Οι μάχες στην Ουκρανίας διαμορφώνουν έναν συσχετισμό, που δεν βρίσκει αντανάκλαση σε μια πολιτική διαδικασία για τερματισμό του πολέμου
κείμενο Παναγιώτης Σωτήρης
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Λίγη σημασία έχει δοθεί στο πώς οι κυβερνητικές δυνάμεις στη Συρία, με την υποστήριξη των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων και δυνάμεων του Ιράν και δυνάμεων προσκείμενων στο Ιράν κατάφεραν να ανακτήσουν το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας της χώρας από τις διάφορες ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις.
Ήταν ένας πόλεμος αργός, που στηριζόταν σε έναν συνδυασμό ανάμεσα σε βομβαρδισμούς (αεροπορικούς και βολές πυροβολικού), περικύκλωση και πολιορκία, άνοιγμα «ανθρωπιστικών διαδρόμων» και «οδών διαφυγής» προς τις «ζώνες αποκλιμάκωσης», που στηριζόταν σε ένα μείγμα πίεσης και δια πραγμάτευσης.
Προφανώς και ήταν βάναυσος και σε αρκετές περιπτώσεις δεν τηρούσε ακριβώς του κανόνες σε σχέση με το διεθνές δίκαιο και το σεβασμό των αμάχων. Ούτως ή άλλως αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «εγκλήματα πολέμου» έγιναν από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές στη Συρία. Όμως, ήταν και ένας πόλεμος που σταδιακά έφερε τα αποτελέσματα που ήθελε η κυβέρνηση της Συρίας και οι σύμμαχοί της: η Δαμασκός ανέκτησε το μεγαλύτερο μέρος της Συριακής επικράτειας, εκτός από τον θύλακα της Ιντλίμπ, τη «ζώνη ασφαλείας» υπό τουρκικό έλεγχο και τη ζώνη που ελέγχουν οι Κούρδοι, με την εμφανή υποστήριξη των ΗΠΑ.
Ο πόλεμος αυτός είναι το κοντινότερο παράδειγμα πολέμου που έχει η Ρωσική ηγεσία, καθώς ο πόλεμος των σοβιετικών δυνάμεων στο Αφγανιστάν, ήταν πολλά χρόνια πριν. Και αυτό έχει μια σημασία για το πώς κινούνται αυτή τη στιγμή οι ρωσικές δυνάμεις και στο έδαφος της Ουκρανίας.
Η επικέντρωση στο Ντονμπάς και η αλλαγή του συσχετισμού
Σε αρκετά δυτικά ΜΜΕ υπάρχει η ανάλυση ότι η επικέντρωση των ρωσικών πολεμικών επιχειρήσεων στο Ντονμπάς σηματοδοτεί μια συρρίκνωση του πεδίου της μάχης, έναν περιορισμό των στόχων της επιχείρησης και μια στροφή που δίνει περιθώρια στις ουκρανικές δυνάμεις να διεκδικήσουν τη νίκη.
Όμως, αυτό στηρίζεται στην εκτίμηση ότι οι ρωσικές επιχειρήσεις αποσκοπούσαν στην κατάληψη πολύ μεγάλου μέρους της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένου και του Κιέβου. Αντιθέτως, μια πιο προσεκτική ανάγνωση θα έβλεπε ότι μπορεί προφανώς η Ρωσία αρχικά να ήλπιζε σε μια ταχεία κατάρρευση της Ουκρανικής κυβέρνησης (και ενδεχόμενη «αλλαγή καθεστώτος), εντούτοις αυτό αφορούσε την τακτική της σύγκρουσης και όχι το επίδικο. Αυτό εξαρχής παρέμεινε η υπεράσπιση του Ντονμπάς, στην πλήρη έκταση των συνόρων των δύο επαρχιών και όχι μόνο στα όρια της «γραμμής επαφής», και η εξασφάλιση ότι η Ουκρανία δεν θα αποτελούσε απειλή για τη Ρωσία, δηλαδή ούτε θα εντασσόταν στο ΝΑΤΟ ούτε θα διατηρούσε αρκούντως ισχυρές ένοπλες δυνάμεις.
Η τρέχουσα φάση του πολέμου αντιστοιχεί ακριβώς σε αυτή τη στοχοθεσία. Είναι ένας εδαφικός πόλεμος για την επέκταση και εξασφάλιση της κυριαρχίας των «λαϊκών δημοκρατιών» και ταυτόχρονα μια προσπάθεια διαρκούς χτυπήματος των στρατιωτικών υποδομών της Ουκρανίας. Ειδικά στο Ντονμπάς οι δύο στόχοι συνδυάζονταν αφού οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις στην περιοχή περιλαμβάνουν και τις πρώην παραστρατιωτικές οργανώσεις και αυτές που ήταν συγκριτικά πιο εμπειροπόλεμες και μάχιμες.
Ως εδαφικός πόλεμος ακολουθεί την ίδια περίπου τακτική της προσπάθειας περικύκλωσης, της εκτεταμένης χρήσης του πυροβολικού και της αργής προέλασης, στόχο το στόχο. Οι στόχοι ορίζονται με βάση τον βαθμό συγκέντρωσης δυνάμεων του αντιπάλου και τη γεωγραφία.
Η μάχη και τελικά πτώση της Μαριούπολης ήταν από αυτή την άποψη κομβική, γιατί σήμαινε την παράδοση σημαντικού αριθμού μαχητών των ουκρανικών δυνάμεων και ταυτόχρονα, επιτρέπει στη ρωσική πλευρά να κατανείμει καλύτερα τις δικές της δυνάμεις.
Το άλλο σημείο που φαίνεται να τροποποιεί τον συσχετισμό δύναμης, είναι οι μάχες στο Ντονμπάς. Και εδώ η τακτική είναι ουσιαστικά πρώτα η κατοχύρωση θέσεων, μετά ο συνεχής βομβαρδισμός και μετά η προσπάθεια να κινηθούν οι ρωσικές δυνάμεις σε μια προσπάθεια να καταλάβουν κρίσιμες θέσεις, να ελέγξουν τους οδικούς άξονες που επιτρέπουν τον ανεφοδιασμό των ουκρανικών δυνάμεων και τελικά να δοκιμάσουν να τις περικυκλώσουν. Αυτό εξηγεί τη σημασία που είχε η μάχη για την Ποπάσνα ή αυτή που είναι σε εξέλιξη για το Σεβεροντονέτσκ. Γύρω από τέτοια σημεία συγκεντρώνονται σημαντικές ουκρανικές δυνάμεις και αντίστοιχα η προσπάθεια της ρωσικής πλευρά να τα καταλάβει.
Οι ουκρανικές δυνάμεις, παρότι διατηρούν μια ικανότητα να πλήττουν θέσεις σε ρωσικό έδαφος βορειότερα, δεν έχουν καταφέρει να αντικρούσουν τις ρωσικές κινήσεις στο Ντονμπάς και παραδέχονται ότι έχουν σημαντικές απώλειες όπως και ότι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν εκκένωση των αμάχων. Την ίδια στιγμή, παρότι υπάρχει μια συνεχής ροή εξελιγμένου πολεμικού εξοπλισμού, συμπεριλαμβανομένου και βαρέος πυροβολικού, από τη Δύση, δεν έχει καταφέρει να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης, την ώρα που η Ρωσία προσπαθεί να στοχοποιήσει τους χώρους αποθήκευσής τους όπως και τις σιδηροδρομικές γραμμές τους που διευκολύνουν τη μεταφορά τους.
Τα όρια των κυρώσεων
Η έκκληση Ζελένσκι στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός να υπάρξουν ακόμη πιο αυστηρές κυρώσεις στη Ρωσία και ακόμη μεγαλύτερη παροχή όπλων, αποτύπωνε ακριβώς τον τρόπο που διαμορφώνεται ο συσχετισμός και που αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να οδηγεί σε ρωσική ήττα.
Ωστόσο, οι κυρώσεις έχουν δείξει και αυτές τα όριά τους, καθώς χώρες εκτός Δύσης δεν ακολουθούν, την ώρα που σε αυτή τη φάση είναι αδύνατο για την Ευρώπη να προχωρήσει άμεσα σε ακόμη μεγαλύτερη οικονομική και ενεργειακή ρήξη με τη Ρωσία, όπως έδειξε άλλωστε η αποδοχή του συστήματος πληρωμών που υπέδειξε η Ρωσία παρά τις αρχικές αντιδράσεις.
