
Δεν συμβαίνει συχνά, μια τρίτη χώρα να ανακοινώνει ποια ημερομηνία μια χώρα θα εισβάλει σε μια άλλη, ωστόσο αυτές οι προβλέψεις γίνονται από Αμερικανούς αξιωματούχους σχετικά με τα υποτιθέμενα σχέδια της Ρωσίας να επιτεθεί στην Ουκρανία.
Ανακοινώνοντας έναν ξένο πόλεμο, ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει επιλέξει μια στρατηγική νίκης. Αν γίνει πόλεμος θα έχει δίκιο. Αν δεν συμβεί, θα είναι επειδή κατάφερε να σταματήσει τον Ρώσο ομόλογο του, επειδή το αντιλήφθηκε. Επιπλέον, θα το έχει κάνει χωρίς να κάνει παραχωρήσεις σε βασικά ζητήματα και -κυρίως για τον Μπάιντεν- σε συμφωνία με τους συμμάχους των ΗΠΑ στο όνομα μιας ενοποιημένης Δύσης.
Ασφαλώς, θα ήταν μια καλύτερη εξέλιξη για τον Μπάιντεν εάν δεν υπάρξει εισβολή. Αυτό θα έδειχνε τον ίδιο και τη Δύση αρκετά ισχυρούς ώστε να σταματήσουν έναν επιτιθέμενο. Αλλά εάν υπάρξει ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ισχυρότερη απάντηση που μπορεί να επιτρέψει η Δύση στον εαυτό της θα φανεί σε πολλούς ανεπαρκής και δυσανάλογη σε σχέση με ένα τόσο ακραίο γεγονός.
Αυτός είναι ο λόγος που η επικείμενη επιθετικότητα περιγράφεται με τόση βεβαιότητα. Όσο πιο αναπόφευκτο περιγράφεται, τόσο περισσότερο σαν επιτυχία θα φανεί εάν δεν συμβεί.
Στη Δύση, μια εισβολή φαίνεται πραγματικά πιθανή, αν κρίνουμε από τον καταιγισμό της διπλωματικής δραστηριότητας και την πρωτοφανή ανησυχία σε δηλώσεις ηγετών-κρατών με επιρροή. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα έκαναν ένα τέτοιο σόου χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος, απλώς για να αμαυρώσουν τη φήμη της Ρωσίας.
Σε τελική ανάλυση, δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο που αφιερώνουν τον χρόνο τους και την προσοχή τους στο ζήτημα, αλλά και οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας, που συνήθως είναι απρόθυμοι να μιλήσουν άσχημα για τη Ρωσία.


Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι κάποια στιγμή πέρυσι η Μόσχα να φοβήθηκε πραγματικά ότι η Ουκρανία θα προσπαθούσε να ανακτήσει τον έλεγχο των αποσχισθέντων περιοχών του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ με τη βία, ενθαρρυμένη από την εκλογική νίκη του Μπάιντεν, την επιτυχημένη επιχείρηση του Αζερμπαϊτζάν να ανακαταλάβει το Καραμπά, και την απόκτηση από το Κιέβο νέων όπλων, όπως τα τουρκικά drones Bayraktar. Και έτσι η Μόσχα έστειλε ένα προειδοποιητικό σήμα συγκεντρώνοντας στρατεύματα κοντά στην Ουκρανία, την άνοιξη του περασμένου έτους.
Έγινε γρήγορα σαφές ότι αυτό ήταν ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο της σκληρής διπλωματίας. Μια σειρά εντατικές, απρογραμμάτιστες επικοινωνίες μεταξύ της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ και του Κρεμλίνου ακολούθησαν, με αποκορύφωμα μια προεδρική σύνοδο κορυφής που θα είχε πολύ καιρό να πραγματοποιηθεί εάν δεν υπήρχε ένταση στα σύνορα της Ουκρανίας. Η Ρωσία πέρασε από την περιφέρεια της ατζέντας της νέας κυβέρνησης, στο επίκεντρο της.
