέγγιση με ξεκάθαρα όρια και τμηματοποίηση, θα πρέπει να προσδιορίζουν τη νέα μορφή των διμερών σχέσεων. Προφανώς, μία τέτοια ποιοτική αλλαγή στην φύση της σχέσης των δύο χωρών, απαιτεί ένα νέο αφήγημα και νέα αντιληπτικά εργαλεία για τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας στη νέα περίοδο.

Ακολουθεί το άρθρο του ινστιτούτου Brookings

The U.S.-Turkey relationship has a long history of complexities, with no golden era to point to. However, even by these standards, recent years have been exceptionally bad. An accumulated series of crises, a dysfunctional framework for the relationship, and diverging threat perceptions have plagued ties.

In particular, five crises that have tested U.S.-Turkey relations in recent years are likely to be on the Biden administration’s agenda: Turkey’s purchase of the Russian-made S-400 missile defense systems and the ensuing U.S. sanctions on Turkey, the Syrian Kurds, the Eastern Mediterranean crisis, the court case against Turkey’s state-owned Halkbank related to U.S. sanctions on Iran, and Biden’s views on Turkey’s democratic regression.

Despite this long list of disputes, former President Trump shielded Turkey from many possible punitive actions. In this regard, his departure bodes ill for Ankara. In his confirmation hearing on January 19, Secretary of State Antony Blinken referred to Turkey as our “so-called strategic partner” in response to a question on Turkey’s purchase of the S-400 systems; this is indicative of the new administration’s mood toward Turkey.

In the same vein, in almost all public opinion polls in Turkey, the United States tops the list of countries that people perceive to threaten Turkey’s national security.

Zooming out, in spite of recent positive messaging from Ankara, the crisis in Turkey’s relations with the broader West are set to worsen. This will be evident in divergent readings of international affairs, Turkey’s quest to reduce dependency on the West, and different ideas of what a “reset” would look like.

Conflicting worldviews on international affairs

Unlike Turkey’s relations with Europe, U.S.-Turkey relations are essentially a single-file issue: a security partnership that was established within the Cold War context. However, at present, geopolitical decoupling and a divergence in threat perceptions have become the dominant feature of U.S.-Turkey relations, and as the long-running friction between Turkey and U.S. Central Command (CENTCOM) on the Syrian crisis illustrates, the military-to-military ties are becoming increasingly acrimonious.

One of the key issues is Turkey’s purchase of Russian S-400 air defense systems, which, according to many in the West, illustrates Turkey’s realignment away from NATO and the U.S. in defense procurement and geopolitical orientation. For Turkey, the S-400s are not solely — arguably not primarily — motivated by defense considerations; rather this purchase has a geopolitical motivation as well.

It has underpinned and strengthened Turkey-Russia relations, particularly in Syria, following their 2016 rapprochement after Turkey shot down a Russian jet in 2015. Even though Russia has refrained from technology-sharing with Turkey regarding the S-400 systems, Turkey has gone ahead with the purchase.

The development is deeply concerning to Washington, which worries that Turkey’s purchase could also pave the way for other partners, such as India, to do the same.

More broadly, the way Washington and Ankara read international affairs is diverging. At a time when the U.S. regards China as a systemic rival and relations with Russia are set to become more tumultuous, the governing coalition in Turkey — which is made up of President Recep Tayyip Erdoğan, the far-right Nationalist Movement Party (MHP), and Eurasianist groups and figures (who argue that Turkey should align more closely with Russia and China) — appears to believe that today’s international system is not as Western-centric as it used to be (if not post-Western), and hence Turkey should pursue its interest via a more varied geopolitical balancing act.

Turkey’s such reading of international affairs might be seen as abnormal in Washington, but for the governing coalition in Ankara, it is seen as adjusting to the new normal in global politics. And the Turkish government’s reading of international affairs as such is unlikely to change during the Biden administration.

Reducing dependency on the West

Strategic autonomy has been a fashionable concept in Turkey. Many analysts and policymakers see the independence that this concept insinuates as forming the overarching goal of contemporary Turkish foreign policy.

However, in its application, this nebulous concept effectively means reducing Turkey’s dependency on the West rather than making Turkey an autonomous or independent actor altogether in international affairs. For instance, Turkey is less vocal and less keen in asserting its “strategic autonomy” vis-à-vis China or Russia.

