
© Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Δημήτριος Χαρισιάδης | Παλιά Αθήνα | Πρωτοχρονιά στην παλιά Αθήνα
Ξεφάντωμα στους δρόμους, με χαρτοπόλεμο, μουσική και κουλουροπόλεμο αλλά και ξενύχτι πάνω από την πράσινη τσόχα συνέθεταν το πρωτοχρονιάτικο σκηνικό στην παλιά Αθήνα. Παράλληλα, υπήρχαν και οι πολυέξοδες ανακτορικές φιέστες, που αποτελούσαν το αγαπημένο θέμα συζήτησης των «κοσμικών» της εποχής.
κείμενο Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Στην παλιά Αθήνα έλεγαν ότι «τα μαύρα στρογγυλά σταφύλια τρωγόμενα τα μεσάνυχτα είναι εγγύηση ευτυχίας.
Από τον περισσότερο κόσμο, όμως, αντιμετωπίζονταν με αδιαφορία ή και περιπαικτική διάθεση, όπως αποτυπωνόταν στην έμμετρη σατιρική εφημερίδα «Ο Ρωμηός» του Γ. Σουρή.
Το πανηγυρικό κλίμα φαινόταν από νωρίς το πρωί της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην αγορά της Αθήνας, γύρω από την πλατεία Βαρβακείου.
Ολα τα καταστήματα, «παντοπωλεία, κρεοπωλεία, λαχανοπωλεία και οπωροπωλεία», ήταν στολισμένα. Στα κρεοπωλεία τα σφάγια κρέμονταν στα τσιγκέλια και όπως διαβάζουμε στις εφημερίδες της εποχής, «χρυσόχαρτα και πολύχρωμοι ταινίαι επικαλύπτουσι τα κρέατα».
Ωστόσο, κάποιοι μαγαζάτορες τραβούσαν τα βλέμματα με τις ευφάνταστες δημιουργίες τους.
Η «Εφημερίς» περιέγραφε, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1892, ένα κατάστημα έξω από το οποίο ο ευρηματικός κρεοπώλης είχε στερεώσει έναν χοίρο στα πίσω πόδια ενώ με τα δύο μπροστινά εμφανιζόταν να κρατάει έναν δίσκο με κεράσματα για τους πελάτες.
«Κεκοσμημένος ο σερβιτόρος ούτος με κομβοδέσμους πολυχρώμους εφαίνετο ως αρχαίος θεράπων αριστοκρατικής οικίας», σημείωνε ο συντάκτης.
Εκείνα τα χρόνια οι Αθηναίοι επέλεγαν κατά κανόνα, για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, κοτόπουλο και οι πιο εύποροι αγόραζαν γαλοπούλα ή άλλα κυνήγια, όπως φασιανούς, λαγούς ή μπεκάτσες.
Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν ήταν λίγοι αυτοί που δεν προτιμούσαν τα κρεατικά αλλά επέλεγαν ψάρια, ίσως γιατί ήταν φθηνότερα. Γι’ αυτό, σε κάποια από τα «παραδοσιακά» ρεπορτάζ αγοράς διαβάζουμε ότι μέχρι το μεσημέρι είχαν αδειάσει οι πάγκοι ψαριών.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές (το 1906), τα μπαρμπούνια πρώτης ποιότητας είχαν 4 δραχμές η οκά, οι συναγρίδες 3,50 δραχμές η οκά (η οκά ήταν περίπου 1,2 κιλό), τα μεγάλα λαβράκια 3 δραχμές, οι μαρίδες -άφθονες- 1 δραχμή, όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά.
Στα κρεατικά -που χαρακτηρίζονταν ακριβά-, οι γαλοπούλες είχαν 9-10 δραχμές η μία, τα κοτόπουλα 3,5-5 δραχμές το ένα, οι μπεκάτσες 3,5 δραχμές το ζευγάρι, οι λαγοί 5-6 δραχμές ο ένας, κ.ο.κ.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η αξία των παραπάνω ειδών θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το μεροκάματο για τον εργάτη κυμαινόταν μεταξύ 50 και 70 λεπτών της δραχμής (άρα, για την αγορά μιας κότας χρειαζόταν εργασία τουλάχιστον 5 ημερών, ενώ για την αγορά μαρίδας απαιτείτο εργασία λιγότερη των 2 ημερών) και για τον καλό τεχνίτη, από μία έως δύο δραχμές. Αντίστοιχα ένας «μεσαίος» μηνιαίος μισθός, π.χ. των υπαξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, ήταν 60-70 δραχμές.
Για τους όχι λίγους οικονομικά ασθενέστερους λειτουργούσαν πάντως πολλά συσσίτια από τον δήμο και από διάφορους συλλόγους.
Οι πιο ευκατάστατοι φρόντιζαν να αγοράσουν και γλυκίσματα, συνήθως κουραμπιέδες ή γλυκά του ταψιού -κυρίως μπακλαβά-, από ζαχαροπλαστεία στην οδό Αιόλου ή στην Ερμού.
Για την αγορά παιχνιδιών, μπαλονιών ακόμα και φθηνών αρωμάτων, προτιμούσαν τα τραπεζάκια και τα καροτσάκια των πλανόδιων πωλητών, που βρίσκονταν από την αρχή της οδού Αιόλου μέχρι τη διασταύρωση με την οδό Ερμού.
Οι αγορές συνεχίζονταν συνήθως μέχρι το μεσημέρι. Γύρω στις 2.00 μ.μ. εμφανίζονταν αυτοί που πωλούσαν χαρτοπόλεμο, ενώ κόσμος συγκεντρωνόταν στα καροτσάκια με τις σφυρίχτρες, τις ροκάνες, τις τρομπέτες και άλλα θορυβώδη παιχνίδια.
Σιγά σιγά η κίνηση αυξανόταν. Εβλεπε κανείς, σύμφωνα με τις περιγραφές, ανθρώπους κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, οικογενειάρχες, μητέρες με τα μωρά τους, ομάδες νεαρών, ναύτες από ξένα πλοία που βρίσκονταν στον Πειραιά κ.ά.
«Τρομπέτες, ροκάνες και διάφορα άλλα ξεκουφαίνοντα όργανα εις την ημερήσιαν διάταξιν» μαζί με φωνές «διαλαλούντων εμπορεύματα και του διασκεδάζοντος κόσμου», όπως διαβάζουμε σε περιγραφές εφημερίδων.
Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα η οδός Ερμού και η οδός Αιόλου είχαν γίνει πια πεδία «μάχης» του χαρτοπόλεμου, όπως τις Απόκριες, ενώ μπάντες, όπως π.χ. του ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα, έπαιζαν μουσική.
Αθηναίοι έβγαιναν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια των σπιτιών τους, στους δύο δρόμους, και επιδίδονταν σε κουλουροπόλεμο με διερχόμενους νεαρούς. Σε κάποιες περιγραφές διαβάζουμε ότι όταν είχε καλό καιρό συγκεντρώνονταν περισσότεροι από 15.000 Αθηναίοι. Το απόγευμα, όταν είχε αρχίσει πια να σκοτεινιάζει, ομάδες νεαρών με «φωτεινά μπαστούνια περνούσαν την Ερμού τρέχοντας».
Αυτό το ξέφρενο πανηγύρι συνεχιζόταν μέχρι τις 7.00 μ.μ., οπότε ο κόσμος άρχιζε να αποχωρεί και κατά τις 9.00 μ.μ. είχε σχεδόν τελειώσει. Ηταν η ώρα που όλοι μαζεύονταν στο σπίτι για το βραδινό τραπέζι, ώστε ν’ ακολουθήσει το παραδοσιακό… προσκύνημα στη θεά Τύχη.
Εκείνα τα χρόνια αλλά και μεταγενέστερα η χαρτοπαιξία ήταν πολύ διαδεδομένη συνήθεια για ανθρώπους όλων των κοινωνικών τάξεων.
Οπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής, τα καφενεία ήταν έτοιμα από νωρίς να υποδεχτούν τους θαμώνες τους για το χαρτοπαίγνιο. Ωστόσο, άλλοι προτιμούσαν να πηγαίνουν στις επίσημες χαρτοπαικτικές λέσχες και κάποιοι έπαιζαν χαρτιά σε σπίτια.
Σε μια έρευνα της εφημερίδας «Ακρόπολις» διαβάζουμε ότι τον Οκτώβριο του 1908 υπήρχαν στην Αθήνα -που τότε ήταν μια μικρή πόλη 100.000 κατοίκων-, γύρω από το σημερινό κέντρο, 28 επίσημες χαρτοπαικτικές λέσχες.
Κάποιες απ’ αυτές απευθύνονταν στην «ανώτερη τάξη» και σύχναζαν εκεί βουλευτές, ανώτατοι δικαστικοί, αξιωματικοί του στρατού, ανώτεροι υπάλληλοι υπουργείων, δημοσιογράφοι κ.ά., ενώ άλλες, κυρίως κοντά στην περιοχή της Ομόνοιας και προς το Θησείο, ήταν για τις «λαϊκές τάξεις».
Σε περιόδους που κάποια κυβέρνηση αποφάσιζε να καταδιώξει τα χαρτοπαίγνια (μια τέτοια απόφαση οδήγησε στη δολοφονία του πρωθυπουργού Θ. Δηλιγιάννη τον Μάιο του 1905, βλ. «Εφ.Συν., Νησίδες» φ. 2-3.6.2018), το παιχνίδι μεταφερόταν στα σπίτια, στις λεγόμενες «τράτες».
Οπως έγραφε, επίσης το 1908, η εφημερίδα «Καιροί» του Πέτρου Κανελλάκη, τα παράνομα χαρτοπαίγνια λειτουργούσαν σε σαλόνια σπιτιών που νοικιάζονταν αντί 100 δραχμών τη βραδιά, δηλαδή περισσότερο από ένα μεσαίο μηνιάτικο!

Με το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς και ενώ κερδισμένοι και χαμένοι επέστρεφαν στα σπίτια τους, αντίκριζαν τις στρατιωτικές μπάντες να διασχίζουν την πόλη, παιανίζοντας εγερτήρια και εορταστικά σαλπίσματα.
Λίγες ώρες αργότερα, στην οδό Ερμού, άρχιζαν να παρατάσσονται στρατιωτικά αγήματα και μπροστά στη μητρόπολη βρίσκονταν οι μαθητές των σχολών Ευελπίδων, Ναυτικών Δοκίμων και Υπαξιωματικών.
Πριν από τις 10.00 π.μ., σύμφωνα με το πρωτόκολλο, πρώτοι άρχιζαν να καταφθάνουν στη Μητρόπολη των Αθηνών οι ανώτεροι αξιωματικοί και οι ανώτεροι υπάλληλοι. Ακολουθούσε ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο και μετά οι ξένοι διπλωμάτες, οι οποίοι μαζί με τους υπουργούς καταλάμβαναν «τας προ των βασιλικών θώκων θέσεις».
Στις δέκα ακριβώς, κατέφθαναν ο βασιλιάς και η βασίλισσα -εκείνα τα χρόνια ήταν ο Γεώργιος ο Α’ και η Ολγα-, τους οποίους υποδέχονταν στην είσοδο του ναού ο μητροπολίτης Αθηνών και άλλα μέλη της Ιεράς Συνόδου.
Μετά τη δοξολογία αποχωρούσε πρώτο το βασιλικό ζεύγος, εν συνεχεία οι υπουργοί, οι διπλωμάτες και οι υπόλοιποι ενώ «αι μουσικαί και αι σάλπιγγες εχαιρέτιζον την διέλευσιν ανακρούουσαι, τα δε παρατεταγμένα σώματα παρουσίαζον όπλα».
Στη συνέχεια όλοι κατευθύνονταν στο Παλάτι, όπου γινόταν η τελετή του χειροφιλήματος. Και εκεί το τελετουργικό ήταν καθορισμένο.
Στην αίθουσα του θρόνου, γύρω από το βασιλικό ζεύγος, βρίσκονταν τα μέλη της Αυλής, δεξιά του θρόνου στέκονταν τα παιδιά του βασιλιά με τις συζύγους τους και αριστερά η Αυλή της βασίλισσας και των παιδιών (ο καθένας από τη βασιλική οικογένεια είχε την Αυλή του και όλοι πληρώνονταν από τους φόρους του λαού).
