
Καιρός ήταν να ακούσουμε κι ένα καλό νέο. Την είδηση κάλυψε η Γιάννα Παπαδημητρίου για το energypress από όπου και παραθέτουμε:
Σε μια περίοδο που οι διεθνείς αγορές υφίστανται σοβαρές πιέσεις από την οικονομική κρίση που ξεπροβάλλει, επιταχυνόμενη και από τις συνέπειες της πανδημίας, τα ελληνικά διυλιστήρια έχουν βάσιμους λόγους να περιμένουν ότι θα γίνουν δέκτες αυξημένης ζήτησης.
Η ευκαιρία αυτή προκύπτει εξαιτίας της απόφασης της Tupras να περιστείλει από τις αρχές Μαΐου μέχρι διακοπής την λειτουργία των διυλιστηρίων της στη Σμύρνη, τα οποία θα παραμείνουν κλειστά μέχρι την 1η Ιουλίου.
Η απόφαση της τουρκικής εταιρείας λήφθηκε εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης για πετρελαϊκά προϊόντα εξαιτίας της πανδημίας.
Η Tupras έχει ανακοινώσει ότι η απόφασή της αυτή θα παραμείνει σε ισχύ μέχρις ότου βελτιωθεί η οικονομική δραστηριότητα και αυξηθεί η ζήτηση για πετρελαϊκά προϊόντα.
H Tupras και η διύλιση
Σημειώνεται ότι τα διυλιστήρια της Tupras στη Σμύρνη είχαν δυνατότητα διύλισης μέχρι και 11,9 εκατ. τόνων το χρόνο.
Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι σε αυτά τα πλαίσια διαμορφώνονται νέα ευνοϊκά περιθώρια για τα ελληνικά διυλιστήρια.
Παρότι μέχρι σήμερα η τουρκική αγορά δεν αποτελεί βασικό στόχο για τη διοχέτευση των προϊόντων που διυλίζονται στα ελληνικά διυλιστήρια, οι εξελίξεις ενδέχεται να διαφοροποιήσουν την κατάσταση αυτή τους επόμενους μήνες, προς όφελος των ελληνικών Ομίλων.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το energypress, στελέχη των ΕΛΠΕ επισημαίνουν ότι εκτιμούν ως εξαιρετικά πιθανό να μεγαλώσει το μερίδιο της τουρκικής αγοράς στις εξαγωγές του Ομίλου το επόμενο τρίμηνο.
Όλες οι εξελίξεις
Προσδοκίες μεγέθυνσης του μεριδίου της τουρκικής αγοράς στις εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων των ΕΛΠΕ το επόμενο τρίμηνο έχει γεννήσει η απόφαση της τουρκικής Tupras να διακόψει τη λειτουργία του διυλιστηρίου της στη Σμύρνη, όπως έγραψε πρόσφατα το energypress.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η κατάσταση μοιάζει να είναι εξαιρετικά θολή για την τουρκική εταιρεία, γεγονός που διαμορφώνει σημαντική αβεβαιότητα για τις τάσεις που θα επικρατήσουν στην περιφερειακή αγορά τους επόμενους μήνες.
Η ανακοίνωση της Tupras (Turkiye Petrol Rafinerileri AS), μέλος του ομίλου Koç Holding, στις αρχές Μαΐου περί σταδιακής αναστολής της παραγωγής στο διυλιστήριο στη Σμύρνη, συνοδεύτηκε από τη δημοσιοποίηση της εκτίμησης περί επανεκκίνησης της παραγωγής την 1η Ιουλίου.
Ως αιτία προβλήθηκε η μείωση της ζήτησης για προϊόντα πετρελαίου.
Τα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά επιβεβαιώνουν τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η εταιρεία. Εξάλλου, αντίστοιχος προβληματισμός έχει διαχυθεί σε όλες τις δραστηριότητες του Ομίλου Koç Holding, όπως προκύπτει από τη σχετική ειδησεογραφία που μπορεί να διαβάσει κανείς σε διάφορα κλαδικά μέσα (έως και τον αθλητικό τύπο, καθώς ο Όμιλος έχει ισχυρή παρουσία στο αθλητικό γίγνεσθαι της γειτονικής χώρας).
Όπως έχει γίνει γνωστό, η Tupras ήδη από τον Απρίλιο είχε αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προσδοκίες παραγωγής για το 2020, εκτιμώντας ότι αυτή τελικά θα μειωθεί κατά περίπου 20%, πέφτοντας στα 24 εκατ. τόνους.
Αντίστοιχη μείωση προέβλεπε και για τις πωλήσεις, εκτιμώντας ότι αυτές θα φτάσουν τα 25 εκατ. τόνους (από 29), εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης για προϊόντα πετρελαίου, αλλά και της πτώσης της τιμής του πετρελαίου brent.
Οι αποφάσεις της Tupras για το διυλιστήριο της Σμύρνης – κι ενώ διατηρεί ακόμα 3 μονάδες σε Kocaeli, Kirikkale και Batman – είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας της εταιρείας από 95 – 100% σε 80 -85% για το 2020, ενώ οι επενδυτικές της προσδοκίες μειώθηκαν στα 125 εκατ. δολ. (από 200 εκατ. δολ.).
Πάντως, η εταιρεία εκτιμά ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στη ζήτηση του αργού και των προϊόντων καυσίμων θα αρχίσουν να μειώνονται από τον Ιούνιο και η οικονομική δραστηριότητα θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα από τον Αύγουστο.
Σε αυτή τη βάση, η τουρκική εταιρεία ευελπιστεί ότι οι αρνητικές ως προς την άμεση προοπτική της θέσης της στην περιφερειακή αγορά θα περιοριστούν και θα έχει τη δυνατότητα να ανακάμψει σχετικά εύκολα και γρήγορα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το παράθυρο ευκαιρίας που υπάρχει για τη διοχέτευση μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής των ελληνικών διυλιστηρίων φαίνεται ότι σύντομα θα κλείσει.