Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς τι ακριβώς θα συμβεί στην Ουκρανία, όσες αναλύσεις και αν γίνουν, όσα στοιχεία κι αν παρατεθούν, η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Μπορούμε να προβλέπουμε τον καιρό, τους σεισμούς σε κάποιο βαθμό, την πορεία ενός κομήτη, αλλά δεν έχουμε ιδέα πώς να προβλέψουμε -ή, ακόμη καλύτερα, να αποτρέψουμε- έναν μεγάλο πόλεμο.
Όσο κι αν πιστεύουμε ότι ο πόλεμος είναι ένα διαρκές συμβάν στην ιστορία της ανθρωπότητας, ότι ξέρουμε τα πάντα γι αυτόν, η αλήθεια είναι ότι σε γενικευμένο επίπεδο, έχουμε ζήσει -ευτυχώς- ελάχιστους. Συνεπώς δεν έχουμε αρκετά στοιχεία ώστε να δημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο μοντέλο πιθανοτήτων, πολλώ δε μάλλον ένα αποτελεσματικό σύστημα αποφυγής.
Ο πόλεμος παραμένει ένα παιχνίδι στο οποίο χάνουν όλοι, αλλά επιμένουμε να το παίζουμε.
Στην Ουκρανία, όμως, οι άνθρωποι πιθανώς θα μας διηγηθούν μια διαφορετική ιστορία.
Οι ίδιοι μπορεί να μην ξέρουν εξελιγμένα μαθηματικά και στατιστική, ξέρουν όμως, ότι πράγματι ζουν μέσα σε μια διαρκή συνθήκη είτε πολέμου, είτε αναμονής πολέμου.
Και αυτό δεν είναι μια καινούργια ιστορία.
Μια ατελείωτη, φριχτή θάλασσα από σιτάρι
Όταν, το καλοκαίρι του 1941, οι Γερμανοί προέλαυναν ταχύτατα προς την καρδιά της ΕΣΣΔ, μετά την αιφνίδια εισβολή τους, κάποιοι από τους στρατιώτες, οι οποίοι επέβαιναν στα περίφημα Πάντζερ, έγραφαν γράμματα στα σπίτια τους.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό και το γεγονός ότι συνάντησαν ελάχιστη αντίσταση στην προέλασή τους, οι περισσότεροι μετά από λίγες μέρες άρχισαν να τρελαίνονται:
«Προχωράμε και προχωράμε μέσα σε μια απεραντοσύνη που δεν αλλάζει ποτέ. Ο ήλιος καίει και γύρω μας το τοπίο είναι πάντα ίδιο, είναι σαν μια ατελείωτη, φριχτή θάλασσα από σιτάρι. Αρχίζω να αισθάνομαι ότι δεν πάμε πουθενά, ότι δεν θα φτάσουμε ποτέ κάπου, ότι όλο αυτό θα μας καταπιεί», έγραψε ένας από τους στρατιώτες.
Αυτή η «απέραντη, φριχτή θάλασσα από σιτάρι» έχει καταπιεί, η αλήθεια είναι, πολύ κόσμο. Με πρώτους τους ίδιους τους Ουκρανούς, που είχαν την ατυχία να ζουν πάνω στην πιο γόνιμη πεδιάδα της γης.
Τα εδάφη της Ουκρανίας θα έπρεπε να είναι χρυσωρυχείο για τους κατοίκους της· ο φυσικός πλούτος σε κάνει τυχερό άνθρωπο, σωστά; Λάθος. Έχει αποδειχθεί πολλάκις αυτό και σε πολλές περιπτώσεις, όπως εκείνες των πάμπλουτων σε υπέδαφος χωρών της Αφρικανικής Ηπείρου.
Ο φυσικός πλούτος, στον κόσμο που ζούμε, σε κάνει στόχο.
Η Ουκρανία, παρόλα αυτά και παρά τις πολλές περιπέτειές της -εσωτερικές και εξωτερικές- μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξελίχθηκε ταχύτατα σε έναν από τους βασικούς εξαγωγείς σιτηρών του πλανήτη.
Ο σιτοβολώνας όχι της Ευρώπης, αλλά του πλανήτη
Το σιτάρι της κυρίως, αλλά και άλλα γεωργικά προϊόντα, ταΐζουν εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους από την Ασία ως την Αφρική. Γι αυτό πολλοί αναλυτές φωνάζουν ότι αν γίνει τελικά πόλεμος, πέρα από την καταστροφή που θα φέρει στην ίδια τη χώρα, θα προκαλέσει και παγκόσμια επισιτιστική κρίση που παρόμοιά της ζήσαμε μόνο σε συνθήκες παγκοσμίων πολέμων. Γι αυτό και ο ενδεχόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, από πολλούς αντιμετωπίζεται ως τέτοιος: Παγκόσμιος.
Επειδή μπορεί πάντα να γίνει και χειρότερο, το πιο παραγωγικό σε καλλιέργειες τμήμα της χώρας είναι εκεί ακριβώς που πιθανολογείται να γίνει η ρωσική εισβολή, στα ανατολικά της δηλαδή.