Το πρωτόκολλο υπαγόρευε τη σειρά που θα γινόταν το χειροφίλημα. Ομως, δεν έλειπαν και τα ευτράπελα με κάποιους ή κάποιες που ήθελαν να προηγηθούν στον ασπασμό του χεριού της βασίλισσας, θεωρώντας ότι αναβαθμίζεται η θέση τους στην κοσμική… ιεραρχία.
Μια τέτοια συμπεριφορά, βεβαίως, δεν έπαυε να είναι ένα μικρό σκάνδαλο για την κοσμική Αθήνα.
Κάτι τέτοιο διαβάζουμε στην εφημερίδα «Αθήναι» ότι συνέβη την Πρωτοχρονιά του 1909, με μια κυρία που όρμησε μπροστά σπρώχνοντας τις συζύγους τριών υπασπιστών.
«Θόρυβος και σούσουρον και ψίθυροι και διαμαρτυρίαι υπόκωφοι μεν οξύτατοι δε επηκολούθησαν, μετά δυσχερείας κατορθωθέντος υπό των επιτετραμμένων την τήρησιν της τάξεως υπασπιστών να συγκαληφθή το τελεσθέν», έγραφε η εφημερίδα.
Με την ευκαιρία του νέου έτους γινόταν και ένας μεγάλος χορός στο Παλάτι, που επίσης αποτελούσε κοσμικό γεγονός.
Ομως ο Γ. Σουρής στην έμμετρη σατιρική εφημερίδα του «Ο Ρωμηός» δεν καταλάβαινε από αυτά και σχολιάζοντας τον ανακτορικό χορό έγραφε το 1896, καυστικά:
«Ω συ Παλάτι λατρευτό,
κι αν είμαστε χωρίς λεφτό,
συ στάλαξε παρηγοριά
στην τόση μας κακομοιριά.
(…)
Και στου μπάλου τους ποικίλους
και τους ζωηρούς στροβίλους
ας πεισθώ κι εγώ το βόδι
προς τιμήν του Βασιληά
πως χορεύει και το πόδι
κι όχι μόνον η κοιλιά».
Οσο για το χειροφίλημα στη βασίλισσα, στο ίδιο τεύχος έγραφε:
«Ω συ καρδιά μου μην κλωτσάς… θα δω και την Βασίλισσα
οπού στο χειροφίλημα το χέρι της δεν φίλησα
κι είναι πονούντων ιατρός και βάλσαμον και δρόσος,
κι ήθελα για χατήρι της να γίνω ναύτης Ρώσσος.
Θα δω και τον Διάδοχο, του Θρόνου το ξεφτέρι…
πόσον τον επεθύμησα μόν’ ο Θεός το ξέρει».
Οι προλήψεις αποτελούν σταθερό… συνοδευτικό της Πρωτοχρονιάς!
Οι λάτρεις των τυχερών παιχνιδιών -και όχι μόνο- ψάχνουν το κάθε τι που θα τους φέρει γούρι ή που θα σπάσει την… γκίνια, ίσως και υπερβάλλοντας, αδιαφορώντας ακόμα και εάν προκαλούν με τη συμπεριφορά τους το γέλιο.
Την Πρωτοχρονιά του 1919 στην Αθήνα -που έβγαινε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε θρηνήσει δεκάδες νεκρούς από την πανδημία της «ισπανικής γρίπης»- διηγούνταν με χαμόγελα την ιστορία ενός κτηματία, που όταν έπαιζε χαρτιά «εγρίνιαζεν όταν εκέρδιζε κι εγελούσεν ως μεθυσμένος όταν έχανεν».
Ιλαρότητα, όμως, προκαλούσε και η «παραξενιά» ενός ανώτερου υπαλλήλου που δεν ήθελε η κόρη του να παίζει πιάνο ενώ αυτός έπαιζε χαρτιά.
«Μα ’φήστε τώρα τη μουσική! Πάει Μπακαράς (σ.σ. χαρτοπαικτικό παιχνίδι) και Μπετόβεν; Καιρός παντί πράγματι!», φώναζε θυμωμένος.
Οι προλήψεις αναρίθμητες. Κάποιες, δε, κρατάνε εδώ και αιώνες.
Η παλιά δοξασία, για παράδειγμα, πως ό,τι κάνουμε στην αρχή του χρόνου θα το κάνουμε όλο τον χρόνο, προέρχεται από τους Ρωμαίους. Γι’ αυτό και η Πρωτοχρονιά είναι αργία και επιδιώκεται αυτή τη μέρα η διασκέδαση.
Ενα άλλο ξενόφερτο έθιμο ήταν η αντίληψη ότι το γκι, το γνωστό ημιπαρασιτικό φυτό που αναπτύσσεται πάνω στα δένδρα, φέρνει ευτυχία. Το έθιμο ξεκίνησε από τους δρυΐδες της Γαλατίας, πέρασε στην Αγγλία κατά τον 18ο αιώνα και τη δεκαετία του 1880 έφτασε και στην Ελλάδα.
Ομως, εκτός από τις… εισαγόμενες προλήψεις υπήρχαν (και υπάρχουν) και αμέτρητες εγχώριες.
Για παράδειγμα, στην παλιά Αθήνα έλεγαν ότι «τα μαύρα στρογγυλά σταφύλια τρωγόμενα τα μεσάνυχτα είναι εγγύηση ευτυχίας. Μακράν όμως από τα σύκα».
Οταν σηκώνεται κάποιος από το κρεβάτι, πρέπει να φροντίζει να σηκωθεί πρώτα με το δεξί πόδι.
Πολλοί άλλοι θεωρούσαν ότι πρέπει να έχουν πάνω τους μια κορδέλα χρώματος ανοιχτού γαλάζιου, καθώς «σημαίνει βεβαίαν ευτυχίαν». Αντίθετα, οι νέες κοπέλες έπρεπε ν’ αποφεύγουν να έχουν πάνω τους πράσινου χρώματος αντικείμενα, διότι τις απομακρύνει από τον γάμο.
«Εις την οδόν Ειρήνης (σ.σ. στο κέντρο της Αθήνας) οι μοδιστρούλες νομίζουν ότι το άκρον άωτον της ευτυχίας είναι να ιδούν στον δρόμον τα τρία Κ, μια καμπούρα, μια κουτσή και μια κουβερνάντα», διαβάζουμε σε εφημερίδα της εποχής.
Τέλος, μεγάλη σημασία δινόταν την Πρωτοχρονιά στις άμαξες, το βασικό συγκοινωνιακό μέσο της εποχής.
Ετσι, θεωρούσαν ότι «εάν το πρώτο αμάξι που συναντήσει κανείς είναι οικιακό, σημαίνει πλούτη. Εάν είναι αγοραίο (σ.σ. κάτι σαν ταξί), σημαίνει μετριότητα. Εάν είναι κάρο, αθλιότητα. Εάν είναι νεκροφόρα, πένθος».
Μερικοί στέκονταν και παρατηρούσαν τον αριθμό της πρώτης άμαξας που θα συναντήσουν. Οι μονοί αριθμοί θεωρούνταν σημείο ευτυχίας, αντίθετα με τους ζυγούς που θεωρούνταν κακό σημάδι. Ομως, το κακό εξορκιζόταν εάν κάποιος ανέβαινε στην άμαξα με τον ζυγό αριθμό.
Μεγάλη τύχη θεωρούνταν ο περιττός αριθμός διπλασιαζόμενος, όπως π.χ. ο 5.577 και ακόμη περισσότερο ο 5.555, ο 7.777 ή ο 3.333. «Αν μπει κανένας σε άμαξα με τέτοιο αριθμό είναι ευτυχέστατος», έλεγαν τότε.
Αλλοι, τέλος, παρατηρούσαν τα άλογα. Λευκό άλογο κακός οιωνός, το δίχρωμο άλογο προοιωνιζόταν κακοτυχία – για το μαύρο άλογο δεν γνωρίζουμε πώς «ερμηνευόταν».
Ωστόσο, σε κάποιον που έβλεπε άμαξα με πολύχρωμο άλογο δινόταν η εξής συμβουλή: «Πρέπει παντί σθένει να σταματήσητε το αμάξι και να αναβήτε, άλλως πρέπει να στρίψετε αριστερά και να πτύσητε λέγοντας τας λέξεις: “αγάπη, χρήματα, ευτυχία”. Είναι κανείς βέβαιος ότι θα επιτύχη αυτά».