Το πιο σοβαρό για τον Ομπάμα είναι ότι στη συλλογική μνήμη δεν απομένουν πλέον πολλά από τα χρόνια της διακυβέρνησής του
MONDE DIPLOMATIQUE
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Serge Halimi
Επιμέλεια: Γιάννης Κυπαρισσιάδης
Λίγοι Αμερικανοί Πρόεδροι έχουν προκαλέσει τόσο ενθουσιασμό και έχουν απολαύσει τέτοια διεθνή δημοφιλία. Στο τέλος όμως έμεινε ένα συναίσθημα χαμένης ευκαιρίας. Στα απομνημονεύματά του, ο Μπαράκ Ομπάμα δίνει κάποια από τα κλειδιά γι’ αυτή την απογοήτευση. Θα μπορούσε άραγε αυτό να εξηγήσει την οικονομική τόλμη που επιδεικνύει τώρα ο πρώην αντιπρόεδρός του;
Όταν πολιτικοί ηγέτες κάνουν ανασκόπηση της πορείας τους έχοντας προηγουμένως προκαλέσει απογοήτευση, τα έργα τους αξίζουν να διαβαστούν από εκείνους που θα ήθελαν να τα είχαν καταφέρει καλύτερα. Όταν αναγκάζονται να παραδεχτούν τις διαψεύσεις που προκάλεσαν, τις καταλογίζουν συχνά στην έλλειψη ρεαλισμού των οπαδών τους, στις λυσσαλέες αντιδράσεις των αντιπάλων τους, στην πολυπλοκότητα του κόσμου, σε ένα πολιτικό παιχνίδι που τους υποχρέωσε να υποσχεθούν περισσότερα από όσα θα μπορούσαν να καταφέρουν.
Πάντως, ακόμα και μια απογοητευτική προεδρία εμπεριέχει κάποιο επίτευγμα, που πολύ πρόθυμα προβάλλεται. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος τόμος των Απομνημονευμάτων του Μπαράκ Ομπάμα τελειώνει με τη λεπτομερή αφήγηση της καταδίωξης και της εκτέλεσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν.1
Ωστόσο, ο συγγραφέας, που θα πρέπει ήδη να σκέφτεται το τελευταίο κεφάλαιο του δεύτερου τόμου του, δεν μπορεί να υπερβεί κάποια όρια στη ωραιοποιημένη παρουσίαση του απολογισμού του. Διότι η προεδρία του, που εγκαινιάστηκε στις 20 Ιανουαρίου 2009 μέσα σε μια ατμόσφαιρα ευφορίας, μετά από ένα εκλογικό παλιρροϊκό κύμα και κάτω από την ομπρέλα του «Yes, we can» («Ναι, μπορούμε»), έκλεισε οκτώ χρόνια αργότερα με την άφιξη του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Και, αναμφίβολα, το πιο σοβαρό για τον Ομπάμα είναι ότι στη συλλογική μνήμη δεν απομένουν πλέον πολλά από τα χρόνια της διακυβέρνησής του, σε σημείο που ένας από τους πιο έξυπνους και λαμπερούς Προέδρους της χώρας κινδυνεύει να αφήσει μικρότερο αποτύπωμα από εκείνο του άμεσου διαδόχου του, ενός ανθρώπου σίγουρα λιγότερο χαρισματικού σε σύγκριση μαζί του.
Μαζί με εμάς, ο συγγραφέας μοιάζει να παρατηρεί την πορεία του και τα επιτεύγματά του. Και, μαζί με εμάς, διερωτάται: τι ήθελε λοιπόν αυτός ο Μπαράκ Ομπάμα; Την εξουσία, το δίχως άλλο. Ακτιβιστής σε τοπικές οργανώσεις, αποφασίζει να μπει στην πολιτική ώστε να μην περιορίζεται πλέον στη διαχείριση των συνεπειών των αποφάσεων των άλλων. Μετά, σκέφτεται ότι ο βουλευτής της μειοψηφίας σε κάποια μεσοδυτική Πολιτεία είναι λιγότερο ισχυρός από ένα μέλος του Κογκρέσου.
Στη συνέχεια, μόλις εκλεγεί γερουσιαστής του Ιλινόις, στρέφει το βλέμμα του στον Λευκό Οίκο. Ενάντια σε κάθε προσδοκία, νικά τη Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, προτού διαδεχτεί τον Τζορτζ Μπους στο τέλος μιας εκστρατείας γεμάτης παλμό και χαρά. Σχεδόν πάντοτε, έκανε τη σωστή επιλογή (μία εκ των οποίων ήταν εκείνη, η θαρραλέα, να αντιτεθεί, από το φθινόπωρο του 2002 μάλιστα, στον πόλεμο στο Ιράκ) την κατάλληλη στιγμή.
Και η τύχη τού χαμογελά: η χρηματοοικονομική κρίση του Σεπτεμβρίου του 2008 οδηγεί στην ανυποληψία τους Ρεπουμπλικανούς, μερικές εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές. Ο Ομπάμα γίνεται τότε ο πρώτος Αφροαμερικανός Πρόεδρος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Άραγε εξετελέσθη η αποστολή, ολοκληρώθηκε η πορεία; Προσπαθούμε να το πιστέψουμε, καθώς, κατά τα λοιπά, οι φιλοδοξίες του είναι συγκεχυμένες – και εξάλλου θα παραμείνουν νεκρό γράμμα: να αλλάξει ο τρόπος διεξαγωγής της πολιτικής, να επουλωθούν οι διχασμοί στη χώρα, να παρακινηθούν οι νέοι να υπηρετήσουν το συλλογικό συμφέρον.
Όταν φτάσει στην κορυφή, ο άντρας που αιτιολογούσε την ακόρεστη φιλοδοξία του με την επιθυμία «να συμβεί πιο γρήγορα η αλλαγή» δεν θα σταματήσει να θεωρητικοποιεί την άποψη ότι η αλλαγή παίρνει χρόνο. Στην αρχή των Απομνημονευμάτων του, αναθυμούμενος την εποχή που ήταν ένας νεαρός ακτιβιστής, ο Ομπάμα εκφράζει κάποιον οίκτο για τον νεότερο εαυτό του: «Ήμουν σαν τον Δον Κιχώτη χωρίς τον Σάντσο Πάντσα». Στον Λευκό Οίκο, από τον ιππότη που αποκαθιστά τις αδικίες δεν θα απομείνει παρά το ψηλόλιγνο περίγραμμα.
Το κεφάλαιο όπου δικαιολογεί την επιλογή των στενότερων συνεργατών του φαίνεται να συνοψίζει προκαταβολικά την προεδρία του: δεν πρόκειται να επωφεληθεί από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση για να μετασχηματίσει το σύστημα, όπως έκανε ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, αλλά για να το επιδιορθώσει. Τα πράγματα ήδη πηγαίνουν πολύ άσχημα, μοιάζει να λέει ο νέος Πρόεδρος: δεν θα απευθυνθώ κιόλας σε ανθρώπους που θα ήθελαν να κάνουν τα πάντα άνω – κάτω.
Ο Ραμ Εμάνουελ, ο προσωπάρχης του, είχε στηρίξει τη Χίλαρι Κλίντον, ήταν κοντά στη Γουόλ Στριτ, πήγαινε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός; Εντάξει, αλλά «με μια παγκόσμια οικονομία σε ελεύθερη πτώση, το πρωταρχικό καθήκον μου δεν ήταν να αναμορφώσω την παγκόσμια οικονομική τάξη. Όφειλα να αποφύγω μια μεγαλύτερης έκτασης καταστροφή. Για να το κάνω, χρειαζόμουν ανθρώπους που είχαν διαχειριστεί κρίσεις και ήταν ικανοί να ηρεμούν τις αγορές που ήταν σε κατάσταση πανικού – ανθρώπους στους οποίους μπορούσαμε, εξ ορισμού, να καταλογίσουμε τις αμαρτίες του παρελθόντος».
Η ίδια λογική τού απαγορεύει να ανατρέξει στις υπηρεσίες ενός υπουργού Οικονομικών χωρίς διασυνδέσεις με το καπιταλιστικό κατεστημένο. Οποιοσδήποτε άλλος από τον Τίμοθι Γκάιτνερ2 «θα είχε χρειαστεί πολλούς μήνες μέχρι να καταλάβει το ίδιο καλά με εκείνον την οικονομική κρίση και να συνάψει σχέσεις με τους παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας. Κι αυτόν τον χρόνο δεν τον είχα στη διάθεσή μου».
Η αντιδημοτικότητα του σχεδίου σωτηρίας των τραπεζών που θεσπίστηκε από το νέο επιτελείο θα είναι απόρροια αυτής της επιλογής: να ανατεθεί δηλαδή στους υπεύθυνους της καταστροφής η φροντίδα της αποκατάστασής της.
Ο Ομπάμα θα φτάσει να εκφράσει την οργή του για την απουσία «ευγνωμοσύνης» των τραπεζιτών που «έσωσε από τη φωτιά» ενόσω εκατομμύρια Αμερικανοί χρεοκοπούσαν χωρίς βοήθεια από το κράτος. «Ανώφελο να συγκαλύπτουμε το προφανές», παραδέχεται, «οι κύριοι υπεύθυνοι των οικονομικών δεινών της χώρας παρέμειναν πάμπλουτοι. Απέφυγαν κάθε είδους δίωξη επειδή οι ισχύοντες νόμοι θεωρούσαν ότι η αδιανόητη ανευθυνότητα και ανεντιμότητα των διοικητικών συμβουλίων ή των αιθουσών χρηματιστηριακών συναλλαγών ήταν λιγότερο αξιόποινες από μια μικροκλοπή σε κατάστημα που διαπράττει κάποιος έφηβος».
Κι εδώ όμως διατείνεται ότι δεν είχε επιλογή: οι τραπεζίτες κρατούσαν την οικονομία «όμηρο» και ήταν εφοδιασμένοι με «ζώνες με εκρηκτικά». Παρ’ όλα αυτά, ο Ομπάμα παραδέχεται ότι υπήρξαν φορές όπου μετάνιωσε που δεν αποδείχτηκε «πιο αυστηρός κατά τους πρώτους μήνες» της θητείας του. Κι ίσως αυτό είναι που εξηγεί σήμερα τo σχετικό θάρρος του ανθρώπου που ήταν αντιπρόεδρός του επί οκτώ έτη.
Η σύγκριση μεταξύ τους είναι ακόμα πιο δελεαστική στην περίπτωση του πολέμου στο Αφγανιστάν. Τον Ιανουάριο του 2009, ο Ομπάμα επιλέγει να διατηρήσει στη θέση του τον υπουργό Άμυνας του προκατόχου του, τον Ρόμπερτ Γκέιτς, «έναν Ρεπουμπλικανό, ένα γεράκι, έναν πρωταθλητή των επεμβάσεων σε ξένες χώρες», με την αιτιολογία… ότι «γνώριζε πώς λειτουργούσε το Πεντάγωνο και πού βρίσκονταν οι παγίδες προς αποφυγή».
Σχεδόν αμέσως, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι οι στρατηγοί θέλουν να του ασκήσουν πιέσεις, δημοσιοποιώντας τις προτιμήσεις τους στην υπόθεση του Αφγανιστάν προτού εκείνος ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Έξαλλος, τους καλεί στον Λευκό Οίκο, τους επαναφέρει στην τάξη, ενδίδει όμως στις υποδείξεις τους, αφού στέλνει επιπλέον στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Εάν ο Τζο Μπάιντεν τηρήσει την απόφαση που μόλις ανήγγειλε, θα πρέπει να περιμένουμε την 11η του ερχόμενου Σεπτεμβρίου προκειμένου να μην απομείνει εκεί κανένα στράτευμα. Δώδεκα χρόνια χαμένα.
Ένα προηγούμενο βιβλίο του Ομπάμα, που εκδόθηκε στην Αμερική το 2006, είχε τον τίτλο «Τολμώ να ελπίζω».3 Το βιβλίο αυτό περιγράφει έναν ορίζοντα λιγότερο συναρπαστικό, πιο συνεπή όμως σε αυτό που υπήρξε η προεδρία του: «Είναι άραγε χρήσιμο να περιγράψω τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι, όταν οι προσπάθειες για να συμβεί κάτι τέτοιο είναι καταδικασμένες να μην είναι επαρκείς;».
1 Barack Obama, «A Promised Land», Crown, Νέα Υόρκη, 2020 (στα ελληνικά: «Γη της Επαγγελίας», εκδόσεις Αθens Bookstore, Αθήνα, 2020). Οι παραπομπές που ακολουθούν προέρχονται από το πρωτότυπο, σε δική μας μετάφραση.
2 (Σ.τ.Μ.) Υπουργός Οικονομικών επί προεδρίας Ομπάμα.
3 Barack Obama, «Τολμώ να ελπίζω», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, Απρίλιος 2009.
* Ο Serge Halimi είναι διευθυντής της Le Monde diplomatique