
Με περισσότερους από 70 εκατομμύρια βίαια εκτοπισμένους σε όλο τον κόσμο και καθώς τα πλοία που διασχίζουν τη Μεσόγειο εξακολουθούν να βρίσκονται τακτικά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, παρατηρούμε συχνά τους όρους ‘πρόσφυγας’ και ΄μετανάστης’ να χρησιμοποιούνται χωρίς καμία διαφοροποίηση τόσο από τα μέσα ενημέρωσης, όσο και στις δημόσιες συζητήσεις. Υπάρχει όμως τελικά διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δύο όρους, και αν ναι, έχει σημασία;
Ναι, υπάρχει διαφορά και όντως έχει σημασία. Οι δύο όροι έχουν διακριτά και διαφορετικά νοήματα και συγχέοντάς τους δημιουργούνται προβλήματα και για τους δύο πληθυσμούς. Ας εξετάσουμε το γιατί:
Οι πρόσφυγες είναι άτομα τα οποία διαφεύγουν από ένοπλες συρράξεις ή διώξεις. Στα τέλη του 2018, υπήρχαν 25,9 εκατομμύρια πρόσφυγες παγκοσμίως. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι συχνά τόσο επικίνδυνη και δύσκολη που αναγκάζονται να διασχίσουν εθνικά σύνορα για να αναζητήσουν ασφάλεια σε γειτονικές χώρες. Αναγνωρίζονται συνεπώς σε διεθνές επίπεδο ως ‘πρόσφυγες’ και έχουν πρόσβαση στην παροχή βοήθειας από τα κράτη, την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και άλλους οργανισμούς.
Αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες ακριβώς επειδή είναι πολύ επικίνδυνο για αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και χρειάζεται να αναζητήσουν καταφύγιο κάπου αλλού. Πρόκειται για ανθρώπους στους οποίους η άρνηση ασύλου έχει πιθανότατα θανάσιμες συνέπειες.
Οι πρόσφυγες καθορίζονται και προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο. Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967, καθώς και άλλα νομικά κείμενα, όπως η Σύμβαση του 1969 του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας, παραμένουν οι ακρογωνιαίοι λίθοι για την προστασία των προσφύγων στη σύγχρονη εποχή.
Οι νομικές αρχές που κατοχυρώνουν διαπερνούν πλέον αναρίθμητους άλλους διεθνείς, περιφερειακούς και εθνικούς νόμους και πρακτικές. Η Σύμβαση του 1951 καθορίζει το ποιος είναι πρόσφυγας και χαράσσει το πλαίσιο των βασικών δικαιωμάτων, τα οποία τα Κράτη πρέπει να εγγυόνται για τους πρόσφυγες. Μια από τις πιο θεμελιώδεις αρχές που καθορίζεται στο διεθνές δίκαιο, είναι ότι οι πρόσφυγες δεν πρέπει να επιστρέφονται ή να επαναπροωθούνται σε καταστάσεις όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους.
Η προστασία των προσφύγων έχει πολλές διαστάσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται η προστασία από το να επιστρέφονται οι πρόσφυγες στους κινδύνους από τους οποίους έχουν διαφύγει, η πρόσβαση σε δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες ασύλου, καθώς και μέτρα που να διασφαλίζουν ότι τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους γίνονται σεβαστά. Ώστε να ζουν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια μέχρι να βρεθεί μια πιο μακροπρόθεσμη λύση. Τα κράτη φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για αυτήν την προστασία.
Κατά συνέπεια, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εργάζεται στενά με τις κυβερνήσεις, παρέχοντάς τους συμβουλευτική και υποστήριξη, όπου απαιτείται, ώστε να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους.
Οι μετανάστες επιλέγουν να μετακινηθούν, όχι εξαιτίας κάποιας άμεσης απειλής δίωξης ή θανάτου, αλλά κυρίως για να βελτιώσουν τη ζωή τους αναζητώντας καλύτερες εργασιακές συνθήκες ή, σε κάποιες περιπτώσεις, για να ενωθούν με μέλη της οικογένειάς τους που βρίσκονται ήδη στο εξωτερικό, όπως επίσης για εκπαιδευτικούς ή άλλους λόγους. Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες που δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους με ασφάλεια, οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχο εμπόδιο στην επιστροφή τους. Εάν επιλέξουν να επιστρέψουν, θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν την προστασία της κυβέρνησής τους.
Για την κάθε κυβέρνηση, αυτή η διάκριση είναι σημαντική. Οι χώρες αντιμετωπίζουν τους μετανάστες με βάση τους δικούς τους μεταναστευτικούς νόμους και διαδικασίες. Αντίστοιχα, τα κράτη αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες μέσα από κανόνες για το άσυλο και για την προστασία των προσφύγων, οι οποίοι καθορίζονται τόσο στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας όσο και του διεθνούς δικαίου.
Οι χώρες έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις απέναντι στα άτομα που αναζητούν άσυλο στην επικράτεια ή στα σύνορά τους. Η ‘Υπατη Αρμοστεία βοηθά τις χώρες να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους ως προς την προστασία των προσφύγων και το άσυλο.
Η πολιτική έχει έναν τρόπο να παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο για τέτοια θέματα. Η ταύτιση των προσφύγων με τους μετανάστες μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στις ζωές και την ασφάλεια των προσφύγων. Η σύγχυση αυτών των δύο όρων αποσπά την προσοχή από την ειδική νομική προστασία που απαιτείται για τους πρόσφυγες. Είναι πιθανό να υπονομεύσει τη δημόσια στήριξη προς τους πρόσφυγες και τον θεσμό του ασύλου σε μια χρονική στιγμή που περισσότεροι πρόσφυγες από ποτέ χρειάζονται αυτή την προστασία.
Πρέπει να αντιμετωπίζουμε όλους τους ανθρώπους με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Πρέπει επίσης να διασφαλίζουμε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών γίνονται σεβαστά. Παράλληλα, είναι αναγκαίο να υπάρχει η απαραίτητη ανταπόκριση για τους πρόσφυγες σε νομικό επίπεδο, εξαιτίας αυτής της ιδιαίτερα δύσκολης κατάστασης που βιώνουν.
Μιλώντας για την Ευρώπη και τους ανθρώπους που φτάνουν τα τελευταία χρόνια δια μέσω θαλάσσης στην Ελλάδα, την Ιταλία και αλλού. Τι από τα δύο είναι; Πρόσφυγες ή μετανάστες;
Στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι και τα δύο. Η πλειονότητα των ανθρώπων που φτάνουν στην Ιταλία και ιδιαίτερα στην Ελλάδα προέρχονται από χώρες που μαστίζονται από πολέμους ή που θεωρούνται ότι ‘παράγουν’ πρόσφυγες και οι οποίοι χρήζουν διεθνούς προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, ένα μικρότερο ποσοστό ανάμεσά τους είναι από άλλες χώρες, και για πολλούς απο αυτούς τους ανθρώπους, ο όρος ‘μετανάστης’ θα ήταν σωστός.
Επομένως, στην Ύπατη Αρμοστεία μιλάμε για ‘πρόσφυγες και μετανάστες’ όταν αναφερόμαστε σε μετακινήσεις ανθρώπων δια θαλάσσης ή σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες πιστεύουμε ότι εμπλέκονται άνθρωποι και από τις δύο ομάδες.
Οι μετακινήσεις με πλοιάρια στην Νοτιανατολική Ασία είναι ένα παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης. Αναφερόμαστε σε ‘πρόσφυγες’ όταν εννοούμε ανθρώπους που τρέπονται σε φυγή λόγω πολέμου ή διώξεων διασχίζοντας διεθνή σύνορα. Και χρησιμοποιούμε τον όρο ‘μετανάστες’ όταν εννοούμε ανθρώπους που μετακινούνται για λόγους οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στο νομικό ορισμό του πρόσφυγα. Ελπίζουμε ότι και άλλοι θα εξετάσουν το ενδεχόμενο να κάνουν το ίδιο. Γιατί η επιλογή των λέξεων, έχει όντως σημασία.
Ο όρος λαθρομετανάστης είναι ανύπαρκτος και λανθασμένος
Σύμφωνα τον Νίκο Σαραντάκο, ο όρος «λαθρομετανάστης» δεν καταγράφεται στα ελληνικά πριν από τη δεκαετία του 1990. Η λέξη ωστόσο φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα (περίπου από το 1920), όπως αποδεικνύουν δημοσιεύματα στον τύπο της εποχής, και ότι αναφερόταν στους Έλληνες που έφευγαν για τις ΗΠΑ χωρίς επίσημα χαρτιά και συχνά χωρίς εισιτήριο, κυνηγημένοι από τη φτώχεια (πηγή: Νίκος Σαραντάκος, «Η λαθρομετανάστευσις εις τον λιμένα Πειραιώς», 18.6.2009, προσβάσιμο εδώ).
♦ Σύμφωνα με την ίδια πηγή, από το 1900 μέχρι το 1917 έφυγαν περί τους 450.000 Έλληνες μετανάστες με προορισμό τις ΗΠΑ.
♦ «Λαθρομετανάστες» αποκαλούσε τους Έλληνες που πήγαιναν στην Αμερική και ο υπουργός Εργασίας των ΗΠΑ, ο οποίος μάλιστα καλούσε τις χώρες προέλευσης να λάβουν μέτρα περιορισμού της μετανάστευσης και προειδοποιούσε ότι αν δεν γινόταν κάτι τέτοιο τότε οι «λαθρομετανάστες» που εντοπίζονταν στι ΗΠΑ θα εκτοπίζονταν αναγκαστικά πίσω στην πατρίδα τους (πηγή: Δημήτρης Ψαρράς, «Ο παππούς μας ο λαθρομετανάστης», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 6.2.2011, προσβάσιμο στο εδώ).
♦ Οι Έλληνες που μετανάστευαν μαζικά εκείνη την εποχή υπέφεραν από τον τυχοδιωκτισμό των «πρακτόρων», που είτε τους εκμεταλλεύονταν υφαρπάζοντας επί της ουσίας τις οικονομίες τους είτε τους εξαπατούσαν στέλνοντάς τους σε άλλες περιοχές από εκείνες που είχαν αρχικά συμφωνηθεί. Διάφοροι «πράκτορες» μάλιστα κατηγορήθηκαν μέχρι και για φόνο μεταναστών.
Ας δούμε τι αναφέρει η Ύπατη Αρμοστεία
Επιχειρήματα όσων χρησιμοποιούν τη λέξη λαθρομετανάστης
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Τάκης Θεοδωρόπουλος:
Στο Λεξικό Δημητράκου η λέξη δεν υπάρχει. Τη δεκαετία του πενήντα δεν υπήρχαν μετανάστες στη χώρα μας. Το «λαθραίο» ορίζεται ως συνώνυμο του «κρυφού», αυτό που περνάει χωρίς να το καταλάβεις. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Αισχύλο, πάντα κατά το λεξικό, ως «λαθραία άτη». Ο ποιητής χαρακτηρίζει την «άτη», τη «μανία», λαθραία επειδή χτύπησε το θύμα της χωρίς να την πάρει είδηση κανείς.
Στο Ετυμολογικό Λεξικό Μπαμπινιώτη, η λέξη «λαθρομετανάστης» έχει ήδη πολιτογραφηθεί ως ελληνική. Οσο δε για το έτυμο της λέξης «λαθραίο», εμφανίζεται το ρήμα «λανθάνω, υπάρχω χωρίς να γίνω αντιληπτός». Κοινώς, το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν λαθραίοι άνθρωποι όχι μόνον δεν στέκει αλλά είναι και παραπλανητικό. Και το χειρότερο: εξισώνει τους πρόσφυγες με όσους περνούν τα σύνορα κρυφά, χωρίς ταυτότητα, αφού έχουν χάσει το διαβατήριό τους, αλλά δεν έχασαν το κινητό τους, για να ξαναγεννηθούν εκ του μηδενός δηλώνοντας ό,τι όνομα θέλουν και όποια χώρα καταγωγής επιθυμούν.
Ο Γερμανός, ο Γάλλος, ο Σουηδός ή ακόμη και ο Σομαλός πολίτης, για να έρθει στη χώρα μας, χρειάζεται ταξιδιωτικά έγγραφα. Δεν ισχύει το ίδιο για τον λαθρομετανάστη. Αυτός έχει το προνόμιο να κινείται χωρίς στοιχεία ταυτότητας και όποιος τολμάει να τον αποκαλέσει «λαθρομετανάστη» να εμπίπτει στην αρμοδιότητα του αντιρατσιστικού νόμου. Δεν λέω. Μπορεί να είναι ο καλύτερος άνθρωπος. Ομως και μια Ρολς, το καλύτερο αυτοκίνητο, αν την περάσεις χωρίς έγγραφα, λαθραία είναι.