Stand-off πύραυλοι Rampage και κατευθυνόμενες βόμβες SPICE – Πραγματική ισχύς αποτροπής για την Πολεμική Αεροπορία και την ελληνική άμυνα. Πρόκειται για τη σημαντικότερη εξέλιξη των τελευταίων 20 ετών στο χώρο των επιχειρήσεων αέρος – εδάφους. Χωρίς καμία υπερβολή.
Η απόφαση για την απόκτηση συλλογών κατευθυνόμενων βομβών της οικογένειας SPICE της ισραηλινής RAFAEL, μαζί με πυραύλους μεγάλης ακτίνας Rampage της -επίσης ισραηλινής – Elbit Systems, αλλάζει υπό ευρεία έννοια τα δεδομένα στις ισορροπίες δυνάμεων σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο. Παρακάτω εξηγούμε το γιατί…
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Ξεκινάμε με λίγη ιστορία για να δώσουμε μια συνοπτική μεν αλλά επαρκή εικόνα του πώς εξελίχθηκαν οι δυνατότητες της Πολεμικής Αεροπορίας μεταπολεμικά, στις αποστολές αέρος – εδάφους. Η εισαγωγή των πρώτων αεριωθούμενων μαχητικών σε υπηρεσία στην Ελλάδα, στις τάξεις της τότε ΕΒΑ (1952), δεν έφερε επί της ουσίας κάποια σημαντική διαφοροποίηση στις τακτικές αέρος – εδάφους εναντίον τακτικών στόχων, σε σχέση με αυτές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το πρώτο πραγματικό εξελικτικό βήμα σε αυτού του είδους τις επιχειρήσεις, ήταν η ένταξη του F-104G Starfighter σε υπηρεσία το 1964. Γιατί ήταν το πρώτο μαχητικό της Πολεμικής Αεροπορίας και πολλών αεροπορικών δυνάμεων στη δυτική Ευρώπη, που ήταν εξοπλισμένο με αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας (INS).
To LN3-2A της Litton Ιndustries δεν υπήρχε στα F-104 των εκδόσεων -Α έως – F. To F – 104G επομένως μπορούσε να πετάξει χαμηλά, ή ψηλά αν οι καιρικές συνθήκες ήταν άσχημες, εκτελώντας ναυτιλία ακριβείας (με τα δεδομένα της δεκαετίας του ‘60…) και να πλήξει στόχους σε αποστάσεις της τάξης των 1000 χιλιομέτρων. Μεταφέροντας όμως μία πυρηνική βόμβα.
Με φορτίο τεσσάρων βομβών των 1000 λιβρών, η ακτίνα των 1000 χιλιομέτρων περιορίζονταν σημαντικά. Το επόμενο εξελικτικό βήμα ήταν το A-7H Corsair II, το 1975. Καθαρόαιμο βομβαρδιστικό με πολύ μεγάλη ακτίνα, μεγάλη μεταφορική ικανότητα σε φορτίο όπλων και ένα πολύ εξελιγμένο και αποτελεσματικό (όπως αποδείχθηκε στο Βιετνάμ…) σύστημα ναυτιλίας και άφεσης οπλισμού.
Καθιστούσε συμβατικές βόμβες (Mk.82, – 83 και – 84) όπλα ακριβείας! Απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες δηλαδή, ημέρα και νύχτα, όχι μόνο σε σχέση με το F – 104G, αλλά ακόμη και σε σχέση με το πιο σύγχρονο και διπλού ρόλου F-4E Phantom II.
Το τρίτο κατά σειρά εξελικτικό βήμα ήταν ο συνδυασμός των ατρακτιδίων (ναυτιλίας και στοχοποίησης) του συστήματος LANTIRN με βόμβες καθοδήγησης λέιζερ (LGB), επάνω στα F-16C/D Block 50. To 1999 μέσω αυτού συνδυασμού η Πολεμική Αεροπορία απέκτησε τη δυνατότητα να πλήττει στόχους βαθιά μέσα στο έδαφος του αντιπάλου, ημέρα και νύχτα και υπό άσχημες καιρικές συνθήκες. Όλα αυτά μπορούσε να τα κάνει και με το A-7, αλλά υπό συγκεκριμένες συνθήκες και με σημαντικούς περιορισμούς.
Η πρώτη σημαντική διαφορά σε σχέση με το Α-7Η και κατόπιν και το -Ε που αποκτήθηκε από την Ελλάδα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90 όταν ο τύπος αποσύρθηκε από το USN μετά τον πρώτο πόλεμο στον Περσικό Κόλπο, εντοπίζονταν στο ότι το F-16 Block 50 με το LANTIRN μπορεί να πετάξει χαμηλά (έως πολύ χαμηλά…) αυτόματα (ATF – Automatic Terrain Following), περιορίζοντας το φόρτο εργασίας του πληρώματος (στο Α-7Η/Ε υπήρχε τέτοια διαμόρφωση μέσω του ραντάρ, αλλά τον έλεγχο του αεροσκάφους είχε το πλήρωμα…), εκμηδενίζοντας την πιθανότητα ανθρώπινου σφάλματος και φυσικά μειώνοντας σημαντικά και την πιθανότητα εντοπισμού του από τα ραντάρ της εχθρικής αεράμυνας.
Η δεύτερη σημαντική διαφορά είναι το ότι το F-16 Block 50 μπορεί πέρα από συμβατικό βομβαρδισμό, να καταδείξει μέσω του συστήματος LANTIRN παθητικά (λέιζερ) συγκεκριμένους στόχους για να καθοδηγήσει τις βόμβες λέιζερ που μεταφέρει, με απόλυτη ακρίβεια εναντίον τους.
Η εξέλιξη των παθητικών (ηλεκτροοπτικών) και ηλεκτρομαγνητικής εκπομπής και λήψης αισθητήρων (ραντάρ) τα τελευταία 20 χρόνια, σε συνδυασμό με την ευρεία αξιοποίηση ασφαλών (δεν παρεμβάλλονται…) συστημάτων μετάδοσης και λήψης δεδομένων και στοιχείων στοχοποίησης (data Link), έχει καταστήσει αυτού του είδους τις επιχειρήσεις εξαιρετικά (μη αποδεκτά…) επικίνδυνες για μαχητικά αεροσκάφη και πληρώματα. Είναι δηλαδή σχεδόν απαγορευτικό πλέον το να πετάξεις πάνω από το στόχο για να εξαπολύσεις όπλα εναντίον του, αντιμετωπίζοντας έστω και μία υποτυπωδώς οργανωμένη αεράμυνα…
Από την άλλη πλευρά βέβαια, η ίδια αυτή εξέλιξη στην τεχνολογία των αισθητήρων και των data link ήταν που επέτρεψε την ανάπτυξη, τη μαζική παραγωγή και την ταχύτατη διάδοση των τακτικών, υποστρατηγικών και στρατηγικών αερομεταφερόμενων, stand off όπλων. Όπλων που άλλαξαν τα δεδομένα στις αεροπορικές επιχειρήσεις αυτού του είδους και που –με πολύ μεγάλη καθυστέρηση που φτάνει τη δεκαετία– αποκτά και η Πολεμική Αεροπορία.
Τα μαχητικά – φορείς μπορούν να εξαπολύσουν τα όπλα αυτά από μεγάλες αποστάσεις εναντίον στόχων, αποφεύγοντας έτσι την έκθεσή τους στην εχθρική αεράμυνα. Αυξάνονται επομένως οι πιθανότητες επιβίωσής τους, ενώ παράλληλα αυξάνεται έμμεσα η ακτίνα μάχης τους και οι δυνατότητές τους να δημιουργούν συνθήκες κορεσμού για την τελευταία. Μέσω της εξαπόλυσης μεγάλου αριθμού όπλων ταυτόχρονα, εναντίον ισάριθμων, διαφορετικών στόχων.
Ερχόμαστε στο σημερινό εξελικτικό βήμα λοιπόν… Στα όπλα της οικογένειας SPICE, το DP έχει αναφερθεί αναλυτικά όχι μία αλλά πολλές φορές. Το Rampage, που είναι μία εξίσου σημαντική και κρίσιμη για την ελληνική άμυνα προσθήκη στο οπλοστάσιο της Πολεμικής Αεροπορίας, έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Πρόκειται για πύραυλο αέρος – εδάφους με την ικανότητα να πλήττει στόχους υπό διαφορετικές γωνίες (top attack) μέχρι και 90 μοιρών και με υπερηχητικές ταχύτητες. Το πρώτο δεδομένο που πρέπει επομένως να κρατήσουμε, αφορά το ότι είναι δύσκολα ανασχέσιμο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δώσει στη δημοσιότητα ο κατασκευαστής, το βάρος του όπλου είναι 580 κιλά (1.279 λίβρες), το μήκος του είναι 4,7 μέτρα και η διάμετρός του 30,6 εκατοστά. Για την καθοδήγησή του προς το στόχο χρησιμοποιεί συνδυασμό INS και GPS με δυνατότητα ασφαλούς αξιοποίησης ακόμη και σε περιβάλλον έντονων αντιμέτρων – παρεμβολών (άρνησης GPS).