Ούτως ή άλλη, η Ρωσία αυτή τη στιγμή έδειξε ότι μπορεί να αντέξει το οικονομικό κόστος του πολέμου, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που έχει ενισχυθεί η ισοτιμία του ρουβλιού.
Ένα νέο μέτωπο σε σχέση με πιθανές κυρώσεις φαίνεται να ανοίγει σε σχέση με το ζήτημα της επισιτιστικής κρίσης, όπου η Ρωσία κατηγορείται για «εργαλειοποίηση» της επισιτιστικής κρίσης κατά τρόπο ανάλογο της «εργαλειοποίησης» της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από αυτήν. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η ΕΕ δεν μπορεί να βρει κοινό τόπο ούτε καν στο εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο, μετά και τη σαφή άρνηση της Ουγγαρίας να συζητηθεί το θέμα στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ.
Περισσότερα όπλα ή επιστροφή σε κάποιου είδους διπλωματία;
Με τον τρόπο που κινούνται τα πράγματα θα μπορούσε κανείς να προβλέψει ότι μεσοπρόθεσμα η Ρωσία είναι σε θέση, έστω και με σημαντικό κόστος, να πετύχει σημαντικό μέρος των «στενών στόχων της, καθώς θα έχει «απελευθερώσει» το μεγαλύτερο μέρος του Ντονμπάς και θα έχει καταστήσει την Αζοφική μια θαλάσσια περιοχή πλήρως υπό την κυριαρχία της.
Βεβαίως την ίδια στιγμή η διαμόρφωση μιας νέας «γραμμής επαφής» θα είναι αρκετά δύσκολη και με συχνές εντάσεις, «παραβιάσεις» κ.λπ. ιδίως εάν αναλογιστούμε την κλίμακα της δυτικής στρατιωτικής βοήθειας που έχει χορηγηθεί και εύλογα θα συνεχίζει να χορηγείται. Επιπλέον, οι κυρώσεις θα παγιωθούν, όπως και η επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, διαμορφώνοντας μια αρκετά μεγάλη «θερμή» διαχωριστική γραμμή. Η γεωπολιτική, οικονομική και ως ένα βαθμό πολιτιστική διαίρεση της Ευρώπης θα παγιωθεί.
Και βέβαια το ερώτημα της ειρήνης θα είναι υπό διαρκή διακύβευση. Όχι μόνο γιατί στην ίδια την Ουκρανία προφανώς και θα υπάρχει ένας διαρκές αίτημα για προσπάθεια «ανακατάληψης» που κατά καιρούς μπορεί και να συναντά ευήκοα ώτα σε μια Δύση που βλέπει τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο όλο και πιο «θερμά», αλλά και γιατί θα με το είδος των ρήξεων που θα έχουν έρθει και την ακύρωση μηχανισμών διαχείρισης της έντασης, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να αποτραπούν θερμές αντιπαραθέσεις σε μια σειρά από μέτωπα.
Τα οικονομικά και πολιτικά κόστη θα είναι μεγάλα και όχι μόνο για τη Ρωσία. Η ίδια η Ευρώπη μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο φάσμα σχεδίων για να διαχειριστεί τη νέα συνθήκη, με πρώτη προτεραιότητα την απεξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές ροές, αλλά δεν παύουν να είναι «σχέδια έκτακτης ανάγκης», σχέδια με αρνητικές επιπτώσεις, την ώρα που ένα άνοιγμα ενός συνολικότερου κύκλου αντιπαραθέσεων, με «θέατρο» την Ευρώπη, απλώς θα κάνει τα πράγματα χειρότερα, ιδίως όταν θα έχει κάπως εξαντληθεί η όποια νομιμοποιητική δυναμική της «πάλης ενάντια στα αυταρχικά καθεστώτα».
Αυτό γεννά και το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό η επίγνωση όλων των τάσεων θα διαμορφώσει μια δυναμική υπέρ μιας επιστροφής σε μια πολιτική και διπλωματική διέξοδο και έναν ορίζοντα μιας συνολικότερης συνθήκης σταθερότητας, ιδίως στην Ευρώπη, ή εάν θα θεωρηθεί ότι η όποια ισορροπία θα είναι απλώς αυτή που θα διαμορφώνει η τροφοδοσία της Ουκρανίας με εξοπλισμό απέναντι στις ρωσικές κινήσεις. Με όλο το τίμημα σε ζωές που αυτό θα συνεπάγεται.