Πώς ο Τσιτσάνης έφτασε στο Χόλιγουντ μετά θάνατον | Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και πέθανε 18 Ιανουαρίου 1984

Πώς ο Τσιτσάνης έφτασε στο Χόλιγουντ μετά θάνατον | Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1915 και πέθανε 18 Ιανουαρίου 1984

Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.

Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.

Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.

Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».

Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).

Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…

Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.

Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου, που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου.

Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική του τραγουδιού το 1948. Για τους στίχους, υπάρχουν μέχρι σήμερα αμφιβολίες, αφού την πατρότητα, εκτός από τον Τσιτσάνη, διεκδίκησε και ο συνθέτης Αλέκος Γκούβερης. Ο ίδιος ο Τσιτσάνης, σε συνεντεύξεις του, είχε εξηγήσει πως εμπνεύστηκε τους στίχους την περίοδο της Κατοχής.

«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε, ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως, είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι», είχε πει σε συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάνη, το 1972.

Ο Γκούβερης αντίστοιχα, υποστήριζε ότι έγραψε τους στίχους το 1948, μια Κυριακή που έχασε η αγαπημένη του ομάδα Α.Ε. Λάρισας. Η ήττα τον στεναχώρησε πολύ και τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι.

Όποιος και αν είναι ο πραγματικός στιχουργός της Συννεφιασμένης Κυριακής, το σίγουρο είναι ότι τραγούδι δε γράφτηκε για να περιγράψει απλώς τα καιρικά φαινόμενα και ο λαός έχει ταυτιστεί απόλυτα με τους στίχους, τη μουσική και το μήνυμα που ο καθένας θεωρεί ότι εισπράττει.

Το βαπόρι απ΄ την Περσία

tsitsani

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Βασίλης Τσιτσάνης δημιουργεί μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Ένα χασικλίδικο τραγούδι, «το Βαπόρι από την Περσία», που ακούγεται παντού. Η επιτυχία του ήταν αναμενόμενη, μιας και αναφερόταν σε πραγματικό γεγονός.

Τον Ιανουάριο του 1977, οι λιμενικές αρχές εντόπισαν στον Κορινθιακό κόλπο, στο πλοίο «Γκλόρια», μια τεράστια για την εποχή ποσότητα χασίς. Οι 11 τόνοι χασίς είχαν κρυφτεί ανάμεσα σε κάποια κεντήματα, που μετέφερε το πλοίο.

Η είδηση απασχόλησε τα μέσα της εποχής και ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, που έγραψε ένα από τα γνωστότερα και πιο επιτυχημένα χασικλίδικα τραγούδια. Αρχικά το τραγούδι λογοκρίθηκε, αλλά αργότερα κυκλοφόρησε ολόκληρο, όπως το ξέρουμε και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα.

Το βαπόρι απ’ την Περσία

πιάστηκε στην Κορινθία

Τόννοι έντεκα γεμάτο

με χασίσι μυρωδάτο

Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια

που θα μείνουνε χαρμάνια

 «Αρχόντισσα»

Το 1938 ο Τσιτσάνης έγραψε την «Αρχόντισσα», στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα τηλεγραφητών, όπου είχε καταταγεί, για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία.

Η «Αρχόντισσα» του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, από την Αθήνα. Την έλεγαν Ελίζα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, όταν περιφρόνησε ένα φίλο του, που την είχε ερωτευτεί παράφορα.

Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, μετά το τέλος της θητείας του, άκουσε να το παίζουν όλες οι λατέρνες και οι ρομβίες της πόλης. Δυστυχώς, η πρωταγωνίστρια του τραγουδιού, η Ελίζα, δεν είχε την ίδια τύχη, αφού λίγα χρόνια μετά, τη σκότωσαν οι Γερμανοί.

Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια

τα ζήλεψα τα έκλαψα πολύ

φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια

μα συ με γέμισες μαρτύριο στη ζωή

Τα καβουράκια

Στου γιαλού τα βοτσαλάκια

κάθονται δυο καβουράκια

έρμα παραπονεμένα

κι όλο κλαίνε τα καημένα

Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα

πάει τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα

κι όλο κλαίνε τα καβουράκια

στου γιαλού τα βοτσαλάκια

Το 1955, ο Τσιτσάνης έγραψε τα περίφημα «Καβουράκια». Η ιστορία ήταν μια ιδέα της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, αλλά το τραγούδι δημιουργήθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον λαϊκό συνθέτη.

Τότε όμως, κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι το έκλεψε.  Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε από τον Τάσο Κουτσοθανάση, είπε: «Μπορεί κάποτε, κατά καιρούς, να έχω πάρει ένα 5% ξένο στίχο, αυτό το έκανα από φιλανθρωπία, για να τους βοηθήσω να γίνουν γνωστές οι ικανότητές τους στις εταιρίες».

Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν τέτοια, που σίγουρα δικαίωσε τον δημιουργό του, όποιος και ήταν αυτός.

Νέο Μινόρε, ορχηστρικό από τον Γούντι Άλεν

Η μελωδία του Τσιτσάνη «Νέο Μινόρε», άρεσε πολύ στον Γούντι Άλεν, ο οποίος τη χρησιμοποίησε στην ταινία του «Ακαταμάχητη Αφροδίτη». Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, είχε πει συνέντευξή του, ότι με το που άκουσε το ορχηστρικό, συγκινήθηκε τόσο, που αποφάσισε να το εντάξει στη νέα του ταινία, που κυκλοφόρησε το 1995. Αν και ο συνθέτης έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιανουαρίου 1984, η μουσική του έφτασε μέχρι το Χόλιγουντ.

Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/163, Μηχανή του Χρόνου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *