Η συμβολή της τουρκικής πολεμική βιομηχανίας στην Αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας

Η συμβολή της τουρκικής πολεμική βιομηχανίας στην Αναθεωρητική πολιτική της Άγκυρας

Η τουρκική ηγεσία από εποχής Οζάλ έχει το όραμα να εξελιχθεί η χώρα σε περιφερειακή δύναμη και να καταστεί ένα από τα κέντρα της αναδυόμενης πολυπολικής τάξης. Ο Ερντογάν που κυβερνά την Τουρκία τα τελευταία είκοσι χρόνια συνέβαλλε τα μέγιστα σε αυτό το όραμα προκειμένου η χώρα του να επιτύχει καθεστώς ισχύος, ενισχύοντας τον στρατιωτικό ακτιβισμό και ανοίγοντας τους ορίζοντες της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής προς την Ευρασία.

Είναι πρόδηλο ότι η δημιουργία και η αύξηση υπερπόντιων στρατιωτικών βάσεων εξυπηρετεί το όραμα της περιφερειακής εξουσίας, η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει βάσεις στην Αφρική και Μέση Ανατολή, στον συν. χάρτη (Εικόνα 1) εμφανίζονται αυτές οι βάσεις με σύντομα ενημερωτικά στοιχεία. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι επί του παρόντος η Τουρκία διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Λιβύη, στην Συρία, στο Ιράκ και διατηρεί προωθημένες βάσεις και στις τρεις αυτές χώρες.

Ο αυξημένος στρατιωτικός ακτιβισμός της αναθεωρητικής-επιθετικής ατζέντας της Τουρκίας καθώς και ο τρόπος χάραξης εξωτερικής πολιτικής δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς την συνδρομή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Χωρίς την σωρευτική ανάπτυξη της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας τα τελευταία 40 χρόνια, δεν θα ήταν δυνατή μια στροφή προς μια προσέγγιση έντονης ισχύος.


Η Άγκυρα για να μπορέσει να ασκήσει την επιθετική της πολιτική έπρεπε να δημιουργήσει και να διατηρήσει έναν ανεξάρτητο από ξένες δυνάμεις εθνικό αμυντικό τομέα, ο οποίος αναμφίβολα αναπτύχθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς υπό την κυριαρχία του κόμματος ΑΚΡ του Ερντογάν. Τα τελευταία 10 χρόνια οι τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 86%, επίσης την ίδια περίοδο αυξήθηκαν σημαντικά και οι εξαγωγές πολεμικού υλικού, κυρίως σε μουσουλμανικές χώρες όπως το Πακιστάν, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία.
Τα συν. δυο γραφήματα (Εικόνες 2,3) οριοθετούν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν οι στρατιωτικές δαπάνες και η αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια.

Η Τουρκία στα μέσα της δεκαετίας 2020-2030 σύμφωνα με τους στρατιωτικούς αναλυτές προβλέπεται να είναι αυτάρκης κατά περίπου 90% στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, κάτι που σίγουρα θα έχει αντίκτυπο στην προβολή ισχύος και στην πολυεπίπεδη στρατηγική της, τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο.



Η σημασία της αυτάρκειας στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς έχει τεκμηριωθεί στην πολιτική των κρατών όλων των ιστορικών περιόδων. Από τον Μακιαβέλλι και τα σχόλια του για τον θάνατο της ιταλικής δυναστείας των Σφόρτσα εξ αιτίας της εξάρτησης αυτής από μισθοφορικά στρατεύματα μέχρι της σύγχρονης εποχής, το ακροτελεύτιο δόγμα για την ικανότητα άμυνας ενός κράτους παραμένει το ίδιο: Μια ανεξάρτητη, αξιόπιστη και εγχώρια αμυντική βιομηχανία είναι η μοναδική και πλέον σίγουρη ασφάλεια εναντίον εχθρών που επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία ενός κράτους. Κράτη τα οποία για τους εξοπλισμούς τους εξαρτώνται από ξένες δυνάμεις, όπως η Ελλάδα, ιστορικά υποκύπτουν πάντα στις απαιτήσεις των εχθρών ή στις βλέψεις ισχυροτέρων αντιπάλων και δυνάμεων.

