Η εικόνα της ως χώρας των ίσων ευκαιριών, που έχει γλιτώσει από τη μάστιγα της ακροαριστεράς ή της ακροδεξιάς που στοιχειώνει άλλες χώρες, έχει πλέον εκλείψει.
Γράφει η Elisabeth Asbrink στη στήλη Opinion των New York Times
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!“Ιερή νίκη” (Helg seger)
Οι δύο αυτές λέξεις που αναφώνησε η Ρεμπέκα Φάλενκβιστ, η 27χρονη περσόνα των μέσων ενημέρωσης και μέλος του κόμματος των Σουηδών Δημοκρατών, του ακροδεξιού κόμματος που έλαβε το 20% των ψήφων στις εκλογές που διεξήχθησαν πριν μερικές μέρες στη Σουηδία, προκάλεσαν ανατριχίλα σε όλη τη χώρα. Δεν ήταν τόσο η φράση αυτή καθεαυτή. Ήταν η παρήχησή της, καθώς προσομοιάζει με τη φράση “Hell seger”, που είναι η μετάφραση στα σουηδικά του ναζιστικού χαιρετισμού “Sieg Heil” (Ζήτω η Νίκη) και η οποία αποτελούσε επί δεκαετίες την πολεμική ιαχή των Σουηδών Ναζί.
Η κυρία Φάλενκβιστ έσπευσε να αποκηρύξει τυχόν σχέσεις με τους Ναζί. Όπως είπε, ήθελε να τονίσει τη νίκη που σημειώθηκε στις εκλογές, αλλά οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της με λάθος σειρά. Ίσως είναι αλήθεια. Ωστόσο, η δήλωσή της θα μπορούσε να συνάδει απολύτως με το κόμμα που εκπροσωπεί, το οποίο, μετά από μια σταθερή άνοδο, πλέον είναι πιθανό να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην επόμενη κυβέρνηση της χώρας.
Για τη Σουηδία, μια χώρα που προβάλλεται ως προπύργιο της σοσιαλδημοκρατίας, της ανεκτικότητας και του δικαίου, αποτελεί σοκ. Αλλά, ίσως δεν θα έπρεπε.
Καταγράφοντας σταθερή άνοδο την τελευταία δεκαετία, η σουηδική ακροδεξιά έχει επωφεληθεί από τις αυξανόμενες ανισότητες στη χώρα, καλλιεργώντας μια εμμονή με το έγκλημα και μια αντιπάθεια για τους μετανάστες. Η άνοδός του σηματοδοτεί το τέλος της σουηδικής υπεροχής, της εικόνας ότι η χώρα υπερτερεί τόσο ηθικά όσο και ουσιαστικά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κόμμα έχει ναζιστικές καταβολές. Οι Σουηδοί Δημοκράτες, που δημιουργήθηκαν το 1988, προέρχονται από τη νεοναζιστική ομάδα B.S.S., ή Keep Sweden Swedish (Κρατήστε τη Σουηδία Σουηδική), ενώ από τους 30 “ιδρυτικούς πατέρες” του κόμματος, οι 18 είχαν σχέσεις με τους Ναζί, σύμφωνα με τον ιστορικό και πρώην μέλος του, Τόνι Γκούσταφσον. Ορισμένοι από τους ιδρυτικούς πατέρες του κόμματος, μάλιστα, είχαν υπηρετήσει ακόμη και στα Βάφεν Ες Ες, την ελίτ του στρατού του Χίτλερ.
Βήμα-βήμα το κόμμα άλλαξε την εικόνα του -το 1995 απαγορεύθηκαν οι στολές- αλλά η βασική ιδεολογία του διατηρήθηκε: οι μετανάστες πρέπει να πειστούν να γυρίσουν στις χώρες τους, η σουηδική κουλτούρα πρέπει να προστατευθεί, ενώ τόσο οι Εβραίοι όσο και οι αυτόχθονες Σάμι δεν πρέπει να θεωρούνται “βέροι Σουηδοί”.
Είναι ενδεικτικό ότι ούτε ο αστέρας του ποδοσφαίρου Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς δεν έχει λάβει την “άδεια” του κόμματος, παρότι γεννήθηκε στη χώρα και είναι ο κορυφαίος σκόρερ της εθνικής ομάδας. Εξίσου ανησυχητική είναι και η στάση της σημερινής ηγεσίας του κόμματος, που επιδίωξε να “καθαρίσει” τη φήμη των Σουηδών Δημοκρατών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Λάινους Μπίλουντ, επικεφαλής του κομματικού επιτελείου στο σουηδικό κοινοβούλιο. Σε συνέντευξή του το 2020, διακήρυξε ότι οι δημοσιογράφοι της εθνικής κρατικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης θα πρέπει να “τιμωρούνται” εάν μεροληπτούν στα ρεπορτάζ τους. Τέτοιοι άνθρωποι, είχε δηλώσει παλαιότερα, μπορεί να είναι “εχθροί του έθνους”. Η άνοδος του κόμματος στο κατώφλι της εξουσίας δεν άμβλυνε τις απόψεις του. Την επομένη των πρόσφατων εκλογών, όταν τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος τι περιμένει πλέον, απάντησε: “Ράγκμπι-Δημοσιογράφων”.