Έχοντας πετύχει μέτρια αποτελέσματα μέσω μιας μέτριας, βραχυπρόθεσμης συγκέντρωσης στρατευμάτων, το Κρεμλίνο αποφάσισε να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα αυτού του νέου εργαλείου. Η Ρωσία είχε μια μακρά λίστα με παράπονα που η Δύση είχε αγνοήσει, αρνούμενη ακόμη και να τα ακούσει, και τα απέρριπτε ως μη έχοντα προοπτική.
Τώρα η Ρωσία έχει βρει έναν τρόπο να προκαλεί την προσοχή: όχι απλώς συγκεντρώνοντας τα στρατεύματα της κοντά στην Ουκρανία, αλλά κάνοντας το σε τάξη μάχης και στη σωστή σύνθεση, για να πείσει τους στρατιωτικούς ειδικούς ότι αυτό που βλέπουν είναι προετοιμασίες για μάχη.
Σε όλες τις πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις τους, οι Ρώσοι αξιωματούχοι επιστρέφουν επίμονα σε δύο σημεία: ότι στα θεμέλια του τρέχοντος ουκρανικού καθεστώτος βρίσκεται ένα πραξικόπημα και ότι η Ουκρανία δεν εφαρμόζει τις συμφωνίες του Μινσκ.
Αυτά τα δυο βασικά μοτίβα αντιπροσωπεύουν την επιλογή που προσφέρεται: είτε το καθεστώς πρέπει να νομιμοποιηθεί στα μάτια της Ρωσίας με την εφαρμογή των συμφωνιών Μινσκ, ή η Ρωσία θα λύσει το ζήτημα μιας παράνομης κυβέρνησης σε μια γειτονική χώρα.
Μια πιθανότητα που δεν μπορεί να αποκλειστεί είναι ότι η Ρωσία ίσως να μην κατορθώσει να εξασφαλίσει το διπλωματικό αποτέλεσμα που θέλει ή να αποφασίσει να ασκήσει βία, αλλά θα στρέψει έναν έτοιμο για μάχη στρατό κοντά στην Ουκρανία, σε μια μόνιμη ή τουλάχιστον τακτική πηγή απειλής που θα βλάψει την Ουκρανία περισσότερο από όσο θα την ωφελήσει η δυτική βοήθεια.
Αυτό επίσης θα κρατούσε τη Δύση σε μια κατάσταση έντασης, και τελικά θα υποχρέωνε την Ουκρανία και τη Δύση να υιοθετήσουν μια πιο ευέλικτη προσέγγιση. Η Ρωσία είναι προετοιμασμένη να παίξει το μεγάλο παιχνίδι.
Όσοι πιστεύουν ότι οι κυρώσεις θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη Ρωσία από το να εισβάλει στην Ουκρανία ή να την τιμωρήσουν επειδή το κάνει, πρέπει να καταλάβουν ότι η πιο επιθετική πλευρά της ρωσικής ηγεσίας δεν είναι εναντίον των δυτικών κυρώσεων που στοχεύουν ολιγάρχες, τράπεζες, επιχειρήσεις, εθνικό χρέος κλπ.
Για τα “γεράκια”, το ιδανικό σενάριο θα ήταν μια κυρίαρχη κοινωνικό-οικονομική αυτάρκεια, το τέλος των δεσμών με τη Δύση, την πλήρη κυριαρχία των ελίτ, και την αντικατάσταση οτιδήποτε είναι δυνατό, ακόμη και αν αυτό απαιτεί βοήθεια από τη φιλική Κίνα.
Για να κρατήσει τον έλεγχο της εξουσίας, ο Πούτιν δεν έχει ποτέ ταυτιστεί με μία μόνο ομάδα του καθεστώτος του, αλλά καθώς οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες κάνουν μια ομάδα ισχυρότερη, αυτό θα αλλάξει την προσωπική του ισορροπία υπέρ της ισχυρότερης ομάδας. Οι κυρώσεις θα τονώσουν τη θέση της φιλοπολεμικής ομάδας, όπως έχει δείξει η ιστορία.