Το 2018 η Ουκρανία εξήγαγε περίπου 18 εκατομμύρια τόνους σιτηρών, από τη συνολική της παραγωγή που έφτασε τα 24 εκατομμύρια τόνους. Ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο.
Στους πελάτες της συγκαταλέγονται η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως εκεί που το ουκρανικό σιτάρι είναι απολύτως απαραίτητο είναι ο αναπτυσσόμενος κόσμος.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), το μισό σιτάρι που καταναλώθηκε το 2020 στο Λίβανο, προέρχεται από την Ουκρανία. Για να γίνει πιο κατανοητό, 35% από τις θερμίδες που καταναλώνει ο πληθυσμός του Λιβάνου προέρχονται από τις ουκρανικές εξαγωγές.
Δέκα τέσσερις χώρες στον κόσμο εξαρτώνται από τις ουκρανικές εξαγωγές κατά περισσότερο από 10% της κατανάλωσής τους σε σιτηρά. Η Υεμένη κατά 22%, η Λιβύη κατά 43%. Η Αίγυπτος εισήγαγε, το 2022, 3 εκατομμύρια τόνους από την Ουκρανία, το 14% της κατανάλωσης σιτηρών στη χώρα. Η Μαλαισία 28%, το ίδιο και η Ινδονησία, 21% το Μπαγκλαντές και πάει λέγοντας.
Μια πιθανή ρωσική εισβολή, έστω και περιορισμένης κλίμακας, θα διαλύσει τις καλλιέργειες, αλλά και τις αγροτικές υποδομές. Αυτό, πέρα από την άμεση συνέπεια, την καταστροφή της τοπικής οικονομίας δηλαδή, θα έχει μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις, τις οποίες σε αντίθεση με τον ίδιον τον πόλεμο, μπορούμε θαυμάσια να προβλέψουμε.
Και έως ότου αποκατασταθεί μια στοιχειώδης κανονικότητα θα είναι ήδη αργά.
Οι τιμές των τροφίμων θ’ ανέβουν (κι άλλο) σε όλον τον πλανήτη, ενώ οι χώρες που εξαρτώνται από τις ουκρανικές εξαγωγές θα χτυπηθούν όχι απλώς από ελλείψεις, αλλά από κανονική πείνα.
Η ιστορία προσπαθεί να μας διδάξει, αλλά εμείς αρνούμαστε να μάθουμε το μάθημα: Πριν από μια δεκαετία συνέβη περίπου το ίδιο και στις αραβικές χώρες, η αύξηση της τιμής των τροφίμων ήταν η σπίθα που πυροδότησε την «αραβική άνοιξη». Ο κόσμος μπορεί ν’ υπομένει πολλά, αλλά η πείνα δεν αντέχεται.
Δεν είναι μόνο αυτές οι χώρες που θα υποστούν τις συνέπειες. Σε χώρες και του δυτικού κόσμου στις οποίες η εσωτερική αναταραχή ή και βία συγκρατούνται μετά βίας, εάν οι τιμές των τροφίμων ανέβουν κατακόρυφα, η κατάσταση πολύ πιθανώς θα οδηγήσει σε πολιτική αποσταθεροποίηση, εθνικιστικές κορώνες και ενδεχομένως τοπικούς πολέμους, οι οποίοι πάντα είναι χρήσιμοι σαν εκτόνωση μιας εσωτερικής κρίσης.
Το σιτάρι ως όπλο γενοκτονίας
Η ρωσική παρεμβατικότητα στην Ουκρανία είναι μια πολύ παλιά υπόθεση, όπως και η εκμετάλλευση -με διάφορους τρόπους- της γεωργικής υπεροχής της χώρας.
Τη δεκαετία του ’30 η χώρα υπέστη ένας από τους χειρότερους τεχνητους λιμούς όλων των εποχών, όταν η Μόσχα επέβαλε τους δικούς της κανόνες στους Ουκρανούς αγρότες.
Η σταλινικής εμπνεύσεως «Αγροτική Μεταρρύθμιση» με το πρόσχημα της κολεκτιβοποίησης, επέβαλε να κατασχεθούν πρώτα όλα τα σιτηρά προϊόντα από τους αγρούς και τις αποθήκες και στη συνέχεια όλα τα μη σιτηρά προϊόντα και τα ζώα. Επιπλέον, απαγορεύτηκε η μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1932 εφαρμόστηκε νόμος με τον οποίο όποιος από τους αγρότες κρατούσε έστω και μια χούφτα καλαμπόκι για τον εαυτό του και δεν τα έδινε στις αρχές, τιμωρούνταν με θάνατο.
Το Γολoντομόρ, όπως ονομάστηκε ο μεγάλος λιμός της Ουκρανίας, είχε ως συνέπεια το θάνατο 5-7 εκατομμυρίων ανθρώπων από πείνα και την εξαθλίωση πολλών δεκάδων εκατομμυρίων.
Οι μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν ότι οι άνθρωποι έβραζαν και έτρωγαν τα πιο αδύναμα παιδιά τους, για να ζήσουν τα υπόλοιπα.
«Η μητέρα μου πήγε σε ένα χωράφι, όπου υπήρχαν μερικά άλογα και έφερε πίσω το κεφάλι ενός αλόγου, άλλες πέντε γυναίκες έπεσαν πάνω του και άρχισαν να το δαγκώνουν. Οι άνθρωποι πέθαιναν μέσα στον δρόμο, αν τους τρυπούσες, το αίμα τους ήταν σαν νερό», έγραψε χρόνια αργότερα μια επιζήσασα.
Ο λιμός θεωρήθηκε πολιτικό σχέδιο της Μόσχας για την εξόντωση του πληθυσμού, παρόλα αυτά μέχρι σήμερα οι Ουκρανοί δεν έχουν καταφέρει να πετύχουν τη διεθνή αναγώρισή του ως γενοκτονία.
Η πάγια θέση του Κρεμλίνου είναι ότι «το πρόβλημα της πείνας – μαζικού θανάτου ανθρώπων στην Ουκρανία το 1932 – 33 πρέπει να εξετάσουν ειδικοί. Έχουμε δηλώσει επανειλημμένα στους Ουκρανούς συναδέλφους μας ότι ζητήματα τέτοιας φύσεως πρέπει να εξετάζουν ειδικοί – ιστορικοί και από τις δύο πλευρές. Δεν πρέπει να πολιτικοποιούμε αυτό το θέμα»…
Η τέλεια καταιγίδα
Με μια πρώτη ματιά, εμείς (εμείς η Ευρωπαϊκή Ένωση) δεν κινδυνεύουμε να πεινάσουμε. Όχι άμεσα τουλάχιστον. Εξαρτώμεθα μόλις κατά 4.9% των εισαγωγών μας σε τρόφιμα από την Ουκρανία. Αν δούμε τα στοιχεία λίγο πιο προσεκτικά, όμως, η εικόνα αλλάζει: Ανάμεσα σε αυτές τις εισαγωγές, το 88% του ηλιελαίου και το 26% του μελιού που καταναλώνουμε έρχεται από την Ουκρανία.
Οι εισαγωγείς διαβεβαιώνουν ότι «υπάρχουν εναλλακτικές», οι Ουκρανοί αξιωματούχοι προσπαθούν να εξηγήσουν στον κόσμο τι θα σήμαινε ένας πόλεμος μπας και τον αποτρέψουν, οι χώρες εξετάζουν άμεσα μέτρα είτε αποθήκευσης τροφίμων προκειμένου να μην αντιμετωπίσουν άμεσα το φάσμα της έλλειψής τους, είτε άλλων πηγών για να τα προμηθεύονται.
Οι Ρώσοι, από την πλευρά τους, θυμίζουν πολύ ψύχραιμα ότι το 2014, μετά την επέμβαση στην Κριμαία, υπήρξε μεν μια πρόσκαιρη αύξηση στις τιμές των σιτηρών, αλλά η κατάσταση ομαλοποιήθηκε σύντομα, πράγμα το οποίο δεν είναι ακριβώς αλήθεια, ένα 20% της αύξησης παρέμεινε εκεί για πάντα.
Θα επιζήσουμε ακόμη κι αν γίνει πόλεμος. Εντάξει, όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι. Όμως, οι συνέπειες θα είναι τρομερές και μακροπρόθεσμες. Θα είναι η «τέλεια καταιγίδα».
Σε έναν κόσμο που ήδη αντιμετωπίζει την επισιτιστική κρίση -οι τιμές των τροφίμων ανέβηκαν το 2021 σε επίπεδα ρεκόρ δεκαετίας- ένα ακόμη επεισόδιο θα αποσταθεροποιήσει πολλές ήδη εύθραυστες βεβαιότητες. Ας συνυπολογίσουμε σε αυτό και το γεγονός ότι αυτή η κρίση θα μας βρει αποδυναμωμένους σε κάθε επίπεδο, λόγω της πανδημίας.
Η προοπτική αυτή θα όφειλε να μας φέρει για μια ακόμη φορά ενώπιους στις προτεραιότητές μας: Η κλιματική αλλαγή μάς έχει ήδη κάνει να στρέφουμε το βλέμμα στο μέλλον με πολύ διαφορετικούς και ευρύτερους τρόπους απ’ ότι το κάναμε πριν.
Οι παλαιότεροι εχθροί της ανθρωπότητας, όμως, είναι πάντα στο προσκήνιο, άμεσοι και απειλητικοί: Πόλεμος, πείνα και αρρώστειες. Πάντα οι πιο αδύναμοι απειλούνται πρώτοι, πάντα οι ανισότητες της κατανομής του πλούτου επιτείνουν τα προβλήματα, πάντα οι αντιδράσεις και οι συνέπειες είναι σαν ένα τρομακτικό ντόμινο που το βλέπεις να συμβαίνει, αλλά δεν μπορείς να το σταματήσεις.
Εκτός αν σταματήσεις το πρώτο τουβλάκι.