Η αυτάρκεια στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς ήταν για την Τουρκία από το 1985, έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε η γενική γραμματεία Αμυντικής Βιομηχανίας SSM (Savunma Sanayii Müsteşarlığı), το ιερό δισκοπότηρο του στρατιωτικο-πολιτικού κατεστημένου της Άγκυρας. Η Άγκυρα διαθέτοντας τεράστια κεφάλαια στην ενδοχώρια κρατική και ιδιωτική αμυντική βιομηχανία και ακολουθώντας πιστά έναν άψογο σχεδιασμό κατάφερε σταδιακά να απελευθερωθεί κατά ένα μεγάλο ποσοστό από ξένες εξαρτήσεις στην παραγωγή οπλικών συστημάτων, ενώ ταυτόχρονα πολλαπλασίασε τις εξαγωγές αμυντικών προϊόντων.

Βεβαίως και τα επιτεύγματα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας και τα οράματα για αυτάρκεια της Άγκυρας δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς την τεχνογνωσία και την τεχνολογία μεγάλων εταιριών του αμυντικού κλάδου των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, ακόμη και της Νοτίου Κορέας.


Ως παράδειγμα αναφέρουμε ότι το τουρκικό άρμα μάχης Altay είναι αντιγραφή του νοτιοκορεατικού άρματος Κ-2, για την παραγωγή του η τουρκική εταιρία Otokar συνεργάζεται στενά με την νοτιοκορεατική Hyundai-Rotem.

Το μαχητικό ελικόπτερο Τ-129 ATAK βασίζεται στο Α-129 Mangusta της εταιρίας Agusta-Westland. Οι αντιαρματικοί πύραυλοι MIZRAK και ÇIRIT της Roketsan είναι αντιγραφές των αμερικανικών Hellfire και των ισραηλινών Spike.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την καταγραφή και για πλείστα άλλα «τουρκικά» οπλικά συστήματα. Όμως η ουσία δεν είναι τι πράττουν οι Τούρκοι για την αυτάρκεια στους στρατιωτικούς τους εξοπλισμούς. Η ουσία είναι πως η αυτάρκεια αυτή συμβάλλει καθοριστικά στην υλοποίηση των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής, συμβάλλει θεμελιακά στην υλοποίηση των στόχων του δόγματος «Mavi Vatan» (Γαλάζια Πατρίδα).

Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο όρος «Mavi Vatan» αντιπροσωπεύει κάτι πολύ περισσότερο από ένα εργαλείο προπαγάνδας, μια λέξη κλειδί ή πολιτικό σήμα κατατεθέν. Ο όρος σηματοδοτεί μια δραματική αλλαγή στο γεωστρατηγικό δόγμα της Τουρκίας, στο status quo του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.

Η Άγκυρα επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα υποστηρίζει ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι έτοιμες να προστατεύσουν με μεγάλη αποφασιστικότητα τα 462.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα της «Γαλάζιας Πατρίδας», κάτι που στην διπλωματική γλώσσα σημαίνει ότι η Τουρκία εφόσον απαιτηθεί θα χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα για την προστασία αυτού που ερμηνεύει ως τουρκική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα.


Αυτή η αποφασιστικότητα πηγάζει κυρίως από το γεγονός της ισχύος της πολεμικής της βιομηχανίας, της οποίας η ανάπτυξη ήδη κορυφώνεται και δίνει στην Τουρκία στρατηγικό πλεονέκτημα.

Η Ελλάδα που την τελευταία εικοσαετία διέλυσε την αμυντική της βιομηχανία και ματαίωσε σημαντικά και απολύτως αναγκαία εξοπλιστικά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων, στο πλαίσιο της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής σύντομα θα υποχρεωθεί να διαχειριστεί μια σημαντικότατη ελληνοτουρκική κρίση, κάτι που θα την εξωθήσει εκ των πραγμάτων στο δίλημμα της αποδοχής των τουρκικών αξιώσεων ή της σύγκρουσης, μιας σύγκρουσης για την οποία στρατιωτικά και πολιτικά είναι περισσότερο προετοιμασμένη η Τουρκία παρά η Ελλάδα.

Στην ιστορία έχει καταγραφεί ότι η στρατιωτική ισχύς δεν καθορίζει το ποιος έχει δίκιο, καθορίζει όμως το ποιος θα επιζήσει.



Γ. Λιναρδής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *