Η κίνηση Πούτιν διαμορφώνει νέα δεδομένα για το ενδεχόμενο διπλωματικής διεξόδου
κείμενο Παναγιώτης Σωτήρης
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Η αντιπαράθεση γύρω από την Ουκρανία μπήκε σε μια νέα φάση ύστερα και από το διάγγελμα Πούτιν για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας των «λαϊκών δημοκρατιών» του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να μην ξεχνάμε ότι στην Ουκρανία δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μία κρίση. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια σειρά από αλληλοδιαπλεκόμενες κρίσεις.
Η πρώτη αφορά το ίδιο το εσωτερικό της Ουκρανίας και την κατάσταση στις ανατολικές επαρχίες. Στις περιοχές αυτές υπάρχουν αυτονομιστικά κινήματα που εκφράζουν κυρίως τους ρωσόφονους κατοίκους αυτών των περιοχών που μετά τις εξελίξεις του 2014 και την κυβερνητική ανατροπή θεώρησαν ότι η κατάστασή τους θα επιδεινωνόταν και πήραν τα όπλα, εκτός των άλλων και για να απαντήσουν σε αυτό που θεωρούσαν ως απειλή από ακροδεξιά στοιχεία στην Ουκρανία (που υπογραμμίστηκε και από πραγματικά περιστατικά βίας σε βάρος ρωσόφονων) για να καταλήξουν στην αυτο-ανακήρυξη των «λαϊκών δημοκρατιών» στο Ντονμπάς.
Η σύγκρουση αυτή έχει ιστορικό βάθος και αντανακλά ότι η ουκρανική εθνική ταυτότητα δεν είναι κυρίαρχη σε όλη την επικράτεια της Ουκρανίας.
Στην ίδια τη Ρωσία και σε ολόκληρο το πολιτικό της φάσμα υπάρχει μεγάλη φόρτιση και ένα γενικό αίσθημα αλληλεγγύης προς αυτές τις περιοχές, συμπεριλαμβανομένης και της αναγνώρισης του δικαιώματός τους να αποσχιστούν.
Μέχρι τώρα η ρωσική κυβέρνηση είχε κάνει σαφές ότι δεν επιθυμεί να προσαρτήσει αυτές τις περιοχές, παρότι τις έχει ενισχύσει με ποικίλους τρόπους. Αυτό αντιστοιχούσε στην πάγια θέση της Ρωσίας για μη αλλαγή των συνόρων του 1945 (η Κριμαία είχε μεταφερθεί από τη Ρωσία στην Ουκρανία επί Σοβιετικής Ένωσης, άρα δεν εμπίπτει σε αυτό τον περιορισμό).
Για ένα σημαντικό διάστημα είχε θεωρηθεί ως λύση για το πρόβλημα το περίγραμμα που περιλαμβάνεται στις Συμφωνίες του Μινσκ. Αυτές περιλαμβάνουν θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές στην Ουκρανία που να κατοχυρώνουν ένα είδος αυτονομίας αυτών των περιοχών εντός της ουκρανικής επικράτειας.
Ωστόσο, αυτές οι αλλαγές δεν έγιναν, ούτε προγραμματίστηκαν οι προβλεπόμενες τοπικές εκλογές, παρά την επαναλαμβανόμενη συμφωνία της ουκρανικής κυβέρνησης σε αυτές. Αυτό είχε να κάνει με το ότι στην Ουκρανία υπάρχουν αρκετές εθνικιστικές φωνές που ζητούν την ανακατάληψη των περιοχών αυτών όπως και της Κριμαίας και θα έβλεπαν ως υποχώρηση το να συνομιλήσει η ουκρανική κυβέρνηση με τους «αυτονομιστές». Αυτό εξηγεί και γιατί η ουκρανική κυβέρνηση επανειλημμένα υποστήριξε ότι προτιμά να συνομιλεί με τη Ρωσία παρά με τους εκπροσώπους των «αυτονομιστών», την ώρα που η Μόσχα επιμένει στην πλήρη εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ.
Η κρίση της μεταψυχροπολεμικής αρχιτεκτονικής
Η ουκρανική κρίση συνέπεσε με μια κρίση της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς αρχιτεκτονικής που εκφράστηκε μέσα από την αντιπαράθεση για την προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ, το ζήτημα της νέας κούρσας των εξοπλισμών και την είσοδο σε μια νέα εκδοχή «Ψυχρού Πολέμου».
Αυτό επιτάθηκε από τον τρόπο που οι ΗΠΑ άρχισαν να ορίζουν ολοένα και περισσότερο ως απειλή τη Ρωσία και να την αντιμετωπίζουν ανάλογα.
Η ρωσική αντίδραση ήταν η έμφαση στους εξοπλισμούς και παράλληλα η πρόταση για επιστροφή σε ένα καθεστώς συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη με εγγυήσεις ανάλογες με αυτές που είχαν διατυπωθεί ως υποσχέσεις στη δεκαετία του 1990.
Ωστόσο, οι προτάσεις αντιμετωπίστηκαν μάλλον αρνητικά πέραν επιμέρους πλευρών τους, κάτι που φαίνεται ότι εισπράχτηκε από τη Ρωσία ως άρνηση να τύχει του σεβασμού που της αναλογεί.
Η κλιμάκωση των ένοπλων αντιπαραθέσεων
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο Ντονμπάς και την Ουκρανία είναι ούτως ή άλλως μια «θερμή ζώνη» και πλήρης κατάπαυση του πυρός δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό εξηγεί και την παρουσία παρατηρητών του ΟΑΣΕ στην περιοχή αυτή, που ανήκουν στην ειδική αποστολή παρατήρησης στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των παρατηρητών, όντως υπάρχει κλιμάκωση των παραβιάσεων της κατάπαυσης του πυρός στην περιοχή, καθώς τα σχετικά περιστατικά είναι πολύ περισσότερα από άλλες περιόδους. Η σχετική ανακοίνωση των παρατηρητών στις 19 Φεβρουαρίου, που περιλαμβάνει και χάρτη των περιοχών όπου έγιναν δείχνει να είναι περισσότερα τα πλήγματα που δέχτηκαν οι περιοχές των αυτονομιστών από αυτά που δέχτηκε η ουκρανική πλευρά.
Βεβαίως την ίδια στιγμή η ουκρανική κυβέρνηση επιμένει ότι δεν έχει χτυπήσει και όλα τα πλήγματα έχουν ως υπαίτιους τους αυτονομιστές, όμως η πραγματικότητα δείχνει να είναι κλιμάκωση της ένοπλης πίεσης προς τη μεριά των αυτονομιστών.
Γιατί η Δύση επέμεινε ότι θα γινόταν ρωσική επίθεση
Εάν κανείς κοιτάξει τα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ, ιδίως τα αγγλοσαξωνικά, θα διαπιστώσει ότι θεωρούσαν δεδομένο ότι θα γίνει εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Μάλιστα, αυτό συνδυάζεται με δηλώσεις όπως αυτή του Μπόρις Τζόνσον ότι βλέπουμε το ρωσικό playbook στην Ουκρανία, παρότι σε γενικές γραμμές η Ρωσία δεν έχει πραγματοποιήσει κάποια άλλη τέτοιας κλίμακας εισβολή ώστε να έχουμε εικόνα πώς αντιμετωπίζει γενικά τέτοιες καταστάσεις.
Αυτό συνδυάζεται με τις αλλεπάλληλες δηλώσεις στο μοτίβο ότι η εισβολή επίκειται, συμπεριλαμβανομένης της «διαρροής» συγκεκριμένων ημερομηνιών. Μάλιστα, η τελευταία τάση αυτής της επικοινωνιακής πίεσης ήταν το μοτίβο ότι η Ρωσία δεν θα κάνει στοχευμένη εισβολή – π.χ. για να προστατεύσει το Ντονμπάς από τις ουκρανικές επιθέσεις – αλλά μια καθολική επίθεση σε όλη την Ουκρανία.
Αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ρωσία διατηρεί ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφός της και στο έδαφος της Λευκορωσίας (με την οποία έχει ούτως ή άλλως μεγάλη στρατιωτική συνεργασία), που θα μπορούσαν να κάνουν μια τέτοια επίθεση. Βεβαίως σε μεγάλο βαθμό οι δυνάμεις αυτές δεν μετακινήθηκαν πρόσφατα αλλά την περασμένη άνοιξη. Αυτή ήταν τότε η απάντηση της Μόσχας στην προσπάθεια του Κιέβου να θέσει όντως θέμα ανακατάληψης περιοχών και είχαν το χαρακτήρα της «επίδειξης δύναμης», με την έννοια ότι η Ρωσία έδειχνε ότι μπορεί να κάνει επίθεση στην Ουκρανία.
Ωστόσο, ανάμεσα στην επίδειξη δύναμης και την στρατιωτική ενέργεια υπάρχει μια μεγάλη απόσταση. Ιδίως όταν μιλάμε για μια πολύ μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση που θα έχει άμεσο και μεσοπρόθεσμό κόστος μεγάλο.
Την ίδια στιγμή ας μην ξεχνάμε ότι όπως έχουν αφήσει να εννοηθεί οι ίδιοι οι εκπρόσωποι των δυτικών κυβερνήσεων, η συνεχής δημοσιοποίηση επικείμενων απειλών επιθέσεων, ακόμη και ημερομηνιών θεωρείται επαρκής αποτρεπτικός μηχανισμός των ίδιων των επιθέσεων. Ακόμη και όταν δεν είναι απαραίτητα επικείμενες.
Η αλλαγή όρων μετά την απόφαση της αναγνώρισης των «λαϊκών δημοκρατιών»
Η απόφαση για αναγνώριση των «λαϊκών δημοκρατιών» στο Ντονμπάς προκύπτει ακριβώς από τον τρόπο με τον οποίο στα μάτια της ρωσικής ηγεσίας συνδέονται η ουκρανική κρίση με την κρίση της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς αρχιτεκτονικής.
Ταυτόχρονα, η απόφαση η αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, εφόσον ουσιαστικά ακυρώνει το πλαίσιο της συζήτησης γύρω από την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ.
Αυτό αποτυπώνει τη ρωσική εκτίμηση ότι δεν θα υπήρχε, ούτως ή άλλως, πρόοδος εκεί, την πεποίθηση ότι οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας θα εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση και τη λογική ότι με αυτόν τρόπο διαμορφώνεται ένα τετελεσμένο που αναλογεί στον τωρινό συσχετισμό.
Ταυτόχρονα είναι μια κίνηση που ήδη καταδικάζεται από τις δυτικές κυβερνήσεις, όμως δεν αντιστοιχεί στον στενό ορισμό της εισβολής ή της προσάρτησης, την ώρα που για τη Ρωσία προσφέρει τη νομιμοποίηση ότι η όποια βοήθεια θα είναι βοήθεια στο πλαίσιο συμπεφωνημένης συνθήκης φιλίας.
Η δυσκολία να βρεθεί σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία
Ανεξαρτήτως του επικοινωνιακού πολέμου, είναι προφανές ότι ήταν παράλληλα σε εξέλιξη μια δύσκολη και αβέβαιη διαπραγμάτευση, στην οποία δεν είναι εύκολο να βρεθεί το σημείο ισορροπία ή το πεδίο ενός συμβιβασμού που θα απέτρεπε τη σύγκρουση.
Στο βαθμό που οι ΗΠΑ πλέον αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως αντίπαλο και απειλή, είναι σαφές ότι θέλουν να πετύχουν την εικόνα ότι η Ρωσία «υποχώρησε», υπό το βάρος των πιέσεων και την απειλή κυρώσεων, χωρίς να υπάρξουν «εκπτώσεις» από την άλλη πλευρά. Μάλιστα, σε ορισμένες τοποθετήσεις διακρίνει κανείς ακόμη και την επιθυμία να εξασφαλιστεί η επιβολή κυρώσεων ακόμη και χωρίς επίθεση, ενώ σε άλλες μια στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσία θα ήταν ίσως και η μεγάλη διευκόλυνση για να επιβληθούν κυρώσεις και να βαθύνει το ρήγμα.
Από την άλλη, η Ρωσία είχε κάνει σαφές ότι δεν επιθυμούσε απλώς να «κάνει πίσω» χωρίς να πάρει κάποιες από τις δεσμεύσεις ή τα απτά βήματα που ζητά και σε σχέση με την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ και σε σχέση με τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη, δηλαδή τη δέσμευση ουσιαστικά για μη επέκταση του ΝΑΤΟ. Στο βαθμό που αυτές δεν υπήρχαν, η απάντηση ήταν η κίνηση της αναγνώρισης.
Αυτό σημαίνει ότι για την όποια προσπάθεια πολιτικής αντιμετώπισης της κρίσης, πλέον υπάρχουν νέα δεδομένα, αφού αλλάζει το πλαίσιο, μπαίνουν στο τοπίο οι κυρώσεις (αν και μένει να δούμε την κλίμακά τους), δεν υπάρχει το πλαίσιο των συμφωνιών του Μινσκ και η Ρωσία δεν κινείται στην αποκλιμάκωση της στρατιωτικής παρουσίας άμεσα.
Η Ευρώπη προσπάθησε να αποφύγει τα χειρότερα
Η διπλωματική κινητικότητα του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, αντανακλούσε το γεγονός ότι σε οποιαδήποτε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης οι μεγάλες χαμένες θα είναι οι χώρες της Ευρώπης. Μια Ευρώπη ξανά χωρισμένη, με ένα ενεργό «θερμό» μέτωπο στο εσωτερικό της, ανατροπές ως προς τις ροές φυσικού αερίου, αντιμέτωπη με όλα τα παρεπόμενα μιας πολεμικής σύρραξης όπως είναι οι προσφυγικές ροές δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί «κερδισμένη».
Αυτό εξηγεί γιατί η ρητορική από την πλευρά των ευρωπαϊκών χωρών ήταν κάπως διαφορετική και γιατί υπήρξε μια επιμονή στη δυνατότητα διπλωματικής λύσης με όρους να μην σημαίνουν απλώς «ρωσική υποχώρηση».
Όμως, η αμερικανική κλιμάκωση της ρητορικής τουλάχιστον αντιπαράθεσης και ο τρόπος που η Ρωσία έκανε σαφές ότι επιθυμούσε πραγματική αλλαγή πορείας του ΝΑΤΟ, δημιουργούσε όρια και σε αυτή τη διπλωματική προσπάθεια.
Τα δύσκολα επόμενα βήματα
Η κίνηση Πούτιν μπορεί εν μέρει να αλλάζει τα δεδομένα, να είναι σύμφωνη με τις διαθέσεις σημαντικού μέρους της ρωσικής κοινωνίας και να ξεφεύγει από την απλή επιλογή της ένοπλης παρέμβασης όμως είναι μια κίνηση που έχει και ρίσκα.
Καταρχάς δεν επιτρέπει με τον ίδιο τρόπο την προσπάθεια να υπάρχει ένα ρήγμα ανάμεσα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, εφόσον και οι ευρωπαίοι καταδικάζουν και πιθανώς να υιοθετήσουν και κυρώσεις μέσα στο επόμενο διάστημα.
Έπειτα δεν επιτρέπει να συνεχιστεί με τους ίδιους όρους η διπλωματική συζήτηση, αντίθετα θα προηγηθεί μια φάση μεγαλύτερης αντιπαράθεσης.
Η προσπάθεια «βοήθειας» προς τις «λαϊκές δημοκρατίες» θα έχει πραγματικό κόστος για τη Ρωσία και βέβαια θα πρέπει να διαχειριστεί και το είδος της συνδρομής στην άμυνά τους που δεν θα φέρνει πιο κοντά τη συνολική ανάφλεξη στην περιοχή. Επιπλέον, θα «χρεώνεται» πιο άμεσα πολιτικά κάθε ανάφλεξη στη «γραμμή επαφής» ακόμη και εάν αναλογεί σε κινήσεις της ουκρανικής πλευράς, ιδίως από τη στιγμή που θα υπάρχει στη «γραμμή επαφής» και η παρουσία των ρωσικών «ειρηνευτικών δυνάμεων».
Το ΝΑΤΟ θα βρει πρόσχημα να κάνει πράξη μια στρατηγική μεγαλύτερης παρουσίας στα ανατολικά της Ρωσίας, αντί για μια αποκλιμάκωση.
Η ρωσική ηγεσία δείχνει να τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά αλλά και να εκτιμά ότι έχουμε ούτως ή άλλως περάσει στην επόμενη φάση της πιο ανοιχτής αντιπαράθεσης με τη Δύση, οπότε οι πραγματικοί συσχετισμοί στο πεδίο μετρούν περισσότερο από τη ρητορική.
Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να ξεκινήσει ξανά μια πολιτική διαδικασία γύρω από όλα τα θέματα που έχουν ανοίξει, αλλά αυτό θα έχει αφετηρία μια πιο συγκρουσιακή συνθήκη. Το εάν η επίγνωση των κινδύνων από αυτή τη συνθήκη θα αποτελέσει τελικά την ώθηση για να υπάρξει μια συνολικότερη συζήτηση για όρους ειρηνικής συνύπαρξης και συλλογικής ασφάλειας που να αναλογούν σε μια νέα εποχή, θα είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις της επόμενης περιόδου.