Αλλά και ο αρχηγός του κόμματος Τζίμι Άκεσον εξέπληξε, επίσης, το τηλεοπτικό κοινό της χώρας στα μέσα Φεβρουαρίου, όταν αρνήθηκε να επιλέξει μεταξύ του Τζο Μπάιντεν και του Βλαντίμιρ Πούτιν. Κάτι που συνάδει με την ευνοϊκή στάση που τηρεί το κόμμα του έναντι της Ρωσίας: είναι ενδεικτικό ότι το σουηδικό κοινοβούλιο είχε εκφράσει τόσο έντονες ανησυχίες για έναν δημοσιογράφο που εργαζόταν στο γραφείο Τύπου του κόμματος και έχει σχέσεις με τη ρωσική υπηρεσία πληροφοριών, που αρνήθηκε να του παράσχει δημοσιογραφική διαπίστευση.
Εάν στα παραπάνω προστεθούν ο “λόχος” των μελών του κόμματος που διώκονται για διάπραξη εγκλημάτων, οι οργανωμένες δυσφημιστικές καμπάνιες για αντιπάλους του αλλά και οι προσπάθειες υπονόμευσης του εκλογικού συστήματος, είναι εμφανές ότι πρόκειται για ένα βαθιά κακόφημο κόμμα.
Ακόμα κι έτσι, όμως, η άνοδος των Σουηδών Δημοκρατών αποτελεί μια εντυπωσιακή επιτυχία της δεξιάς πτέρυγας. Το κόμμα εισήλθε στο κοινοβούλιο της Σουηδίας το 2010, με ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο του 5% – αλλά, υπό την ηγεσία του κ. Άκεσον, εξελίχθηκε σε έναν αποτελεσματικό, εθνικής εμβέλειας οργανισμό. Το 2014, υπερδιπλασίασε το ποσοστό του, ενώ μετά την απόφαση της Σουηδίας να υποδεχθεί περισσότερους από 160.000 Σύρους πρόσφυγες, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο στις εκλογές του 2018.
Ωστόσο, στις πρόσφατες εκλογές οι Σουηδοί Δημοκράτες κατάφεραν να κάνουν την πολυπόθητη “επανάσταση”, συγκεντρώνοντας το εντυπωσιακό ποσοστό του 20,6% των ψήφων, ξεπερνώντας το συντηρητικό Κόμμα των Μετριοπαθών, που αποτελούσε τη δεύτερη ισχυρότερη πολιτική δύναμη της χώρας για 40 και πλέον χρόνια. Σήμερα, μόνο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που κυβερνά παραδοσιακά στη Σουηδία, έχει μεγαλύτερη αποδοχή μεταξύ των πολιτών.
Αυτή η αξιοσημείωτη άνοδος οφείλεται στις δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη ζωή των Σουηδών τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Η πάλαι ποτέ χώρα πρότυπο από πλευράς οικονομικής ισότητας, την τελευταία 30ετία έχει βιώσει την ιδιωτικοποίηση των νοσοκομείων, των σχολείων και των γηροκομείων της, εξέλιξη που προκάλεσε αξιοσημείωτη διεύρυνση των ανισοτήτων και ήγειρε μια αίσθηση έντονης κατάπτωσης.
Η εικόνα της Σουηδίας ως χώρας των ίσων ευκαιριών, που έχει γλιτώσει από τη μάστιγα της ακροαριστεράς ή της ακροδεξιάς, έχει εκλείψει πλέον. Αυτό το “σκοτεινό” συλλογικό αίσθημα υπέβοσκε, περιμένοντας έναν πολιτικό εκφραστή – και οι Σουηδοί Δημοκράτες το εξέφρασαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχυρίζονται ότι τον παλιό καλό καιρό, τα πράγματα ήταν καλύτερα, και ο λαός τους πιστεύει. Πρεσβεύουν την επιστροφή στα αγροτόσπιτα, την αρχή του “νόμος και τάξη”, το δόγμα “οι γυναίκες είναι γυναίκες και οι άνδρες είναι άνδρες”.