The Erdoğan government has been nearly silent on the Chinese persecution of the Uyghur Muslims in order to not antagonize China, as one example. Turkey displays similar extreme caution towards Russia’s sensitivities and redlines. Today, this quest and concept represents Turkey’s paradox in its foreign policy: Seeking to reduce dependency on the West has culminated in Turkey’s increased dependency on and vulnerability regarding China and Russia.

Different ideas of a reset

Another key manifestation of fundamental differences are seen in the different U.S. and Turkish ideas of what a “reset” in the relationship should look like.

For the new Biden administration — which emphasizes strengthening alliances, institutions, and the liberal international order — a reset would appear to mean that Turkey should reverse the course in its relations with Russia and China, particularly by giving up the S-400 systems, and come back to the NATO and Western fold.

In contrast, for the Erdoğan government, a reset means that the U.S. would come to terms with the new geopolitical reality in Turkey’s neighborhood, including Turkey’s role in it, and the broader changes in international affairs.

It would mean that Ankara would not reverse course vis-à-vis Russia and China in any significant way. In other words, as great power competition continues to heat up, the U.S. would expect more cohesion and solidarity within the Western bloc, whereas Turkey believes that its best bet lies in engaging a form of balancing act between different powers.

The current government’s idea of a reset is in accordance with its changing idea of the West.

In general, one can speak of three different meanings of “the West” in Turkish context — the idea of the West (which has historically served a reference point for Turkish domestic political and economic character), the indispensability of the West (with historically Turkey seeing its ties to the West as indispensable, and filtering its relations with non-Western powers through the lens of its own Western geopolitical identity), and the institutions of the West — we see that, at present, Turkey has largely given up on the first two but still appears attached to the third. It still values its place in NATO and its customs union with the European Union.

But attempts to decouple membership in Western institutions from their political, normative, and geopolitical underpinnings is what forms a great source of friction in Turkish-Western relations.

Reset, rupture, and the middle ground

While there is a glaring gap between each side’s idea of a reset, there needn’t be a rupture either. Finding a middle ground is possible.

This new middle ground should discard the previous conceptual toolkits — such as strategic alliance or model partnership — to define the bilateral relationship. Such conceptual framings are creating a gap between expectations and reality, which in return creates more frustration in the relationship.

The two sides’ security and geopolitical priorities significantly diverge, and therefore should lower their expectations of each other. The new shape of the relationship should be more transactional, with clearly defined objectives and boundaries.

At this stage, there is limited room for progress on the above-mentioned five main areas of contention in relations. A mutually acceptable formula on the S-400 systems is unlikely to be found anytime soon, and this issue is set to become a long-lasting irritant in the relationship.

On the Eastern Mediterranean, at best, the crisis can be refrozen, which means launching bilateral talks between Turkey and Greece and both sides refraining from sending ships into contested waters for exploration. Plus, on the Eastern Mediterranean, we are likely to see more policy coordination between the U.S. and Europe. The future of Turkey’s policy towards the Syrian Kurds is intimately linked with the future of the ruling coalition in Turkey, and political developments inside Turkey.

As long as Erdoğan’s coalition with the far-right MHP remains in place, the prospect for a policy recalibration is limited. And the Biden administration will likely be more vocal on high-profile, politically-motivated cases such as against the former co-chairman of the pro-Kurdish Peoples’ Democratic Party (HDP) Selahattin Demirtaş, philanthropist Osman Kavala, and novelist Ahmet Altan. Similarly, the Halkbank case will continue to cast a shadow over bilateral ties. All these feuds will make crisis a permanent fixture of U.S.-Turkey relations.

Yet the two can still cooperate on areas of common interest and concern, such as in the Black Sea region, where both sides’ interests overlap. So, they should compartmentalize their relations. In the current political climate, the U.S. and Turkey are unlikely to be able to resolve any of their major files of contention.

This in return means that they should invest time and energy in crisis management rather than crisis solution in order to avoid a rupture in the relationship. In other words, crisis management, a transactional approach with clear boundaries, and compartmentalization should define the new shape of bilateral relations. Obviously, such qualitative change in the nature of the relationship requires a new narrative and conceptual toolkits for Turkish-U.S. relations in the new period.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *