Έχοντας στηρίξει την προεκλογική του εκστρατεία για την προεδρία στην υπόσχεση της αναγέννησης της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο, ο Joe Biden βρίσκεται σε έναν αγώνα υπεράσπισης της στο εσωτερικό της χώρας.
Thank you for reading this post, don't forget to subscribe!Τον Ιούνιο, 200 εξέχοντες Αμερικανοί μελετητές της δημοκρατίας υπέγραψαν μια επιστολή που προειδοποιεί ότι οι αλλαγές στους πολιτειακούς νόμους «μετατρέπουν αρκετές πολιτείες σε πολιτικά συστήματα που δεν πληρούν πλέον ούτε τις ελάχιστες προϋποθέσεις για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές».
Ένας άλλος μακροχρόνιος υπηρέτης της αμερικανικής δημοκρατίας, ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης στη Γερουσία, Mitch McConnell, δήλωσε τον Ιανουάριο ότι εάν οι εκλογές μπορούσαν να ανατραπούν από ανυπόστατους ισχυρισμούς από την ηττημένη πλευρά, «η δημοκρατία μας θα εισέρχονταν σε μια θανάσιμη δίνη». Ωστόσο, αυτό ακριβώς διευκολύνει το κόμμα του.
Για τους Δημοκρατικούς η απειλή σε σχέση με τις εκλογές αφορά το ποιος μπορεί να ψηφίζει. Κατακρίνουν τους νόμους που εισάγουν αλλαγές σχετικά με την ταυτοποίηση, την αποστολή της ψήφου ταχυδρομικώς και ούτω καθεξής, τους οποίους αποκαλούν «ο νέος Jim Crow».
Χωρίς να υπάρχει δικαιολογία αναφορικά με την Κυριακάτικη ψηφοφορία, την οποία δεν επιθυμούν οι αφροαμερικάνικες εκκλησίες, οι φόβοι τους είναι υπερβολικοί.
Στο πλαίσιο του παλαιού Jim Crow, μόνο το 2% των Αφροαμερικανών ήταν εγγεγραμμένοι για να ψηφίσουν σε ορισμένες νότιες πολιτείες. Αντιθέτως, οι πολιτικοί επιστήμονες δεν είναι σίγουροι εάν τα τρέχοντα σχέδια θα επηρεάσουν καθόλου την προσέλευση.
Αντίθετα, η πραγματική απειλή έρχεται μετά την ψηφοφορία. Στην Αριζόνα, για παράδειγμα, ο νομοθέτης θέλει να περιορίσει την ανεξαρτησία του Επικεφαλής αξιωματούχου των εκλογών.
Μια εκπρόσωπος της Πολιτείας εισήγαγε έναν νόμο που επιτρέπει στο νομοθέτη να ανατρέψει τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών και στη συνέχεια ξεκίνησε μια εκστρατεία να γίνει η ίδια το άτομο που θα έχει την επίβλεψη των εκλογών.
Στη Τζώρτζια, ο πολιτειακός νομοθέτης μπορεί πλέον να αντικαταστήσει την ηγεσία των εκλογικών συμβουλίων της κομητείας. Το Τέξας εξετάζει ένα νομοσχέδιο που διευκολύνει τη δίωξη των εκλογικών αξιωματούχων.
Σε ολόκληρη τη χώρα, οι αξιωματούχοι που επιβλέπουν την εκλογική διαδικασία σε πολιτείες όπου κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν δεχτεί επίθεση για μεροληπτική στάση έναντι των εκλογικών αποτελεσμάτων. Πολλοί κινδυνεύουν να αντικατασταθούν.
Αυτές μπορεί να φαίνονται σαν μακρινές, γραφειοκρατικές αλλαγές. Στην πραγματικότητα αυξάνουν τις πιθανότητες αμφισβήτησης των εκλογών, κάτι που τα δικαστήρια δεν μπορούν να επιλύσουν.
Αποδυναμώνουν το σύστημα ψηφοφορίας της Αμερικής με τρόπους που θα ξεπεράσουν την υστερία που ξέσπασε μετά το αποτέλεσμα του 2020.
Ο εμπνευστής όλων αυτών δεν είναι άλλος από τον Donald Trump, ο οποίος συνεχίζει με κάθε ευκαιρία να επιμένει ότι του έκλεψαν τις εκλογές.
Αν και είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο σοβαρά μπορεί να τον πάρει κανείς, ο κ.Trump ήδη διεξάγει εκστρατείες για το 2024 (για να κερδίσει φυσικά τον Λευκό Οίκο για τρίτη συνεχόμενη φορά).
Ο ισχυρισμός ότι κέρδισε, ενώ στην πραγματικότητα έχασε, μπορεί να φαίνεται αστείος. Ωστόσο, οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι το αντιλαμβάνονται κυριολεκτικά.
Δύο στους τρεις πιστεύουν ότι ο κ. Biden δεν κέρδισε τις εκλογές του Νοεμβρίου και σχεδόν οι μισοί πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα έπρεπε να ανατραπεί.
Έτσι η ρεπουμπλικανική ελίτ, η οποία κρατά μια σκεπτικιστική στάση απέναντι στον κ. Trump, βρίσκεται ενώπιον ενός οικείου διλήμματος.
Παγιδευμένοι ανάμεσα στους ψηφοφόρους τους στις κύριες πολιτείες και την πίστη τους στο Σύνταγμα, οι περισσότεροι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αν δεν πολιορκηθεί το Καπιτώλιο, η καλύτερη γραμμή δράσης είναι απλά να μείνουν σιωπηλοί.
Ωστόσο, οι απειλές του κ. Trump και η απειλή εναντίον του Συντάγματος λειτουργούν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.
Ο κ. Trump μπορεί να υποβάλλει ξανά υποψηφιότητα, μπορεί και όχι. Αντίθετα, οι αλλαγές στο μηχανισμό των πολιτειακών εκλογών που πραγματοποιούνται από τους Ρεπουμπλικάνους νομοθέτες θα ισχύουν το 2024 και πέραν αυτού, προς εκμετάλλευση των υποψηφίων οποιουδήποτε κόμματος.
Για να κατανοήσει κανείς γιατί κάτι τέτοιο είναι τόσο προβληματικό, αξίζει να σκεφτεί τους τρεις μηχανισμούς αποτροπής της οποιασδήποτε αστοχίας που είναι ενσωματωμένοι στις αμερικανικές εκλογές.
Ο πρώτος αφορά την αρχή ο ηττημένος αναγνωρίζει την ήττα του. Το 2020 ο κ.Trump καταπάτησε αυτή την αρχή.
Ο δεύτερος είναι η ακεραιότητα των αξιωματούχων των τοπικών εκλογών, ανεξάρτητα από τις κομματικές τους συμμαχίες. Πέρυσι, παρά τις αφόρητες πιέσεις που δέχτηκαν για να πράξουν το αντίθετο, στάθηκαν ακλόνητοι.
Η ανταμοιβή τους ήταν η στέρηση των εξουσιών τους ή η εισαγωγή νέων κακουργημάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τους εκφοβίσουν.
Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι αξιωματούχοι που επικύρωσαν τα εκλογικά αποτελέσματα καταδικάσθηκαν από τις τοπικές επιτροπές του κόμματος και δέχθηκαν έως και απειλές κατά της ζωής τους.
Ο Brad Raffensperger, Ρεπουμπλικάνος υπουργός Εξωτερικών της Τζώρτζια, εντυπωσίασε, το 2020, με την αντίθετη στάση που κράτησε απέναντι στον κ. Trump, όταν του ζητήθηκε να «βρει» άμεσα τις ψήφους που απαιτούνται για την ανατροπή των αποτελεσμάτων.
Ο κρατικός νομοθέτης της Τζώρτζια απάντησε αφαιρώντας ορισμένες από τις εξουσίες του.
Και φτάνουμε στην τρίτη ασφαλιστική δικλείδα – τα δικαστήρια. Και αυτά τα πήγαν καλά υπό πίεση, και μάλλον το ίδιο θα έκαναν και την επόμενη φορά.
Ωστόσο, το να ανατεθεί η πρωταρχική ευθύνη για την νομιμοποίηση των εκλογών στον δικαστικό κλάδο, μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση, θα τον επιβαρύνει και, τελικά, θα τον οδηγήσει στη κατάρρευση.
Πόσο χρόνο θα χρειαστεί έως ότου αγνοηθεί μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου;
Η καταστροφολογία για τη δημοκρατία στην Αμερική αποτελούσε ανέκαθεν κοινό τόπο της δεξιάς: Θυμάστε το 2016 το «the Flight 93 Election», όταν οι πατριώτες κλήθηκαν να εισβάλλουν στο πιλοτήριο για να αρνηθούν στη Χίλαρι Κλίντον την προεδρία;
Από τότε εξαπλώθηκε και στα αριστερά και στο κέντρο. Η συζήτηση περί δημοκρατίας σε κίνδυνο φέρνει στο προσκήνιο το φάντασμα μιας χώρας υπό έναν τύραννο του τύπου που αποκηρύχτηκε στις 4 Ιουλίου 1776.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι, το χάος που επεκράτησε μετά τις εκλογές του 2020, να γίνει κανονικότητα. Βάσει των πρόσφατων καταστάσεων, όπως διαμορφώνονται, το 2020 ήταν πταίσμα.
Φανταστείτε έναν αγώνα τόσο αμφίρροπο που καμία εθνική συναίνεση δεν θα μπορούσε να αποφασίσει ποιος προηγείται. Η Αμερική θα ήταν, για να ερανίσω ξανά τον κ. McConnell, σε «ένα δηλητηριώδες μονοπάτι όπου μόνο οι νικητές των εκλογών θα αποδέχονται πραγματικά το αποτέλεσμα».
Το κόμμα μου, πάνω απ’ όλα
Οι ελίτ του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεσμεύονται από τα πεπραγμένα τους. Υπό την πίεση του κ. Trump και των συμμάχων του, οι πολιτειακοί νομοθέτες προβαίνουν σε αλλαγές που θα αποδυναμώσουν την αμερικανική δημοκρατία.
Η λύση για τους ηγέτες είναι να υπερασπιστούν την πάγια αρχή ότι οι διαχειριστές εκλογών είναι υπεράνω κομματικής ταυτότητας.
Ωστόσο, έχουν επικαλεστεί το ψέμα των κλεμμένων εκλογών σε τέτοιο βαθμό που η επιβεβαίωση της απάτης έχει καταστεί ουσιαστικό προσόν για την ανάθεση της επόμενης ψηφοφορίας.
Η σιωπηλή φατρία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που δεν υποστηρίζει τον κ. Trump μπορεί να ελπίζει ότι όλα αυτά θα φυλλοροήσουν και ότι όσοι ανησυχούν για τη δημοκρατία είναι απλά υπερβολικοί.
Μπορεί να πιστεύουν ότι μπορούν να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο στη προστασία της Αμερικής, όσο διατηρούν μια καλή σχέση με τη βάση τους.
Ωστόσο, αυτή η λογική αποδείχθηκε προβληματική το 2016, με την εκλογή του κ. Trump. Εν τω μεταξύ, η σύνθεση του κόμματος γύρω τους αλλάζει.
Θα ήταν ασφαλέστερο για το Σύνταγμα, και περισσότερο για το πνεύμα που κυματίζει στη σημαία της 4ης Ιουλίου, οι Ρεπουμπλικάνοι να αντιδράσουν τώρα, παρά αργότερα που ίσως να είναι πιο δύσκολο.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com