Για την άνοδο, βέβαια, των Σουηδών Δημοκρατών, την ευθύνη φέρουν τα μεγάλα κόμματα της χώρας. Τα παραδοσιακά κόμματα σταδιακά υιοθέτησαν τις θέσεις και τη ρητορική των Σουηδών Δημοκρατών για το έγκλημα και τη μετανάστευση – αλλά αυτή η στρατηγική δεν τους έχει αποφέρει ψήφους. Αντίθετα, φαίνεται ότι ωφέλησε την άκρα δεξιά. Σε περίπου 12 χρόνια, οι Σουηδοί Δημοκράτες κατάφεραν να συναγωνίζονται με τους Σοσιαλδημοκράτες για τις ψήφους της εργατικής τάξης, με τους Μετριοπαθείς να συγκεντρώνουν τη στήριξη των επιχειρηματιών και τους Κεντρώους τη στήριξη του αγροτικού πληθυσμού.
Ευθύνη φέρουν όμως και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στην προσπάθειά τους να προστατεύσουν τις παραδοσιακές δημοκρατικές αξίες της Σουηδίας, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης συχνά απέφευγαν να φιλοξενήσουν εκπροσώπους των Σουηδών Δημοκρατών, ιδίως στα πρώτα χρόνια ύπαρξης του κόμματος. Αλλά, σήμερα, φαίνεται ότι η στάση τους αυτή είχε ουσιαστικά το αντίθετο αποτέλεσμα.
Οι άνθρωποι που στρέφονται προς τους Σουηδούς Δημοκράτες είναι αυτοί που για διάφορους λόγους αισθάνονται “στιγματισμένοι”, π.χ. γιατί έχασαν τη δουλειά τους. Αυτό, όχι μόνο έχει τροφοδοτήσει την αυτοπροβολή του κόμματος ως “μάρτυρα”, αλλά ενίσχυσε και τη δημοφιλία του μεταξύ των υποστηρικτών του.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τα παραδοσιακά κόμματα φέρουν ευθύνη για την πρόκληση της τέλειας καταιγίδας. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, κατά την προεκλογική του εκστρατεία, ανέδειξε τους Σουηδούς Δημοκράτες σε βασικό “εχθρό” του, καθιστώντας τις εναλλακτικές επιλογές σχεδόν “αόρατες” στον δημόσιο διάλογο. Η στρατηγική του στηριζόταν στο “Εμείς ή αυτοί”. Πολλοί Σουηδοί, κυρίως άνδρες, επέλεξαν τους Σουηδούς Δημοκράτες.
Από την πλευρά τους, τα συντηρητικά κόμματα, όπως οι Μετριοπαθείς, βλέποντας τους ψηφοφόρους τους να τα εγκαταλείπουν για τους Σουηδούς Δημοκράτες, αντέδρασαν επίσης λανθασμένα. Οι Μετριοπαθείς επεσήμαναν κυρίως τις ομοιότητες μεταξύ των δύο κομμάτων, μέχρι δε του σημείου να καταστεί τελικά εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς τις διαφορές τους.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Οι Σοσιαλδημοκράτες, παρότι παραμένουν το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα, δεν είναι σε θέση να σχηματίσουν κυβέρνηση. Αντίθετα, ένα συντηρητικό μπλοκ, με επικεφαλής τον Ουλφ Κρίστερσον των Μετριοπαθών, θα επιχειρήσει να αναλάβει την εξουσία – εφόσον βέβαια εξασφαλίσει τη στήριξη των Σουηδών Δημοκρατών. Το κόμμα, που έχει αποκτήσει ουσιαστικά τον ρόλο του ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα, είναι πλέον ένα από τα πιο επιτυχημένα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη, στην περίοδο που ακολούθησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πρόκειται για μια τρομακτική αλήθεια. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι η πλειοψηφία των πληθυσμού της χώρας δεν ανήκει στις τάξεις των Σουηδών Δημοκρατών. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν λύσεις σε υπαρκτά προβλήματα -όπως η ανησυχητική έξαρση των συμμοριών και των ανταλλαγών πυροβολισμών μεταξύ εμπόρων ναρκωτικών σε αρκετές πόλεις- χωρίς να καταφεύγουν σε εθνικιστικά παιχνίδια επίρριψης ευθυνών και δυσφήμισης της “μη σουηδικής” κουλτούρας.
Ως φιλελεύθερη δημοκράτης δεν θα εγκρίνω ποτέ ένα κόμμα που πανηγυρίζει την επιτυχία του με αναφορές στη ναζιστική ιδεολογία του Χίτλερ, παρά τους ισχυρισμούς ότι από καθαρή σύμπτωση και μόνο το επιφώνημα “Ιερή Νίκη” (Helg seger) διαφέρει μόλις κατά ένα γράμμα από τη ναζιστική πολεμική ιαχή (Hell seger).
* Η Elisabeth Asbrink είναι συγγραφέας των βιβλίων “1947: Where Now Begins”, “Made in Sweden: 25 Ideas That Created a Country” και “And in Wienerwald the Trees Remain”.
© 2022 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”