Ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν επισκέφθηκε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία την προηγούμενη εβδομάδα. Μαζί με την επίσκεψη στην Τουρκία του Ισραηλινού προέδρου Isaac Herzog, η οποία αναμένεται να λάβει χώρα στους επόμενους μήνες, η περιοδεία του Ερντογάν στον Κόλπο είναι άλλο ένα βήμα προς την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και των πρώην περιφερειακών αντιπάλων της.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η Τουρκία και τα δύο κράτη του Κόλπου είναι χωρισμένα εδώ και μια δεκαετία από μια έχθρα, από το 2011 που είχαν βρεθεί σε αντίθετες πλευρές στην εμφύλια διαμάχη που συγκλόνισε τον Αραβικό Κόσμο. Έκτοτε, η αντιπαλότητα τους έχει συνεχίσει εν μέσω τοπικών συγκρούσεων σε όλη την περιοχή. Επιπλέον, ο Ερντογάν είχε κατηγορήσει τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ότι είχαν υποστηρίξει την αποτυχημένη προσπάθεια εκτόπισης του το 2016.
Η χρονική στιγμή της προσέγγισης δεν είναι τυχαία. Η Τουρκία διέρχεται μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις της εδώ και περισσότερες από δύο δεκαετίες, και το κάνει σε μια περίοδο που η χώρα είναι σχετικά απομονωμένη από τη Δύση, μετά από σειρά διεκδικητικών κινήσεων στην εξωτερική πολιτική, το 2019 και το 2020. Σε αυτό το πλαίσιο, οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί γίνονται μη βιώσιμοι.
Με τις κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές να είναι προγραμματισμένες μέσα στους επόμενους 18 μήνες, ο Τούρκος πρόεδρος πρέπει να διορθώσει την οικονομία εάν θέλει να έχει ελπίδες επανεκλογής. Απαιτούνται άμεσα νέες πηγές σκληρού νομίσματος και άμεσων ξένων επενδύσεων, και οικονομίες με πλεόνασμα κεφαλαίων, όπως είναι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία, μπορούν να το παρέχουν αυτό.
Η τουρκική οικονομία είχε ήδη αρχίσει να επιβραδύνεται πριν την πανδημία, καταγράφοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης μόλις 0,9% το 2019. Η Τουρκία αναμένεται να καταγράψει αύξηση του ΑΕΠ 10% το 2021. Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει σε ένα πλαίσιο με τη χειρότερη υποτίμηση του νομίσματος από το 2002, υποδηλώνει ότι η ανάκαμψη της χώρας δεν βρίσκεται σε σταθερό έδαφος.
Οι οικονομικοί υπολογισμοί του Ερντογάν είναι πως τα χαμηλότερα επιτόκια θα τονώσουν τις εξαγωγές και τη βιομηχανική παραγωγή. Ο τελικός στόχος είναι να αυξηθεί το επίπεδο του εισοδήματος. Ωστόσο, η αγοραστική δύναμη στο εσωτερικό πλήττεται από το ποσοστό του πληθωρισμού, το οποίο έχει εκτιναχθεί από το 10,9% τον Απρίλιο του 2020, στο 21,31% τον Νοέμβριο του 2021 και στο 36,08% τον Δεκέμβριο του 2021. Ο δείκτης φτώχειας έχει αυξηθεί από το 10,2% του πληθυσμού το 2019, στο 12,2% το 2021. Μεγάλες ουρές ανθρώπων που περιμένουν να αγοράσουν ψωμί με επιδότηση, δεν είναι πλέον κάτι ασυνήθιστο για την Τουρκία.
Ο Ερντογάν έχτισε την δική του πολιτική πορεία, όντας επικεφαλής της χώρας σε μια περίοδο πρωτοφανούς ανάπτυξης στην πρώτη δεκαετία της θητείας του (2002-2013). Προκαλεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι η δημοτικότητα του μειώθηκε κατακόρυφα στη διάρκεια του 2021, όταν οι διάφοροι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης άρχισαν να εμφανίζουν καλύτερα ποσοστά δημοφιλίας από εκείνων στην πρόθεση ψήφου, εν όψει των επόμενων προεδρικών εκλογών.
Αντιμέτωπος με αυτή τη δύσκολη κατάσταση, ο Ερντογάν έχει καταφύγει σε γνωστές στρατηγικές ρητορικής: έχει “δείξει το δάχτυλο” σε εξωτερικούς εχθρούς, και χαρακτηρίζει τα προβλήματα της Τουρκίας ως “οικονομικό πόλεμο ανεξαρτησίας”.
Για να κερδίσει κανείς έναν πόλεμο ωστόσο, χρειάζεται συμμάχους. Για αυτό, το 2021, οι εντάσεις της Τουρκίας με πρώην περιφερειακούς αντιπάλους, σταδιακά μειώθηκαν. Ορισμένες χώρες όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ, δεν βιάστηκαν να απαντήσουν στην προσέγγιση της Τουρκίας. Με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, η διαδικασία είναι πιο προχωρημένη. Στην Άγκυρα υπάρχει μια προσδοκία ότι, φτιάχνοντας τη σχέση με τα δύο κράτη του Κόλπου, η Τουρκία θα αναπληρώσει τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα και θα προσελκύσει κάποιες από τις άμεσες ξένες επενδύσεις που έχει άμεσα ανάγκη.
Οι συγκεκριμένες συμφωνίες μεταξύ Τουρκίας και ΗΑΕ περιλαμβάνουν σειρά διμερών συμφωνιών και ένα ταμείο 10 δισ. Δολαρίων για τις επενδύσεις των Εμιράτων στην Τουρκία, που αποκαλύφθηκε τον περασμένο Νοέμβριο, και μια ανταλλαγή νομισμάτων 5 δισ. Δολαρίων, που ανακοινώθηκε στις 19 Ιανουαρίου. Δεδομένου ότι η συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων έχει περιορισμένη επίδραση στην πραγματική οικονομία, η προτεραιότητα στις συζητήσεις του Ερντογάν στο Άμπου Νταμπι, επρόκειτο να ήταν πιθανώς η έναρξη λειτουργίας του επενδυτικού ταμείου.
Οι προσπάθειες για να διορθωθούν οι σχέσεις με την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας θα κινηθούν προς την ίδια κατε΄θυνση. Οι διμερείς σχέσεις έφτασαν στο χαμηλότερο σημείο μετά τη δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 2018. Η τουρκική κυβέρνηση δεν απέφυγε να κουνήσει το δάχτυλο “στα υψηλότερα κλιμάκια της Σαουδικής κυβέρνησης”, κάτι που οδήγησε τη Σαουδική Αραβία να επιβάλλει μια ανεπίσημη απαγόρευση για τα τουρκικά αγαθά και να ενορχηστρώσει μια εκστρατεία μποϊκοτάζ για την Τουρκία ως τουριστικό προορισμό.
Μόνο πρόσφατα οι δυο πλευρές έχουν λάβει μέτρα για την εξομάλυνση των σχέσεων. Αυτά περιλαμβάνουν την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να άρει την απαγόρευση των τουρκικών εξαγωγών στη Σαουδική Αραβία και την τουρκική απόφαση να απαγορεύει σαουδικά ΜΜΕ όπως το Al-Arabiya και την εφημερίδα Okaz στην Τουρκία. Προσεγγίζοντας τους ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να προσπαθεί να καλλιεργήσει μια οικονομική εταιρική σχέση μεταξύ της Τουρκίας και του Βασιλείου. Μια ανταλλαγή νομισμάτων θα μπορούσε επίσης να είναι στα χαρτιά.
Από το 2011, η Άγκυρα, το Άμπου Νταμπι και το Ριάνα έχουν υποστηρίξει -άμεσα ή μέσω πληρεξουσίων και τοπικών συμμάχων- αντίθετες πλευρές σε πολλά από τα επίμαχα ζητήματα στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της στρατιωτικής κατάληψης της εξουσίας στην Αίγυπτο και της σύγκρουσης στη Λιβύη. Στην Ανατολική Μεσόγειο, τα ΗΑΕ έχουν ενεργά εργαστεί για να απομονώσουν την Τουρκία και να περιορίσουν την περιφερειακή της επιρροή. Η αναζωπύρωση των εχθροπραξιών σε οποιοδήποτε από αυτά τα σενάρια δεν είναι πιθανή και θα μπορούσε να δοκιμάσει την περιφερειακή κρίση.
Αλλά η προσέγγιση της Τουρκίας στους πρώην αντιπάλους της, ανταποκρίνεται επίσης σε ένα ευρύτερο σύνολο τάσεων εξωτερικής πολιτικής. Η ανάγκη ενίσχυσης της ανάκαμψης μετά την πανδημία, προσαρμογής στη σταδιακή μείωση των δεσμεύσεων ασφαλείας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, και να συμβιβαστεί με τον αυξημένο διεθνή ρόλο της Κίνας, υποστηρίζει την τρέχουσα μεταβολή των στρατηγικών και συμμαχιών στην περιοχή.
Η σχετική απομόνωση της Άγκυρας από τη Δύση και η αμφίθυμη σχέση της με τη Ρωσία, είναι δύο επιπλέον παράγοντες που ωθούν τον Ερντογάν να τοποθετήσει τη χώρα του σε πιο μετριοπαθή διεθνή πορεία.
Η αναζωπύρωση των σχέσεων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι ένα περαιτέρω βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτή την περίπτωση, η Τουρκία εκμεταλλεύεται τη διαδικασία περιφερειακής ομαλοποίησης που ξεκίνησε με τις Abraham Accords, την πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ, των οποίων οι συνέπειες φαίνεται ότι ήρθαν για να μείνουν.
Προχωρώντας προς τα εμπρός, μένει να δούμε εάν οι πόροι που θα κινητοποιηθούν από αυτή την περιφερειακή αναδιάταξη, θα είναι αρκετοί για να ενισχύσουν την εξουσία του Ερντογάν χωρίς αναθεώρηση των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικής της τουρκικής κυβέρνησης.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegie-mec.org/diwan/86421