Μπορεί να εξοπλιστεί με τρεις διαφορετικές πολεμικές κεφαλές. Γενικής χρήσης (GP), θραυσματογόνο και διατρητική. Με βάση την πάγια τακτική των Ισραηλινών, που προσφέρει πολύ μεγάλη ευελιξία σε κάθε υποψήφιο αγοραστή του Rampage, η πιστοποίηση και ενσωμάτωσή του μπορεί να γίνει με δύο τρόπους, ακριβώς όπως και με τις βόμβες της οικογένειας SPICE.
Δηλαδή είτε μέσω διασύνδεσης με τον υπολογιστή αποστολής του μαχητικού – φορέα (εκτελεί και τις λειτουργίες που είχαν παλιά οι υπολογιστές διαχείρισης και άφεσης οπλισμού), είτε μέσω ανεξάρτητης διασύνδεσης με ειδικό control box (πίνακα ελέγχου) στον θάλαμο διακυβέρνησης. Άρα, το όπλο μπορεί να ενσωματωθεί τόσο σε σύγχρονα όσο και σε παλιά μαχητικά. Δηλαδή μπορεί να πιστοποιηθεί είτε στα εκσυγχρονισμένα F-16V της Πολεμικής Αεροπορίας, όσο και στα παλιά Block 30 και Block 50.
H ακτίνα του όπλου δεν είναι γνωστή και φυσικά διαφοροποιείται ανάλογα με το ύψος και την ταχύτητα άφεσής του από το μαχητικό – φορέα. Βάσει κατασκευαστή ανέρχεται σε 150 χιλιόμετρα. Επομένως είναι μεγαλύτερη των 100 χιλιομέτρων, ανεξαρτήτως συνθηκών. Η ουσία είναι ότι όπως και στην περίπτωση των SPICE αλλά και του γαλλικού AASM που είναι κάτι μεταξύ κατευθυνόμενης βόμβας και πυραύλου, με μία μόνο διέλευση (επίθεση) μπορούν να προσβληθούν μέχρι τέσσερις στόχοι!
Η κατασκευάστρια εταιρεία στις απεικονίσεις που περιλαμβάνει στην ιστοσελίδα της, αποκαλύπτει δυνατότητα μεταφοράς μέχρι τεσσάρων Rampage από το F-16. Πράγμα που σημαίνει ότι στις παλιές εκδόσεις του μαχητικού (Block 30 και Block 50) μπορεί να μεταφερθεί μία μόνο εξωτερική δεξαμενή καυσίμου στον κεντρικό αναρτήρα της ατράκτου. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ακτίνα και την αυτονομία του.
Κατά συνέπεια τα F-16V που διαθέτουν και τις ραχιαίες CFT (Conformal Fuel Tanks), θεωρείται πιο πιθανό ότι θα αποκτήσουν τη δυνατότητα αξιοποίησης του Rampage. Στα νέα ισραηλινά όπλα αέρος – εδάφους θα υπάρξουν και άλλες αναφορές, δεδομένου ότι περισσότερα στοιχεία θα καταστούν διαθέσιμα στο άμεσο μέλλον.
Προς το παρόν κρατάμε την ουσία που δεν είναι άλλη από την κατακόρυφη και χαμηλού κόστους (αν επιβεβαιωθούν τα οικονομικά στοιχεία…) αναβάθμιση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των ελληνικών F-16 σε αποστολές κρούσης ακριβείας σε μεγάλες αποστάσεις. Είναι ένας από τους λόγους, ίσως ο πιο σημαντικός, της κρισιμότητας του εκσυγχρονισμού των F-16 Block 30/50, που για άλλη μία φορά και χωρίς πειστικές διευκρινίσεις, δεν προωθήθηκε προς έγκριση στη Βουλή των Ελλήνων.
Η ελληνική άμυνα έχει ανάγκη την αριθμητική ισχύ των 150+ F-16 όλων των εκδόσεων της Πολεμικής Αεροπορίας. Η μάζα πυρός, πέρα από την ακρίβεια και τις stand off αποστάσεις, που μπορούν να εξασφαλίζουν μεταφέροντας όπλα όπως τα SPICE και το Rampage δεν μπορεί να επιτευχθεί από τα 24 Mirage 2000-5Mk.2 και τα ισάριθμα Rafale F3R στο μέλλον.
Τα μαχητικά αυτά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι θα αξιοποιηθούν σε ειδικούς ρόλους (υποστρατηγική κρούση και αντιπλοϊκές επιχειρήσεις), πέρα από τα ειδικά καθήκοντα αέρος – αέρος που θα έχουν. Αν δε στο μέλλον μέσω άλλης μίας κίνησης “ματ” η Πολεμική Αεροπορία, αποκτήσει και συλλογές AASM, τότε οι ειδικοί ρόλοι για τα Rafale θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο, όπως θα αυξηθεί και το “ειδικό βάρος” τους στον ελληνικό επιχειρησιακό σχεδιασμό.