Ανεξάρτητα από την επιθυμία της να συγκρατήσει ή να τιμωρήσει τη Ρωσία, η Δύση θα διαπιστώσει ότι είναι πιο εύκολο να διαπραγματευτεί με μια Ρωσία που σχεδόν εισέβαλε στην Ουκρανία, παρά μια Ρωσία που το έκανε στην πραγματικότητα, και τα γεράκια στη Ρωσία το ξέρουν αυτό. Ο Μπάιντεν έχει ανοικοδομήσει μια δυτική ενότητα στη βάση της αποτροπής της επιθετικότητας, και μια εισβολή θα τη δίχαζε για άλλη μια φορά -όπως θα συνέβαινε με την αναγνώριση από τη Μόσχα των αυτοαποκαλούμενων λαϊκών δημοκρατιών του Ντόνετσκ και του Λουγκάνσκ.
Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των αποσχισθείσων περιοχών θα άλλαζε το status quo στο σημείο, αλλά θα ήταν λιγότερο καταστροφικό από μια εισβολή. Θα σήμαινε την αποχώρηση της Μόσχας από τις συμφωνίες του Μινσκ που στόχο έχουν να τελειώσουν τη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία, για τις οποίες η Μόσχα κατηγορεί την Ουκρανία και τη Δύση, ότι δεν τις έχουν εφαρμόσει.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι η τρέχουσα κρίση ξεκίνησε με την απροσδόκητη δημοσίευση από τη Μόσχα εμπιστευτικής αλληλογραφίας μεταξύ των ΥΠΕΞ της Γερμανίας και της Γαλλίας, με στόχο να εκθέσει την απροθυμία τους στην τήρηση των συμφωνιών του Μινσκ μαζί με την Ουκρανία. Θα μπορούσε να τελειώσει με πιο λεπτομερή επιβεβαίωση της εφαρμογής τους, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων που η Ουκρανία βρίσκει ως τα πιο απαράδεκτα.
Αλλά η Δύση δεν μπορεί να αποφασίσει εάν είναι αρκετό αυτό για να σώσει την Ουκρανία ή αν χρειάζεται να βγει από την κρίση ως ο απόλυτος νικητής, δηλαδή να μην έχει κάνει παραχωρήσεις, ακόμη και στην εφαρμογή των λιγότερο αποδεκτών μερών των συμφωνιών του Μινσκ, οι οποίες υπογράφηκαν από εκπροσώπους της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Δύσης το 2015.
Στις διαπραγματεύσεις της με την κινητοποιημένη Ρωσία, η Δύση δεν παλεύει απλώς για την ασφάλεια της Ουκρανίας, αλλά για το καθεστώς του απόλυτου νικητή του Ψυχρού Πολέμου: ένα status που η Ρωσία τώρα αμφισβητεί χρησιμοποιώντας βία. Εδώ βρίσκεται η αιτία της δυτικής αδιαλλαξίας ή όπως το περιέγραψε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ σε μια συνάντηση με τον Βρετανό ομόλογο του, “μια συζήτηση μεταξύ του κουφού και του τυφλού”.
Η Ρωσία δεν ξέρει πόσο κοντά στην επικράτεια της -ή εντός αυτής-καταλήγουν τα δυτικά σύνορα. Η Δύση δεν ξέρει πόσο κοντά της -ή εντός της- τελειώνουν τα σύνορα της Ρωσίας. Είναι σαφές ότι εδώ βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή εντός της Δύσης, μεταξύ όσων είναι υπέρ του συμβιβασμού και εκείνων που θέλουν να πανηγυρίσουν με τη νίκη. Ακριβώς η ίδια γραμμή διχάζει τη ρωσική ηγεσία.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegiemoscow.org/commentary/86452